θλίψη στην ομογένεια Αυστραλίας για το θάνατο του Αλφρέδου Κουρή

Αναδημοσίευση από Νέος Κόσμος
Μελβούρνη.–  Άλλη μια ιστορική φυσιογνωμία του Ελληνισμού της Αυστραλίας μας «αποχαιρέτισε» για πάντα. Ο Αλφρέδος Κουρής, ένας άνθρωπος που σημάδεψε την παροικιακή μας ζωή -και όχι μόνο- έφυγε σε ηλικία 89 ετών. Ο θάνατός του προκάλεσε θλίψη στις χιλιάδες γνωστούς του. Ο Αλφρέδος Κουρής υπήρξε πρωταγωνιστής στα κοινοτικά μας, στην ελληνομάθεια, στον παροικιακό Τύπο, στην πολιτική, αλλά και στις επιχειρήσεις. Εκτός των άλλων, υπήρξε και ο άνθρωπος που, με μια εντυπωσιακή εκστρατεία, πέτυχε να επεκταθεί το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων της Μελβούρνης.
Ο Αλφρέδος και η Μήτση Κουρή στο κέντρο της Μελβούρνης 40 χρόνια πριν

Ο Αλφρέδος και η Μήτση Κουρή στο κέντρο της Μελβούρνης 40 χρόνια πριν.

Ο «Νέος Κόσμος» δημοσιεύει σήμερα την τελευταία του συνέντευξη την οποία παραχώρησε στα «Κοινοτικά Νέα» της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και τον Σταύρο Μεσσήνη, τον Οκτώβριο του 2013.

Επιτυχημένος επιχειρηματίας, συγγραφέας, δημοσιογράφος, εκδότης, πολιτευτής, παλαίμαχος κοινοτικός, πολυβραβευμένος, ακόμα και με το Μετάλλιο του Τάγματος της Αυστραλίας. Με πλούσια παροικιακή και επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο των ενδυμάτων και της μόδας, καθώς και στο χώρο των εκδόσεων μέσω του περιοδικού «Ομογένεια» και της εφημερίδας του «Νέος Πυρσός», την ηλεκτρονική έκδοση της οποίας επιμελείτo μέχρι πρόσφατα, γράφοντας με το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος για την Ελλάδα, τον κόσμο και, φυσικά, για την παροικία μας.

Δυναμικός, με άποψη, που δεν διστάζει να διαφωνήσει ή και να συλληφθεί ακόμα για αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό. Πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας και μέλος της για πάνω από 55 χρόνια περίπου.

Ο λόγος, φυσικά, για τον Αλφρέδο Κουρή. Έναν από τους πολλούς παροικιακούς παράγοντες που επικροτούν δημόσια τη δημιουργία του Πολιτιστικού Κέντρου. «Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του ελληνισμού της διασποράς» θα επαναλάβει, για μια ακόμα φορά.

Και είναι λόγια και απόψεις ενός παράγοντα, η παρουσία του οποίου στην Κοινότητα δεν πέρασε απαρατήρητη, καθώς το γεγονός ότι υποστήριζε με δυναμισμό τις απόψεις του, οδήγησαν ακόμα και στη διαγραφή του από μέλος.

Ιστορία έγραψε επίσης και στην Κοινότητα Mentone, της οποίας ήταν πρόεδρος 20 χρόνια, καθώς και σε άλλους οργανισμούς, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου Φιλελευθέρων (GALA), του ελληνικού παραρτήματος του κόμματος των Λίμπεραλ, υποψήφιος του οποίου ήταν στην έδρα Brunswick, σε πολιτειακές εκλογές. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του είναι ότι δεν δίστασε να παραιτηθεί από το GALA και από το Φιλελεύθερο Κόμμα για το κλείσιμο του ραδιοσταθμού 3ΖΖΖ.

Γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης, στις 10 Ιουλίου 1927, στην ιστορική συνοικία Χαλέπα, όπου ζούσαν «πολλοί σπουδαίοι Κρητικοί» και ήταν και η Εθνική Τράπεζα, στην οποία εργαζόταν ο πατέρας του ως λογιστής.

