Έλληνες επιστήμονες ξεκινούν στην Ελβετία κλινικές δοκιμές για την πρώιμη διάγνωση της άνοιας

Αθήνα.- Δύο Έλληνες ερευνητές «ταράζουν» τα νερά της νευροεπιστήμης υπογράφοντας πρωτόκολλο πιλοτικής συνεργασίας κλινικών δοκιμών για την έγκαιρη διάγνωση, αλλά και την πρόγνωση της εξέλιξης της άνοιας. Ο Ιωάννης Ταρνανάς, ερευνητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ελβετίας (ΕΤΗ) στη Ζυρίχη και ο Καθηγητής Παναγιώτης Βλάμος, Πρόεδρος του Τμήματος Πληροφορικής και δ/ντής στο Εργαστήριο Βιοπληροφορικής και Ανθρώπινης Ηλεκτροφυσιολογίας (Bihelab) του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώνουν την επιστημονική γνώση και την εργαστηριακή τους εμπειρία για να αποδείξουν κλινικά τη λειτουργία ενός καινοτόμου ηλεκτρονικού «εργαλείου» έγκαιρης διάγνωσης νευροεκφυλιστικών αλλοιώσεων, που ονομάζεται ALTOIDA AR.

 

Μέχρι τώρα, η αποτελεσματική λειτουργία του ALTOIDA AR (http://www.altoida.com/), που ανέπτυξε η ομάδα του Ιωάννη Ταρνανά, στηριζόταν μόνο σε κινητικούς δείκτες που ορίζονταν μέσα από ρεαλιστικά τρισδιάστατα περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας. Με την υπογραφή του πρωτοκόλλου συνεργασίας με το Bihelab (http://bihelab.di.ionio.gr/), η συσκευή ενισχύεται με τη χρήση νέων κριτηρίων ηλεκτροφυσιολογίας για τον εντοπισμό νευρολογικών διαταραχών που ανέπτυξε η ομάδα του Καθηγητή Παναγιώτη Βλάμου στο Εργαστήριο Βιοπληροφορικής και Ανθρώπινης Ηλεκτροφυσιολογίας (Bihelab) του Ιονίου Πανεπιστημίου. «Ο ρόλος του Εργαστηρίου Βιοπληροφορικής και Ανθρώπινης Ηλεκτροφυσιολογίας (Bihelab) είναι πολύ σημαντικός γιατί θα αξιολογήσει συνολικά τα εξατομικευμένα κλινικά δεδομένα των συμμετεχόντων. Μάλιστα, κατά την αξιολόγηση, θα χρησιμοποιηθούν υπομοριακές μετρήσεις βιοενέργειας μιτοχονδρίων που μόνο το Εργαστήριο έχει αναπτύξει και μπορεί να εφαρμόσει. Ο στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ένα τεστ “διαβάθμισης της επικινδυνότητας” εμφάνισης της άνοιας», εξηγεί ο Καθηγητής Παν. Βλάμος, ο οποίος, μαζί με την ερευνητική του ομάδα, έχει προχωρήσει σε αντίστοιχη συνεργασία με εφαρμογές Big Data Analytics, με το Εργαστήριο CARGO του Πανεπιστημίου Wilfrid Laurier του Καναδά, δημιουργώντας βάσιμες ελπίδες για μία νέα ταξινόμηση των ασθενών σύμφωνα με την αναμενόμενη εξέλιξη της νόσου.

13874926_10154415161277342_1289750576_n

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή η πρωτοβουλία, την οποία θα συντονίζει ο Ιωάννης Ταρνανάς, που είναι ένας από τους διευθυντές του τμήματος διαχείρισης καινοτομίας και τεχνολογίας του ΕΤΗ, προβλέπει τη συμμετοχή 8 εταίρων, κορυφαίας επιστημονικής εξειδίκευσης, από την Ελβετία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Αμερική (των Virtual Reality Medical Center, Scripps Memorial Hospital (VRMC), UNIZURICH, IRCCS Centro San Giovanni di Dio Fatenebenfratelli, IRCCS SDN, GAADRD, UNIROME Clinical Units συμπεριλαμβανομένων του Bihelab και της Ελληνικής Εταιρείας Νόσου Αλτσχάιμερ και συναφών Διαταραχών με επικεφαλής την Δρ. Μάγδα Τσολάκη) και παραπέμπει στη δημιουργία μιας καινοτόμας, αυτόνομης, διαγνωστικής «έξυπνης» συσκευής έγκαιρης διάγνωσης της άνοιας, η οποία θα είναι έτοιμη προς διάθεση στο κοινό μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Ο κόσμος θα μπορεί να την προμηθεύεται και να διαγιγνώσκει μόνος του στο χώρο, στο χρόνο και με το ρυθμό εκείνος επιλέγει το αν ανήκει ή όχι στα άτομα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση νευροεκφυλιστικών νόσων.

«Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνεπάγεται φθορά της λειτουργίας του μυαλού με αποτέλεσμα μετά τα 75 έτη οι άνθρωποι να εμφανίζουν νευροεκφυλιστικές αλλοιώσεις, άνοια τύπου Αλτσχάιμερ. Δυστυχώς το 75% αυτών των περιπτώσεων διαγιγνώσκονται σε τελευταία στάδια. Αντικείμενο της χρόνιας έρευνάς μας είναι η αντιμετώπιση της άνοιας με τη βοήθεια των δυνατοτήτων που μας δίνει η τεχνολογία και ιδιαίτερα της τρισδιάστατης εικονικής πραγματικότητας και της φυσικής αλληλεπίδρασης με τον χρήστη. Αν σας έλεγε κάποιος πως έχουμε διαπιστώσει πως κατά 94% είναι δυνατή η πρόγνωση της άνοιας τουλάχιστον 6 χρόνια πριν εμφανιστεί και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μεταβάλλουμε τους παράγοντες κινδύνου, πως θα αντιδρούσατε;» συμπληρώνει από τη Ζυρίχη ο Ιωάννης Ταρνανάς και προσθέτει πως η συγκεκριμένη συνεργασία αποτελεί συνέχεια του πρότζεκτ που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος FP7 IMI “PharmaCog” (2010-2015), το οποίο έχει ήδη μπει σε κλινικές δοκιμές.

πηγή: Δελτίο Τύπου-

 Science Communication