Από την τσιμεντούπολη στον …παράδεισο αναζητά το δηλητήριο κατά του καρκίνου

Με πτυχίο Ζωολογίας στις αποσκευές της η εικοσάχρονη Μαρία Οικονομοπούλου, ήλθε στην Τασμανία για το μεταπτυχιακό της και έμεινε άναυδη από ό,τι αντίκρισε.

“Έζησα για δυο εικοσαετίες και κάτι ουσιαστικά, στην Αθήνα, σε μια τσιμεντούπολη. Όταν ήλθα στην Αυστραλία, ένιωσα ότι είχα αποβιβαστεί στον παράδεισο, μαγεμένη κυριολεκτικά από το πράσινο, από την ποικιλία των δέντρων και των ζώων που έβλεπα για πρώτη φορά και μερικά από αυτά θα ήταν αντικείμενο των ερευνών μου”, λέει η επιστήμονας που αυτή τη στιγμή, με μια ομάδα εκλεκτών επιστημόνων ερευνά τις πιθανότητες το δηλητήριο ζώων, όπως είναι το φίδι, ο σκορπιός, η αράχνη, να χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο κατά του καρκίνου.vmedical 1

Μετά το τέλος των σπουδών της στην Τασμανία και πριν επιστρέψει για το διδακτορικό της στην Αυστραλία, η Μαρία Οικονομοπούλου είχε εργαστεί για ένα χρόνο στο Κέντρο Διάσωσης θαλάσσιας χελώνας η οποία δεν είναι ακόμη υπό εξαφάνιση, κινδυνεύει όμως από τον ίδιο τον άνθρωπο ο οποίος … με σκάφη “κυνηγά” την ίδια και όταν βγει στην ακρογιαλιά για να γεννήσει … επιτίθεται στα παιδιά της.

Ο λόγος, ότι το χώρο τον “διεκδικούν” και τα τραπεζάκια των εστιατορίων στην ακρογιαλιά.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

Μετά το πέρας των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο Queensland, όπου φοίτησε με υποτροφία, η Μαρία, συνεργάζεται με μια διεθνή ομάδα κορυφαίων επιστημόνων στο QIMR Berghofer Medical Research Institute, εδώ και δύο χρόνια, προκειμένου να εντοπιστούν τα συστατικά που βρίσκονται στο δηλητήριο των φιδιών και ενδέχεται να έχουν αντικαρκινικές ιδιότητες.”Ας μη μας διαφεύγει, ότι στην παραδοσιακή ιατρική, χρησιμοποιούσαν το δηλητήριο ερπετών και εντόμων, ιδιαίτερα στη Νότια Αμερική για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών και καρκινομάτων.

Η Αυστραλία προσφέρεται περισσότερο από άλλες χώρες γι’ αυτού του είδους την έρευνα, δεδομένου ότι διαθέτει μεγάλο πλούτο και ποικιλία ζώων, το δηλητήριο των οποίων ενδέχεται να έχει ιαματικές ιδιότητες.

Στην καταπολέμηση της νόσου του καρκίνου, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η επιστήμη, είναι ότι ο οργανισμός συνηθίζει σε ένα συγκεκριμένο φάρμακο και στη συνέχεια αυτό παύει να έχει την ίδια ιαματική επίδραση.

Βέβαια, η μεγάλη πρόκληση με το δηλητήριο που είναι το αντικείμενο της έρευνάς μας αυτήν τη στιγμή, είναι να “χτυπήσει” μόνο τα καρκινογόνα κύτταρα και όχι τα υγιή. Να μην επιφέρει βλάβες σε άλλα όργανα και υγιή κύτταρα του οργανισμού. Φυσικά, όπως γνωρίζουμε, το δηλητήριο χρησιμοποιείται σήμερα σε φάρμακα κατά των καρδιακών παθήσεων και του διαβήτη Β. Επομένως ο χώρος δεν είναι παρθένος. Εκείνο το οποίο είναι ενθαρρυντικό είναι ότι οι προοπτικές επιτυχίας είναι καλές”.

Η ίδια ανήκει στην ερευνητική ομάδα που εξετάζει την επίδραση του δηλητηρίου των φιδιών στον καρκίνο της επιδερμίδας, το μελάνωμα. Άλλη ομάδα ερευνά την καταπολέμηση του καρκίνου του ήπατος επίσης με δηλητήριο του φιδιού.