«Για το λόγο αυτό είχαν νοικιάσει εκεί ένα ωραίο σπίτι!» μας λέει. «Ακόμα και τώρα το θυμάμαι, γιατί ήταν διώροφο και γερό σπίτι. Όταν έγινε ο μεγάλος φοβερός σεισμός, η μητέρα μου άρπαξε την αδελφή μου την Θάλεια, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και τον αδελφό μου τον Γιώργο, ο οποίος ήταν πέντε χρόνια μικρότερος και κατεβήκαμε τρεχάλα στο υπόγειο του σπιτιού και σωθήκαμε. Φυσικά, τρομάξαμε πολύ από το ταρακούνημα του Εγκέλαδου!»

Η οικογένεια, όμως, χρειάστηκε να μετακινηθεί μετά από πέντε χρόνια, πρώτα στην Πελοπόννησο και κατόπιν στην Αθήνα, λόγω μετάθεσης του πατέρας του σε άλλα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας.

«Το σπίτι μας στην Αθήνα ήταν κοντά στο Δημοτικό Σχολείο του «Βύρωνα». Στη συνέχεια, πήγαμε στον Άγιο Παντελεήμονα, στην οδό Παιωνίου, επειδή η αδελφή μας η Θάλεια ήθελε να γίνει ηθοποιός και σπούδαζε Θέατρο, ενώ εγώ γράφτηκα στο 5ο Γυμνάσιο. Όλα αυτά τα λέω διότι απλούστατα έχουν σχέση με τη ζωή μας και την μετέπειτα δράση μας και σταδιοδρομία».

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Η Κατοχή, η ανεργία και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός την εποχή αυτή, ανάγκασαν τον νεαρό Αλφρέδο να αναζητεί κάθε είδους εργασία, κάνοντας ακόμα και μεταφορές μ’ ένα μικρό καροτσάκι, για να βοηθήσει την οικογένεια.

«Θα μου πείτε, γιατί τα αναφέρω όλα αυτά και σας απαντώ, με απλά ειλικρινά λόγια, ότι τότε, όντας ένα παιδί της Κατοχής, ηλικίας 15 ετών, τάιζα εγώ όλη μου την οικογένεια, έχοντας ένα καροτσάκι και κάνοντας μεταφορές στο Σταθμό Λαρίσης και τα βράδια, καθώς ήμουν μέλος της ΕΠΟΝ, πήγαινα μαζί με τους συντρόφους μου και γράφαμε στους τοίχους συνθήματα εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών !» λέει.

«Το 1944, όταν ήμουν 17 ετών, ο πατέρας μου ζήτησε από τον ξάδερφό του Αντώνη Σκάση, που ήταν προσωπάρχης της Τράπεζας της Ελλάδος να με προσλάβει ως έκτακτο υπάλληλο στην τράπεζα. Έτσι μπόρεσα εγώ και πάλι να συντηρώ την οικογένειά μας αφού ο πατέρας ήταν άνεργος! Για να τελειώσω το γυμνάσιο, τα βράδια φοιτούσα στο «Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χριστιανικής Ένωσης». Όπως όλοι γνωρίζουμε, μόλις τελείωσε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισαν τα «Δεκεμβριανά» και οι φαγωμάρες μεταξύ των δεξιών και αριστερών. Αίσχος!»

Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν να διωχθούν μέλη της οικογένειάς του ως «αριστεροί» και ο ίδιος να χάσει τη δουλειά του στην τράπεζα.

«Όταν η αδελφή μου παντρεύτηκε τον Άγγλο ταγματάρχη, Kenneth L’Esty, αυθημερόν τους απέλασε και τους δύο η ελληνική κυβέρνηση. Τον πατέρα μας τον απέλυσε, επίσης, ως αριστερό, η εταιρεία «Σόκομπελ», στην οποία εργαζόταν ως λογιστής».

