ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Στις σκάλες του Τζανείου!

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Όχι, στις σκάλες του Τζανείου δεν γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας, όπως ενδεχομένως θα υποθέσατε από το τίτλο! Μα ούτε και έσβησε…

Τι το κάνανε και το νοσοκομείο 6όροφο; Και καλά ο 6ος όροφος. Αυτός, όσο να πεις, διαφέρει προς το καλύτερο από τους άλλους πέντε. Εκείνο το ισόγειο, όμως;

Τώρα, αν δεν περάσεις από το ισόγειο πως θα φθάσεις στον 6ο όροφο; Και αν δεν κατεβείς στο ισόγειο πως θα φύγεις απ΄ το νοσοκομείο; Αλλά και το ισόγειο, να κρατάει στους «ώμους» του τα λάθη των άλλων πέντε ορόφων, και λίγο δεν το λες…

Εγώ, πάντως, πλησίασα τον γκισέ στο ισόγειο, μπαίνοντας δεξιά, εκεί γύρω στις 11 το πρωί, με τις καλύτερες των προθέσεων!  Άλλωστε, επέμβαση και νοσηλεία, μια χαρά άνθρωποι και καλοί επιστήμονες.

Προσκόμισα το χαρτί που μας είχε δώσει ο γιατρός, προκειμένου να πάρω, για δικό μου πρόσωπο, εξιτήριο, δεδομένου ότι Σαββατοκύριακο είναι αργία και στις αργίες όλοι οι διοικητικοί …αργούν! Ακόμη και στα νοσοκομεία… Ακόμη και στην «Κίνηση Ασθενών».

Περίμενα να εισάγει τα στοιχεία στο κομπιούτερ ο αρμόδιος. Τον κατάλαβα να προβληματίζεται. Το επόμενο λεπτό μου λέει με το ανάλογο ύφος, επιστρέφοντάς μου τα χαρτιά:

-Να ανεβείτε στον τρίτο όροφο στη γραμματεία να διορθώσουν το λάθος

-Ποιο λάθος; ρωτώ.

-Σας χρέωσαν φάρμακα μετά την έξοδό σας…

-Ε, και τι γίνεται;

-Εγώ δεν μπορώ να σας δώσω εξιτήριο…

Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και κατευθύνθηκα προς τα ασανσέρ. Ξέρετε τώρα. Μη νομίστε πως επειδή είναι 6όροφο ή επειδή είναι νοσοκομείο έχει και μεγάλα ασανσέρ… Δυο φωλίτσες είναι, μία αριστερά και μία δεξιά στο κλιμακοστάσιο, που έτσι και μπουν και οι τρεις, που γράφει ότι ντε και καλά χωράνε, και εάν η μία εξ αυτών είναι γυναίκα, μόνον εάν έχει μεγάλη κατανόηση δεν θα σου κάνει μήνυση για …σεξουαλική παρενόχληση, έτσι «στρυμωγμένοι» που άθελά σας είσαστε… Σκεφθείτε, τώρα, λέει, να σταματήσει η καμπίνα μεταξύ δύο ορόφων ή να μην ανοίγει η πόρτα, όπως συχνά, μου λένε, ότι συμβαίνει…

Για τούτα και για κείνα, προτίμησα, λοιπόν, τις σκάλες. Κι έτσι άρχισε η …Κύρου ανάβασις…

Φθάνω στον τρίτο όροφο. Στην σωστή κλινική, δεν έχει σημασία πια. Στα αριστερά μου, στο διάδρομο, το γραφείο της Προϊσταμένης. Εξηγώ τα διατρέξαντα. Μάλλον φαντάστηκε πως άδικα με ανέβασαν στον τρίτο, γιατί τηλεφώνησε και ζήτησε λεπτομέρειες από το ισόγειο… Όταν κατέβασε το ακουστικό, μου είπε με ένα μάλλον συγκαταβατικό ύφος:

-Εμείς δεν έχουμε γράψει κανένα απολύτως φάρμακο σήμερα. Άλλωστε ο ασθενής μετά την επέμβαση ανέβηκε στον 6ο όροφο. Ίσως εκεί, δεν ξέρω.  Εκεί να πάτε!

Ε, ήμουν ήδη στον τρίτο όροφο, άντε, λέω, ας ανεβώ μέχρι τον 6ο. Εκεί η άλλη Προϊσταμένη του «άλλου» νοσοκομείου, που το …ανακαλύπτεις μόνον εάν καταβάλεις από την τσέπη σου τη διαφορά, και του άλλου «ύφους»,  με θυμότανε.