Στο ερώτημα, “αν σε άλλα μέρη του κόσμου έχει απασχολήσει το ίδιο θέμα τους επιστήμονες”, η Μαρία Οικονομοπούλου θα πει ότι “παρόμοιες έρευνες γίνονται στην Ασία και τη Νότιο Αμερική, εμείς όμως είμαστε σε προνομοιούχο θέση για το λόγο ότι έχουμε μεγαλύτερη ποικιλία δηλητηριωδών ζώων για τις μελέτες μας. Επίσης, είμαστε μια ομάδα από επιστήμονες διαφόρων κλάδων, όλοι κορυφαίοι στον τομέα τους, γεγονός που επιταχύνει, κατά κάποιο τρόπο τους ρυθμούς. Με την ευκαιρία θα ήθελα να πω ότι τους θαυμάζω σαν επιστήμονες, αλλά και σαν χαρακτήρες”.

ΠΡΟΝΟΜΟΙΟΥΧΑ

Σε προσωπικό επίπεδο η ερευνήτρια θα πει ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένη γιατί εδώ βρήκε τον σύντροφο της ζωής της -επιστήμονα ερευνητή- και απέκτησε ένα αγοράκι, τον Αλέξανδρο, ηλικίας τριών χρόνων σήμερα.

Από την Ελλάδα, συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, λείπει κάπου δέκα χρόνια, ενώ την τελευταία φορά που την επισκέφθηκε, ήταν πριν τρία χρόνια.

Αν και ευτυχισμένη εδώ, δεν μπορεί, όπως λέει, να μην πονά για ότ,ι διαδραματίζεται εκεί.

“Ένα μέρος του εαυτού μου, περιττό να πω, ότι είναι εκεί. Γιατί, φεύγεις μεν δεν ξερριζώνεσαι όμως. Εξάλλου εκεί είναι η μητέρα μου, όλοι οι συγγενείς και φίλοι μου. Εκείνο που πονάει, πάνω απ’ όλα, είναι ότι οι νέοι σήμερα, έχουν παύσει να ονειρεύονται. Το χάος στο οποίο έχει βρεθεί η χώρα και η έλλειψη εμπιστοσύνης των νέων ανθρώπων στο μέλλον σε πληγώνει, άσχετα πόσο μακριά της βρίσκεσαι.

Λαμπροί επιστήμονες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, ενώ αυτοί που σπουδάζουν σήμερα, δεν έχουν πολλές ελπίδες να μπορέσουν να σταδιοδρομήσουν εκεί. Είναι η πρώτη φορά που ζούμε -η γενιά η δική μου τουλάχιστον- τέτοιες καταστάσεις.

Οι προηγούμενες γενιές αντιμετώπισαν σκληρά συμβάντα, επί των ημερών τους και αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Αυτό όμως που ζουν σήμερα, σίγουρα είναι κάτι που δεν περίμεναν. Περισσότερο, από ό,τι έχω αντιληφθεί, τους απασχολεί το μέλλον των νέων. Το γεγονός ότι το ηθικό τους είναι πεσμένο και όπως είπα πριν έχουν παύσει να ονειρεύονται. Μετά, ας μη μας διαφεύγει, ότι η μαζική αποχώρηση των νέων στο εξωτερικό, δεν είναι το καλύτερο για το ίδιο το μέλλον του τόπου. Γνωρίζω ότι στις μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας, το Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη, έχουν έλθει πάρα πολλοί νέοι τα τελευταία χρόνια.

Προσωπικά, δεν το έχω ζήσει, αλλά είναι τραγικό να αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου για να μπορέσεις να επιβιώσεις. Εγώ ήλθα εδώ πριν δέκα χρόνια γιατί η Αυστραλία ήταν ένας πραγματικός παράδεισος αναφορικά με το αντικείμενο των σπουδών μου. Το ότι βρήκα και τον σύντροφο της ζωής μου εδώ, στον ίδιο κλάδο, είναι κάτι που με κάνει να νιώθω πραγματικά προνομοιούχα”.

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ

Στο Brisbane, όπου ζει, είναι ενθουσιασμένη με τη ζωντάνια της ελληνικής παροικίας, ιδιαίτερα της Ελληνικής Κοινότητας στην οποία είχε και η ίδια ενεργό δράση μέχρι πρότινος, ως μέλος της Πολιτιστικής Επιτροπής, αλλά και ως εκπαιδευτικός στα ελληνικά σχολεία, όπου είχε την ευκαιρία να διδάξει Ελληνικά και σε μη ελληνόφωνους.

“Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό και σε κάνει να νιώθεις περηφάνια, πόσο η πρώτη γενιά φροντίζει τα πολιτιστικά μας στοιχεία και η γλώσσα μας να μεταδοθούν και στις νεότερες γενιές. Έχουν κάνει μια θαυμάσια δουλειά και μέχρι σήμερα, θα πρέπει να πω, ότι παίζουν ενεργό ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας μας και της πολιτιστικής μας παράδοσης στις νεότερες γενιές, αλλά και στον ευρύτερο αυστραλιανό χώρο”.