Η εμπειρία αυτή τον έκανε, όπως μας λέει, να «ορκιστεί να μη γίνει ποτέ πάλι δημόσιος υπάλληλος». Έτσι, στη συνέχεια εργάσθηκε για ένα διάστημα στο πολυκατάστημα «Μινιόν» και, αφού αρραβωνιάστηκε την Ευφημία Ιωαννίδη, άνοιξαν μαζί στην οδό Ζήνωνος, στο κέντρο της Αθήνας, ένα μικρό εργοστάσιο κατασκευής πουκαμίσων. «Μαζί μου πήρα και τον αδελφό μου τον Γιώργο και τον έμαθα να κόβει και τον πατέρα μου να κάνει τον πλασιέ και να τα πουλάει στα καταστήματα παντού σε όλη την Ελλάδα» θυμάται.

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η απόφασή του να έρθει στην Αυστραλία οφείλεται σε ένα περιστατικό για μια διαφορά που είχε με το ΤΕΒΕ και που τον έκανε «να αγανακτήσει» με το γραφειοκρατικό σύστημα της Ελλάδας και να «ορκιστεί να φύγει σε άλλη χώρα», αναζητώντας καλύτερη ζωή και συνθήκες.

«Όλα θα ήταν θαυμάσια και δεν θα μετανάστευα εγώ, η γυναίκα μου και ο γιος μας Παύλος στην Αυστραλία, αν μια Δευτέρα πρωί, όταν πήγαμε να ανοίξουμε το εργοστάσιο, δεν μας περίμενε ένας άγνωστος κύριος. Όταν τον ρώτησα τι θέλει, είπε ότι ήταν αστυνομικός και ότι πρέπει να πάω μαζί του στην Αστυνομία να πληρώσω 750 δραχμές για τη λειτουργία του εργοστασίου μας, που δεν έγραψα στο ΤΕΒΕ! Του είπα: «Κύριε, ακόμα δεν έχω συμπληρώσει ένα χρόνο, για να γραφτώ κανονικά!’ και μου απαντά: ‘Αυτό να το πεις στο διευθυντή μου που με έστειλε, γιατί συνεργάζεται με το ΤΕΒΕ!’ Όπως ήταν επόμενο, έγινα έξω φρενών. Πήγα, όμως, μαζί του αναγκαστικά στην Αστυνομία, όπου μου πήραν τα αποτυπώματα και με κράτησαν ώσπου ήρθε ο πατέρας μου και πλήρωσε τις 750 δραχμές!

»Βγαίνοντας έξω από την Αστυνομία, ορκίστηκα στον πατέρα μου, τον αδελφό μου και την αρραβωνιαστικιά μου την Ευφημία, δακρύζοντας, ότι έχω τόσο πολύ αγανακτήσει γι’ αυτά που έκαναν οι κρατικές υπηρεσίες της πατρίδας μας στους νέους, που ήθελαν να πάνε μπροστά, ώστε μόλις συμπληρώσω τη στρατιωτική μου θητεία και πάρω και το πτυχίο μου των Οικονομικών και Νομικών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα μετανάστευα!».

Η επιλογή της Αυστραλίας έγινε, λόγω του ότι βρίσκονταν ήδη εγκατεστημένος στη Μελβούρνη με την οικογένειά του ο θείος του Ορφέας Πωλιουδάκης και δήλωνε πολύ ευχαριστημένος.

«Θεωρούσα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προκόψουμε, όχι μόνο εμείς στην Αυστραλία, αλλά και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Έγραψα στο θείο μου και του ανέφερα ότι ‘όπως ξέρεις και εσύ θείε, η Γενέτειρά μας, δυστυχώς, με τα πολιτικά κόμματα που έχει και τους διάφορους ανίερους γραφειοκράτες λειτουργούς της και με τα διάφορα «λαμόγια» και τους πολιτικούς που διαρκώς «σκυλοτρώγονται» μεταξύ τους, να καταλήγουν να είναι οι χειρότεροι εχθροί της Ελλάδας’. Και τούτο γιατί αναγκάζουν τα παιδιά της να πηγαίνουν σε ξένες χώρες να προσφέρουν τις γνώσεις και τα ταλέντα τους και να βραβεύονται και να προκόβουν, όπως προκόψαμε και εμείς αμέσως!

ΑΦΙΞΗ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Έτσι, το Μάρτιο του 1956, το υπερωκεάνιο «Κερύνεια», ύστερα από ένα πολυήμερο ταξίδι, τους έφερε στη Μελβούρνη. Χωρίς καθυστέρηση έπεσαν στη δουλειά, βάζοντας τα θεμέλια για μια νέα ζωή.

