Όταν τα ελληνικά μουσεία έσωζαν τις αρχαιότητες από τους Ναζί
Aδημοσίευτο υλικό από την τιτάνια προσπάθεια των Ελλήνων αρχαιολόγων να “εξαφανίσουν” τους θησαυρούς των μουσείων λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών κατακτητών.
Μία από τις πιο λαμπρές σελίδες του σύγχρονου δημόσιου βίου της Ελλάδας γράφτηκε στα ελληνικά μουσεία με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για το γιγάντιο έργο απόκρυψης και σωτηρίας των θησαυρών που φιλοξενούσαν ώστε αυτοί να μην πέσουν στα χέρια των Ναζί που προέλαυναν΄στην Ευρώπη.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ), που αυτές τις ημέρες συμπληρώνει 150 χρόνια από την ημέρα της θεμελιώσης του, για πρώτη φορά φέρνει στο φως, μέσα από την έκθεση “Από την κατάχωση των μνημείων στην ανάδυση της μνήμης” που φιλοξενείται στο Καφέ του Μουσείου, αδημοσίευτα ντοκουμέντα από την τιτάνια προσπάθεια διάσωσης των αρχαιοτήτων του ΕΑΜ λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Μέρος του αδημοσίευτου αυτού υλικού παρουσιάζεται, μετά από σχετική παραχώρηση και άδεια από την Διεύθυνση του Μουσείου, για πρώτη φορά, από το news247 το οποίο και συμμετείχε στην πρώτη ξενάγηση που έγινε στην έκθεση την περασμένη Τετάρτη.
Η προετοιμασία
Πριν ακόμη φθάσουν τα σύννεφα του πολέμου στην Ελλάδα, ο κρατικός μηχανισμός ετοιμαζόταν σε διάφορα επίπεδα για το πολύ πιθανό ενδεχόμενο εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο. Έτσι όταν επίσημα την 28η Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα σήκωνε το γάντι που της είχε πετάξει η φασιστική Ιταλία το σχέδιο που είχε καλά προετοιμαστεί έμπαινε σε εφαρμογή. Τον Νοέμβριο και του Δεκέμβριο του 1940 μέσω μίας γενικής εντολής με αποδέκτες όλα τα ελληνικά μουσεία δόθηκαν οδηγίες για την φύλαξη, προστασία, απόκρυψη και κατάχωση των αρχαιοτήτων.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μόλις είχε ολοκληρωθεί η δεύτερη προέκταση της ανατολικής του πτέρυγας (σ.σ. η πτέρυγα προς την οδό Μπουμπουλίνας). Αυτή η νέα πτέρυγα ήταν ιδανική για να εγκιβωτιστούν και να κρυφτούν αρχαιότητες. Μεγάλα γλυπτά ωστόσο, όπως ο Κούρος του Σουνίου, αποκρύφτηκαν σε ορύγματα στο δάπεδο του παλαιού μουσείου.H Σέμνη Καρούζου, αρχαιολόγος και σύζυγος του τότε Διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστου Καρούζου, αναφέρει στις σημειώσεις της ότι οι εργασίες ξεκινούσαν πριν από την δύση του φεγγαριού και τελείωναν την νύχτα της άλλης ημέρας. Δηλαδή με πολύ κόπο, ξενύχτι και μόχθο όσων δούλευαν στο μουσείο και όσων προσέφεραν την εργασία τους εθελοντικά.
Τέλη του 1940 – αρχές του 1941 το δάπεδο του παλαιού κτηρίου είχε σκαφτεί και σιγά σιγά οι αίθουσες άδειαζαν από εκθέματα τα οποία ανάλογα με τις οδηγίες συντήρησης που αποθήκευσης που είχαν δοθεί έπαιρναν θέση στις κρύπτες τους.
Το εμβληματικό άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Δία του Αρτεμισίου, έργο του 5ου π.Χ. αιώνα, όπως και τα υπόλοιπα χάλκινα αγάλματα καλύφθηκαν με πισόχαρτα. Οι συντηρητές δούλευαν πάντα λύσεις στο μυαλό τους για να αποφευχθεί η φθορά από την υγρασία.
Γλυπτά που ήταν πιο ντελικάτα και με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να καταστραφούν πιο εύκολα, όπως το ελληνιστικό γλυπτό της Αφροδίτης με τον Πάνα και τον Έρωτα, καλύφθηκαν με γύψο ώστε να υπάρξει ένα επιπλέον στρώμα προστασίας.
Σχόλια Facebook