-Μα, λέει, το Σάββατο φύγατε, δεν γράψαμε κανένα φάρμακο Κυριακή ή Δευτέρα, Πως είναι δυνατόν; Πηγαίνετε στο Ισόγειο να τους πείτε ότι δεν γράψαμε τίποτα… Ξέρετε θα τους μιλούσα εγώ, αλλά παίρνω τηλέφωνο και μιλάει

Ε, στον 6 είχα φθάσει, σκέφτομαι, εδώ έτσι κι αλλιώς δεν θα μείνω, ας κατεβώ, λοιπόν, στο ισόγειο! Κατεβαίνω, πάντα από τις σκάλες… Ξανά πίσω στον ίδιο αρμόδιο, που θα μπορούσε, υποθέτω να βρει δουλειά και ως τενόρος!

-Τι έγινε; Μου λέει.

-Και στον τρίτο και στον έκτο μου είπαν να σας πω ότι δεν έχουν γράψει κανένα φάρμακο σήμερα…

Ελάτε από μέσα, μου κάνει και …σκιάχτηκα! Ωχ, σκέφθηκα. Λες να πέσει και ξύλο; Ευτυχώς οι δικές του σκέψεις ήταν περισσότερο αθώες από τις δικές μου. Με έβαλε μπροστά στην οθόνη. Κοιτάξτε, μου λέει, τι λέει εδώ;

Έλεγε ότι υπάρχει χρέωση μεγαλύτερη από την ημερομηνία εξόδου ή κάτι ανάλογο.

-Πηγαίντε πάλι πίσω στον τρίτο και να τους πείτε να διορθώσουν το λάθος. Είναι διοικητικό.

-Και γιατί δεν το διορθώνεται μεταξύ σας, αφού εσάς αφορά; Πάλι θα ανεβώ τρεις και έξι ορόφους;

Δεν είναι δουλειά μου να διορθώνω τα λάθη τους… Πηγαίντε στην Γραμματεία…

Συνήθως, ομολογώ, δεν έχω τόση υπομονή με ανθρώπους που μου κάνουν τη ζωή δύσκολη χωρίς να φταίω… Κοίταξα το ρολόι μου, είχε περάσει ήδη περισσότερη από μισή ώρα με το πάνω-κάτω. Πήρα το χαρτί και άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά. Μπήκα στην Προϊσταμένη του τμήματος του τρίτου ορόφου. Τι έγινε; με ρώτησε.

-Αυτό που θα γίνει είναι ότι εάν συνεχίσουμε το ανέβα-κατέβα θα νοσηλεύσετε εμένα, τις λέω, δίχως να το ΄χω προετοιμάσει!

Μια νοσοκόμα, καλή της ώρα, χαμογέλασε: Τι γλυκός άνθρωπος, είπε…  Με χιούμορ…

Μου έδειξαν το γραφείο της Γραμματείας. Ήταν άδειο! Απέναντι ακριβώς ήταν το «Γραφείο των γιατρών». Χτύπησα και μπήκα.  Γνώριμα πρόσωπα, αφού τα είχα ξαναδεί. Ρώτησα αν ξέρουν που είναι η γραμματέας. Μου είπαν πως είχε πεταχτεί σε μια δουλειά και σε λίγο θα είναι πίσω στη θέση της. Ρώτησαν, όμως, να ναι καλά, και τι την ήθελα. Εξήγησα.

Ένας από τους γιατρούς με την προτροπή και του προϊστάμενου διευθυντή της Κλινικής, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει. Πήρε στο τηλέφωνο το Ισόγειο, υποθέτω. Προσπάθησε να συνεννοηθεί.  Μάταιος κόπος. Απηύδησε ο άνθρωπος: Περιμένετε τη γραμματέα να σας λύσει το θέμα, μου είπε.

-Τι θα του κάνει η γραμματέας, μονολόγησε ο Διευθυντής…

Βγήκα από το γραφείο. Περπατώντας στο διάδρομο μέχρι να γυρίσει η γραμματέας, πέφτω πάνω στην προϊσταμένη του τμήματος του τρίτου ορόφου. Ρώτησε τι έγινε.  Ψάχνουμε, είπα, σκουπίζοντας τις χοντρές στάλες ιδρώτα που αυλάκωναν το μέτωπό μου. Σαν να φωτίστηκε το πρόσωπό της, μου λέει, ελάτε λίγο μέσα να δω κάτι…

Πηγαίνω. Παίρνει κάπου τηλέφωνο. Επειδή, ρωτάει, η εισαγωγή έγινε την Παρασκευή και παραγγέλνουμε προληπτικά φάρμακα και για το Σαββατοκύριακο, μήπως από αυτό είναι η χρέωση σήμερα; Πήρε αρνητική απάντηση. Εξάντλησε, έτσι, την διαμεσολάβησή της, μαζί και τις ελπίδες μου. Περίμενα.