«Μόλις ήρθαμε στη Μελβούρνη, μέσα σε έξι μήνες ανοίξαμε το «Greek Machinist School», στην οδό Elizabeth, στο Σίτι» λέει με μια δόση υπερηφάνειας.

«Η γυναίκα μου δίδαξε κάπου 10.000 κοπέλες πώς να χειρίζονται τις ηλεκτρικές ραπτομηχανές και να ράβουν πουκάμισα! Στη συνέχεια, το 1958 ανοίξαμε το εργοστάσιο πουκαμίσων «Primo Clothing», στη γωνία των οδών Elizabeth και La Trobe (δηλαδή, δύο χρόνια αφότου ήρθαμε στην Αυστραλία) και αμέσως μετά από ένα χρόνο, ανοίξαμε το πρώτο κατάστημα ανδρικών ρούχων με την επωνυμία «Alfredos Menswear», στην οδό Swanston, στο Σίτι, δίπλα στο μαγαζί του Γιαννόπουλου».

Οι επιχειρήσεις πήγαιναν καλά, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν κι άλλα καταστήματα.

«Μετά από ένα χρόνο ανοίξαμε το δεύτερο κατάστημα «Alfredos Menswear» στη γωνία των οδών Burke και Swanston, που διεύθυνε ο αδελφός μου ο Γιώργος προσωπικά, και εγώ το μεγάλο μας κατάστημα των ανδρικών ρούχων «Alfredos Menswear», που ανοίξαμε στη γωνία των οδών Burke και Queen, το 1964. Στο ίδιο κτίριο λειτούργησε το «Alfredos Ladies Βoutique», που διεύθυνε η κ. Ειρήνη Κατσή, με την κ. Μαίρη Καρύδη και την Ιταλίδα κ. Ρος Μαρί, που αγόραζε τα γυναικεία ρούχα μας! Τέλος, το 1966 ανοίξαμε, με τον αδελφό μου πάλι, την «Ladies Boutique» στη «Midcity Arcade» με τη φροντίδα της γυναίκας μου και δίπλα το «Alfredos Menswear» με τη φροντίδα του καλού φίλου μας και για ένα διάστημα υπαλλήλου μας Σταύρου Κυρίτση».

Μιλά με καμάρι για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, για την απόφασή του να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. «Να, λοιπόν, πώς και γιατί ήλθαμε εδώ ως μετανάστες, και μέσα σε λίγα χρόνια, όχι μόνο προκόψαμε εμείς, αλλά και τα παιδιά μας και εγγόνια μας! Και να γιατί με λύπη βλέπουμε τόσους συμπατριώτες μας νέους και νέες με προσόντα και διπλώματα να έρχονται στην Αυστραλία τώρα προς εύρεση εργασίας. Γιατί και πάλι οι κρατικές υπηρεσίες της πατρίδας μας και τα πολιτικά της κόμματα σκυλοτρώγονται μεταξύ τους και δεν μπορούν να βγάλουν την πατρίδα μας από την κρίση!»

Όταν το 1975 ήρθε στη Μελβούρνη ένας δημοσιογράφος ως αντιπρόσωπος της τότε Νέας Δημοκρατίας, επεδίωξε μια συνάντηση μαζί του, στο γραφείο του στην οδό Swanston, όπου, μεταξύ άλλων, του πρότεινε να γίνει μέλος της Νέας Δημοκρατίας και πρόεδρος του παραρτήματος που θα έκαναν εδώ!

«Εγώ όχι μόνο αρνήθηκα το προεδριλίκι, αλλά του είπα ξεκάθαρα, ότι «δεν πρέπει στην Αυστραλία κανένα ελληνικό κόμμα να έλθει να κάνει παράρτημα! Ξεχάστε το!».

«ΘΑΥΜΑΣΙΑ!»

Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια εγκατάστασής του στην Αυστραλία; «Θαυμάσια!» λέει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ο θείος μας Ορφέας Πωλιουδάκης μας έκανε την πρόσκληση και με τη θεία μου, μας φιλοξένησαν στο ιδιόκτητο σπίτι τους στη Μουρουμπίνα – μια ωραία περιοχή της Μελβούρνης και καθίσαμε κοντά τους από τον Μάρτιο του 1956 που ήλθαμε στην Μελβούρνη, μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του 1956. Τότε αγοράσαμε το πρώτο ιδιόκτητο σπίτι της ζωής μας με δόσεις στο Glenroy, από διαφήμιση που είδαμε στην εφημερίδα «The Age».

Η δελεαστική αγγελία του μεσιτικού γραφείου με την επωνυμία «Levis», έλεγε ότι πουλούν νεόκτιστα σπίτια με τρία υπνοδωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα, πλυσταριό, τουαλέτα, με κήπο μπροστά και μεγάλο οικόπεδο πίσω, προς 3.000 λίρες και μόνο με 300 λίρες προκαταβολή και τις υπόλοιπες 2.700 λίρες πληρωτέες με μηνιαίες δόσεις 9 λίρες τον μήνα συν τόκο. Δηλαδή, μια εξαιρετική ευκαιρία να αποκτήσουμε σπίτι δικό μας στους πρώτους έξι μήνες που ήρθαμε ως μετανάστες στη Μελβούρνη και το θεωρήσαμε κελεπούρι και το αγοράσαμε!».

Θυμάται ότι στις 15 Νοεμβρίου του 1956, αγόρασαν με τον ίδιο τρόπο και το πρώτο αυτοκίνητο της ζωής τους, ένα μεταχειρισμένο Μorris Μinor, για 600 λίρες, δίνοντας 300 λίρες προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε 24 μηνιαίες δόσεις.

«Αυτό το κάναμε πάλι, γιατί είδαμε από την πρώτη εβδομάδα που ήρθαμε στη Μελβούρνη, ότι το αυτοκίνητο ήτανε αναγκαίο και απαραίτητο, γιατί οι αποστάσεις ήτανε μεγάλες για όσους μετανάστες θέλανε να γνωρίσουν πολύ κόσμο, και να δουλέψουν σκληρά όπως εμείς, ώστε να προκόψουν εδώ! Εγώ δεν ντρέπομαι να σας πω, ότι δούλευα κόφτης στο εργοστάσιο «Pelaco» στο Richmond, Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Τον πρώτο χρόνο που ήρθαμε στην Αυστραλία, τα Σαββατοκύριακα δούλευα από τις 8 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα σε ένα άλλο εργοστάσιο και έτσι μπορέσαμε να αγοράσουμε το αυτοκίνητο και το σπίτι μας με δόσεις! Κάτι παρόμοιο δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε στην Ελλάδα, για πάρα πολλούς ευνόητους λόγους!»

ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Προσπαθεί να συγκρίνει τη μαζική μετανάστευση και τα προβλήματα της δεκαετίας του ’50 με την προσπάθεια που κάνουν πολλοί συμπατριώτες μας τώρα για να εγκατασταθούν στην Αυστραλία λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.

«Τώρα τα πράγματα είναι πολύ πιο οργανωμένα» σημειώνει. «Τότε που ήρθα εγώ με τη γυναίκα μου και το γιο μου, η Κοινότητα δεν ήταν οργανωμένη όπως είναι τώρα… οργανωμένη και πρόθυμη να βοηθήσει όπου μπορεί τα αδέλφια μας που έρχονται εδώ. Και τούτο το προσφέρει συνεργαζόμενη με της αυστραλιανές κυβερνήσεις και αρμόδιες αρχές, αλλά και με παροικιακούς οργανισμούς όπως π.χ. το HACCI, την AHEPA, την «Πρόνοια», τη «Φροντίδα» κ.ά.».

Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Μιλά με τα καλύτερα λόγια για την Κοινότητα και τις δραστηριότητές της σήμερα τόσο σε εμάς όσο και με άρθρα και επιστολές του σε διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δηλώνοντας εντυπωσιασμένος από τη σημερινή πορεία της ιστορικής μας Κοινότητας.

«Ο νέος πρόεδρος της Κοινότητάς μας, ο κ. Βασίλης Παπαστεργιάδης -που είναι και δικηγόρος- μαζί με το προσωπικό της Κοινότητας, είναι ολοφάνερο ότι συνεργάζεται απόλυτα καλά, και ότι με σύμπνοια, που μας είναι απαραίτητη τώρα παρά ποτέ, πέτυχε να κάνει η Κοινότητά μας αυτό το δύσκολο, αλλά σπουδαίο κτίριο των 15 ορόφων στο κέντρο της Μελβούρνης, στο οποίο θα στεγασθεί το Πολιτιστικό Κέντρο της ελληνικής παροικίας, που θα είναι ασφαλώς και το μοναδικό των Ελλήνων της Αυστραλίας!».

Έντονη και επίμαχη ήταν η παρουσία του και στην Κοινότητά μας, της οποίας είναι μέλος από το 1958. Πάντα δραστήριος και με μεγάλο ενδιαφέρον για τα κοινά και την πορεία της παροικίας μας, έπαιζε κύριο ρόλο σε διάφορες αποφάσεις και κινήσεις καθοριστικές για το μέλλον του οργανισμού. Η στάση του αυτή οδήγησε μάλιστα και στη διαγραφή του από μέλος.

«Μέλος της Κοινότητας έγινα με την προτροπή και συμβουλή του τότε οικογενειακού μας φίλου Μανόλη Αντωνακάκη, που ήταν και αυτός ηγετικό μέλος της Κοινότητας και υπέγραψε τη σχετική αίτηση εγγραφής μου και την έδωσε στον αείμνηστο πρόεδρο της Κοινότητας, Βασίλη Λογοθέτη, ο οποίος χάρηκε όπως μου είπε για την απόφασή μου!»

Κάνει μια παρένθεση για να υπενθυμίσει ότι ο «Ευαγγελισμός», που «χτίσθηκε το 1897, με τον οβολό των πρώτων Ελλήνων μεταναστών, έγινε σε μια εποχή που στη Μελβούρνη ήταν μερικές εκατοντάδες Έλληνες μετανάστες. Έτσι από τους μετανάστες που ήρθαν εδώ στην Αυστραλία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αγοράστηκε και ένα θαυμάσιο και αξιοζήλευτο, πελώριο οικόπεδο, το Illoura, στην οδό Saint Kilda».

Σημειώνει ότι αμέσως μετά οι Έλληνες της Μελβούρνης «ονειρευόντουσαν» εκεί στο Illoura κάποτε να οικοδομήσουν ένα «τεράστιο Ελληνικό Κοινοτικό Μέγαρο και Πολιτιστικό Κέντρο» των Ελλήνων της Μελβούρνης!

«Να λοιπόν, που η ιδέα για το Πολιτιστικό Κέντρο υπήρχε από τότε, αλλά οι Κοινοτικοί πατέρες μας, της δεκαετίας του ’50, διαφώνησαν μεταξύ τους αν θα έπρεπε να κρατήσουν και να οικοδομήσουν αυτό το Ελληνικό Μέγαρο εκεί, όταν θα είχαν τα χρήματα και είχαν γίνει τρία κόμματα! Του Βασίλη Λογοθέτη, του Θησέα Μαρμαρά και Νικάκη και του Τζίμη Ελεφάντη, που τον υποστήριζε για ένα διάστημα και ο «Σύλλογος Δημόκριτος» των αριστερών και ουδέτερος ήμουν εγώ, ο Γ. Καραθανασόπουλος, ο Ιατρός Παρουλάκης και άλλοι νέοι!».

Ένα χρόνο αργότερα, το 1959, και με την παρότρυνση πάλι του Μανώλη Αντωνακάκη, έγινε μέλος του Κρητικού Συλλόγου Μελβούρνης. Όπως μας εξηγεί, εκεί τον πλησίασαν μερικοί Αθηναίοι και του πρότειναν να βοηθήσει στη δημιουργία του «Αθηναϊκού Συλλόγου», κάτι το οποίο και έπραξε.

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο εκκλησιαστικό, το οποίο απασχόλησε έντονα τον ιστορικό κοινοτικό οργανισμό κατά τα πρώτα χρόνια του στην Κοινότητα.