Σε λίγο φάνηκε η γραμματέας, Της εξήγησα τα καθέκαστα. Τηλεφώνησε στο Φαρμακείο. Δεν είχε χρεώσει φάρμακο σήμερα Δευτέρα.  Συνέχισαν να το ψάχνουν. Και ξάφνου έσκασε μύτη η λύση του μυστηρίου!

-«Μου λένε από το αναισθησιολογικό πως έγινε το λάθος. Πήγαινε στον 6ο όροφο στην προϊσταμένη να σας το διορθώσει!

-Τα πήρα. Άγρια. Αλλά από «μέσα» μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να συγκρατηθώ.

-Κυρία μου, της λέω, στον 6ο πήγα και μου είπαν δεν είναι από αυτούς το λάθος… Να ξανανεβώ άλλους τρεις ορόφους άδικα;

-Τι να σας κάνω;  Πρέπει. Δεν μπορώ να το διορθώσω εγώ. Εάν μπορούσα θα το έκανα…

Ε, αφού πρέπει, είπα στον εαυτό μου, άντε πήγαινε… Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι πόσο ακόμη θα άντεχα το καψόνι… Και τα σκαλοπάτια… Και νέο δεν με λες

Ανέβηκα πάλι στον 6ο όροφο. Πάντα από τα σκαλοπάτια του Τζανείου. Εξήγησα τι μου είχαν πει από τον τρίτο. Η Προϊσταμένη πήρε το χαρτί, μπήκε σε ένα γραφείο και γύρισε πέντε-έξη λεπτά αργότερα με σχεδόν θριαμβευτικό ύφος!

-Κατεβείτε στο Ισόγειο να σας δώσουν το εξιτήριο!

Περιττό να σας πω τόση ώρα (είχε φθάσει 12:20) είχα σχεδόν ξεχάσει γιατί είχα πάει στο νοσοκομείο πρωϊ –πρωϊ Δευτεριάτικα!

Πήρα το διορθωμένο χαρτί, κατέβηκα στο Ισόγειο. Ο «αρμόδιος» έλειπε από το πόστο του. Απευθύνθηκα στον διπλανό, που είχε παρακολουθήσει τα διατρέξαντα.

-Δώστε μου το χαρτί, μου είπε.  Διαταγή, σαν εγώ να ήθελα να το κρατήσω για σουβενίρ. Του το δίνω. Πάλι πίσω η ίδια διαδικασία διασταύρωσης των στοιχείων. Επιτέλους! Το κομπιούτερ συμφώνησε πως μπορούσα να πάρω το πολυπόθητο εξιτήριο!

Δόξα σοι ο Θεός, σκέφθηκα. Τέλειωσαν τα βάσανά μου.

Αμ δε!

Η συχωρεμένη η μάνα μου –φαντάζομαι και πολλές άλλες μανάδες επίσης- έλεγε «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις»…  Εγώ δεν τον είπα. Τον σκέφθηκα. Το ίδιο κάνει!

-Πάρτε αυτά τα χαρτιά και πηγαίντε απέναντι στον διάδρομο, πρώτη πόρτα αριστερά να το ελέγξουν. Ξέρετε έχετε να πληρώσετε μια διαφορά από τον τρίτο στον 6ο…

Το ήξερα. Τι θα εύρισκα στον διάδρομο πρώτη πόρτα αριστερά δεν ήξερα! Ας είναι. Πήγα εκεί. Μία υπάλληλος ψυχρή αλλά ευγενική,  μου πήρε τα χαρτιά και άρχισε να πληκτρολογεί πληροφορίες στο ΡC. Εγώ, στο μεταξύ, με το πουκάμισο μουσκεμένο από τον ιδρώτα…

-Καθίστε, μου είπε, γιατί θα αργήσω λίγο…

Κάθισα. Σε λίγο μου επιστρέφει τα χαρτιά.

-Θα πάτε τώρα στο ταμείο να καταβάλετε τη διαφορά.

-Να πάω, λέω. Που είναι το ταμείο; Όχι, αν σκεφθήκατε ότι βρισκότανε στο ισόγειο δίπλα ή απέναντι από την «κίνηση ασθενών» και τα λοιπά γραφεία, πέσατε τραγικά έξω!

-Θα περάσετε στο απέναντι κτίριο, στον κεντρικό διάδρομο και θα κατεβείτε στο υπόγειο! Ρωτήστε που είναι ο κ. (τάδε), το Ταμείο.