«Από το 1960 και μετά, άρχισαν τα δύσκολα για την Κοινότητα» θυμάται. «Οι κοινοτικοί καυγάδες με τους ιερείς και η άφιξη του προξένου Δημήτρη Σκουρολιάκου στη Μελβούρνη και του πρεσβευτή μας Φαίδωνα Καβαλιεράτου στην Καμπέρα και του αρχιεπισκόπου μας Ιεζεκιήλ, το 1959, που μας τόνισε μόλις αφίχθηκε στη Μελβούρνη, ότι «τα προνομιά του τα κατέχει από το Φανάρι και δεν μπορεί κανένας να μπει στα χωράφια του».

Ιδιαίτερα επικριτικός για τους παράγοντες που συνέβαλαν στις αρνητικές αυτές εξελίξεις, λέει: «Έτσι άρχισαν οι διαμάχες με τον Τζίμη Ελεφάντη το 1960, που ως πρόεδρός μας της Κοινότητας ήθελε να αποσκιρτήσει από την Αρχιεπισκοπή. Αλλά ο πρόξενός μας τότε Δημήτρης Σκουρολιάκος και ο πρέσβης μας Φαίδωνας Καβαλιεράτος ήρθαν στη Μελβούρνη και με φώναξαν και μου είπαν ότι, η τότε Ελληνική Κυβέρνηση του Κέντρου, αλλά και η προηγούμενη της δεξιάς, για κανένα λόγο δεν θέλουν να αποσκιρτήσει η Κοινότητα από την Αρχιεπισκοπή και πρέπει να τους σταματήσω με κάθε τρόπο».

ΔΙΑΦΩΝΙΑ

Αυτό είχε ως αφορμή να δημιουργήσει τον Πανελλήνιο Παροικιακό Συναγερμό (ΠΕΣ) που αντιτάχθηκε στην αποσκίρτηση της Κοινότητας.

«Τότε έκανα τον ΠΕΣ και μάζεψα περίπου 500 μετανάστες κάτω από το κτίριο της Κοινότητας, οι οποίοι φώναζαν ‘Όχι Αποσκίρτηση» δηλώνει.

«Εγώ μπήκα ως μέλος της Κοινότητας μέσα και φώναξα ‘Όχι, όχι’, με αποτέλεσμα να με βγάλει ο Ελεφάντης έξω από την αίθουσα με το ζόρι και η Γενική Συνέλευση με διέγραψε από μέλος μαζί με 25 άλλα αξιόλογα μέλη του ΠΕΣ. Αλλά μετά από 5 χρόνια, ήρθε και με βρήκε στο γραφείο μου ο Ελεφάντης με τον γραμματέα της Κοινότητας Ανδρέα Σκρινή, και μου ζήτησαν συγνώμη που με διέγραψαν και μας ξαναέκαναν μέλη εμένα και όλους τους άλλους».

Στέκεται στα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η Κοινότητα, ιδιαίτερα με το Εκκλησιαστικό και επιχειρεί μια σύγκριση με το σήμερα, για να υπογραμμίσει τη «βελτίωση και πρόοδο» που παρατηρείται σε όλους τους τομείς όπου δραστηριοποιείται η Κοινότητά μας.

«Γεγονός είναι ότι τότε, οι σχέσεις της Κοινότητας με την Αρχιεπισκοπή και τους Αρχιεπισκόπους, στην αρχή τον Ιεζεκιήλ και μετά το 1975 όταν στη θέση του ήρθε ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ήταν δύσκολες» σημειώνει.

Δηλώνει εντυπωσιασμένος από τις αλλαγές που έχουν επιτευχθεί στην Κοινότητα τα τελευταία λίγα χρόνια και ιδιαίτερα στις σχέσεις της με την Αρχιεπισκοπή και τις αυστραλιανές κυβερνήσεις. Μιλώντας και από πολύχρονη προσωπική εμπειρία στα κοινά, αναφέρεται στις θυσίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των εκάστοτε υποχρεώσεων.

«Εδώ που τα λέμε, και με ανοιχτά χαρτιά, το να γίνει κανείς πρόεδρος σε μια κοινότητα ελληνική, όπως τη δική μας και να είναι και δικηγόρος ή γιατρός ή ταξιδιωτικός πράκτορας ή βιοπαλαιστής, είναι τρομερά δύσκολη θυσία και σας το λέω εγώ που το έχω περάσει» δηλώνει.