Τότε ήταν που έκανα ένα ακόμη μοιραίο λάθος! Κουρασμένος, ιδρωμένος, αγανακτισμένος –γιατί μια καθαρά «διοικητική» υπόθεση να μην την επιλύουν εσωτερικά οι διοικητικοί υπάλληλοι, αλλά ο ασθενής ή ο συνοδός του ασθενή, σκεπτόμουνα– δεν ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις για το «απέναντι» και το «υπόγειο»!

Υπέθεσα θα είναι το νέο (διαμάντι)  κτήριο του νοσοκομείου. Πήγα εκεί. Μπήκα σε ένα ευρύχωρο χωλ.  Έψαχνα τον κεντρικό διάδρομο. Κάποιος μου είπε να κατεβώ στο υπόγειο. Κατέβηκα. Γύρεψα το Ταμείο. Δεν το είδα, μόνο διαδρόμους – λαβύρινθους. Κατέβηκα και στο δεύτερο υπόγειο. Αρχείο, είδα, ταμείο πουθενά. Βλέπω μία υπάλληλο που επέστρεφε με τον καφέ της στο χέρι. Της εξηγώ τι ψάχνω.

Θα ανεβείτε στο ισόγειο, μου λέει και θα περάσετε στο απέναντι κτήριο, μετά το δρόμο (είναι τα εξωτερικά ιατρεία). Πηγαίνω. Ρωτάω που είναι το Ταμείο. Μου δείχνουν τον γκισέ. Άντε, σκέφτομαι, τελειώνω…

-‘Όχι, αυτό δεν θα το πληρώστε εδώ, μου λέει η ταμίας (;) Πρέπει να πάτε στο νέο κτίριο, απέναντι στον διάδρομο ευθεία…

Βγαίνω έξαλλος (πάντα, όμως, μόνον μέσα μου). Ξαναμπαίνω στο Ισόγειο του παλιού νοσοκομείου (από το 1865). Στο διάδρομο συναντώ και τον «αρμόδιο»:

-Τι έκανες; Μου λέει. Ψάχνω, του λέω, το Ταμείο!

-Όχι, μου λέει, πρέπει πρώτα να περάσεις από εμένα!

-Άσε, του λέω, με εξυπηρέτησε ο συνάδελφός σου… Α, εντάξει τότε, λέει. Και μου δείχνει το δρόμο προς τη σωτηρία! Θα πας ευθεία, θα περάσεις στο νέο κτίριο και μόλις μπεις μέσα θα κατεβείς δεξιά στο πρώτο υπόγειο. Θα στρίψεις αριστερά στο διάδρομο και θα ρωτήσεις που είναι το Παιδιατρικό, εκεί είναι το Ταμείο και ο κ. (τάδε).

Σας κούρασα, ε; Εγώ να δείτε!

Ξανά μανά στο διάδρομο, βρίσκω τις σκάλες, κατεβαίνω στο υπόγειο πάντα από τις σκάλες του Τζανείου, βλέπω έναν άλλον διάδρομο όμοιο με τους πολλούς, τον ακολουθώ στην τύχη (πινακίδες πουθενά!)  και βγαίνω στο ισόγειο του νέου κτιρίου, από την άλλη πλευρά του νοσοκομείου! Προς τη θάλασσα…

Πλησιάζω τον κεντρικό γκισέ να ρωτήσω που είναι όλα αυτά που μόλις έγραψα, αλλά το γκισέ ήταν κλειστό! Με την άκρη του ματιού μου βλέπω απέναντι μια πινακίδα που έγραφε «επείγον παιδικά» ή κάτι ανάλογο δεν θυμάμαι. Μία κυρία καθότανε πίσω από έναν πάγκο. Τη ρωτάω: Πού είναι ο κ. (τάδε). Σηκώνει το χέρι και μου δείχνει απέναντί της, δυο μέτρα πιο κει, έναν κύριο που καθότανε κάτω από μία μεγαλόπρεπη ταμπέλα: Γραμματεία!!!

Κι εγώ γύρευα «ταμείο»!!!

Πλήρωσα και βγήκα από το νοσοκομείο, όχι από κει που είχα μπει, αλλά από την είσοδο της άλλης πλευράς προς τη θάλασσα.  Και γιατί δεν ήθελα να ξαναπεράσω τις σκάλες του Τζανείου, αλλά και γιατί ο θαλασσινός αέρας, εκείνη την ώρα, ήτανε φάρμακο

Τι ώρα; Κοντά 1 μ.μ.!  Από τις 11 το πρωί! Για ένα εξιτήριο!

Την επόμενη φορά που θα το χρειαστώ το νοσοκομείο, θα έχω συγκρατήσει μόνον τα πολλά θετικά. Τα άλλα τα πέταξα, φεύγοντας, στη θάλασσα… Όσο να πεις, μου έδωσαν “υλικό” για μία στήλη. Κι αυτό λίγο δεν το λες…