«Εγώ ήμουν 20 χρόνια πρόεδρος της Κοινότητας Mentone, όπου παρέλαβα ένα οικοπεδάκι με μια παραγκούλα στην κατηφόρα του και εκεί με χίλια βάσανα, χιλιάδες ώρες και αρκετές εισφορές μας οικογενειακές και εισφορές μελών μας και φίλων μας, κτίσαμε την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. Μετά από 20 χρόνια για να μην χρεοκοπήσω, γιατί πιο πολύ με βλέπανε στην Εκκλησία και την Κοινότητα παρά στα έξη μαγαζιά μας και γι’ αυτό τελικά για να γλιτώσω, παρακάλεσα άλλον να αναλάβει πρόεδρος!».

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Με αφορμή τη διαπίστωση αυτή, θέλει να απευθύνει ως φόρο τιμής, τις ευχαριστίες του σε όλους όσους προσέφεραν στην Κοινότητά μας.

«Γι’ αυτό, ας πούμε λοιπόν έστω και αργά, ένα μεγάλο ευχαριστώ και μπράβο στους αποβιώσαντες προέδρους, συμπατριώτες μας της Ελληνικής Κοινότητας: Τον Θησέα Μαρμαρά, τον Βασίλη Λογοθέτη, τον Τζίμη Ελεφάντη, τον Χρήστο Μουρίκη, τον Σάββα Παπασσάβα και τους επιζώντες: τον γιατρό Δημήτρη Κτενά, τον Γιώργο Φουντά κι ας ευχηθούμε στο νέο άξιο πρόεδρό μας, να ζήσει πολλά–πολλά χρόνια για να χτίσει και το Bulleen!»

Επικροτεί το γεγονός ότι το σημερινό Δ.Σ. της Κοινότητας δεν είναι κομματικοποιημένο.

«Η γνώμη μου είναι, ότι κάνει πολύ καλά ο πρόεδρος της Κοινότητας και το Διοικητικό Συμβούλιο, που δεν κομματίζονται και δεν θέλουν να είναι η Κοινότητα δεξιά ή αριστερή» υπογραμμίζει.

«Εγώ βλέπω με μεγάλη χαρά, τον πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. της Κοινότητάς μας να συνεργάζονται αδελφωμένα με το HACCI, την ΑΗΕΠΑ, την Πρόνοια και την ‘Φροντίδα’ και να οργανώνουν συγκεντρώσεις με ομιλίες, για διάφορα ενδιαφέροντα θέματα της Παροικίας, της φροντίδας των ηλικιωμένων, των ελληνικών σχολείων, αλλά και των διαλέξεων αξιόλογων ομιλητών και τις επαφές του προέδρου μας, όχι μόνο με βουλευτές της κυβερνήσεως, αλλά και τους πρωθυπουργούς της Βικτώριας και της Αυστραλίας και τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης και να συζητά μαζί τους θέματα που απασχολούν και την ομογένεια και την Ελλάδα και για το πώς θα μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε και εμείς».

Όσον αφορά το μέλλον της παροικίας, πιστεύει ότι η Κοινότητα θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες έτσι ώστε να μεταδοθούν στις νέες γενιές η γλώσσα και ο πολιτισμός μας και να γίνουν προσπάθειες να γνωρίζουν την Ελλάδα από κοντά.

«Νομίζω ότι θα πρέπει η Κοινότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες για να βοηθήσει τις νέες γενιές να γνωρίσουν τον ελληνισμό, τη γλώσσα και τις παραδόσεις μας και, μέσω ειδικών προγραμμάτων, να πηγαίνουν και στην Ελλάδα να κάθονται ένα μήνα».

Εν κατακλείδι, δηλώνει περήφανος και ευτυχής που είναι μέλος στην Κοινότητα 55 χρόνια, ευχόμενος «να θαυμάσουμε σύντομα και τον ελληνικό πύργο χτίζεται, για να στεγάσει αυτό το σπουδαίο Πολιτιστικό Κέντρο μας στο κέντρο της Μελβούρνης».