Πρωτοποριακή έρευνα για τις Ελληνίδες μετανάστριες στην Αυστραλία

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Τρεις αδερφάδες είμαστε, κ’ οι τρεις κακογραμμένες,

η μια ‘χτισε το Δούναβη, κ’ η άλλη τον Αφράτη

κ’ εγώ η πιο στερνότερη, της Άρτας το γιοφύρι…»

Αυτό το δημοτικό τραγούδι χρησιμοποίησε η κοινωνική ερευνήτρια Άννα Αμηρά, για να μιλήσει για την μετανάστρια: επειδή η γυναίκα, ακόμη και στο πεδίο της μετανάστευσης, είναι αφανής, «θαμμένη στα θεμέλια, ωστόσο στεριώνει γέφυρες ενώνοντας λαούς…».

Η μελέτη της, «Μαύρη νύχτα, Άσπρη μέρα», σαν αυτή που ονειρεύονταν να ζήσουν οι ξενιτεμένες, είναι ένα έργο ζωής: παρακολουθεί για σχεδόν 45 χρόνια τις ιστορίες 78 Ελληνίδων που έφυγαν από τα χωριά της πατρίδας τους για να εγκατασταθούν στην Αυστραλία στη δεκαετία του 1960.

Νεαρά κορίτσια που με χίλιους κόπους έπεισαν τους δικούς τους να τους επιτρέψουν να αποδεχτούν την πρόσκληση της αυστραλιανής κυβέρνησης που επιχειρούσε να φέρει μια κάποια ισορροπία στο ισοζύγιο Ελλήνων ανδρών – γυναικών στην Αυστραλία.

erevna

Από τα μαθήματα που παρακολούθησαν στην Ελλάδα προτού φύγουν για Αυστραλία

Έτσι, περισσότερες από 7.000 γυναίκες παράτησαν τη σκληρή ζωή τους στα βουνά ή στα άγονα τότε νησιά, τη συχνά πολυμελή και φτωχή οικογένειά τους, που αδυνατούσε να τις στηρίξει, και μετά μια σύντομη εκπαίδευση στα αγγλικά και τα οικιακά έφυγαν για το άγνωστο με την ελπίδα να αλλάξουν τη ζωή τους, δουλεύοντας σε εργοστάσια υφαντουργίας ή τυποποίησης φρούτων ή ως… υπηρεσία σε σπίτια.

«Αυτές οι γυναίκες δούλεψαν πάρα πολύ σκληρά, ήταν αποφασισμένες ότι θα δουλέψουν σκληρά για να πετύχουν και πετύχανε. Το ρίζωμα των μεταπολεμικών Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία οφείλεται στις γυναίκες», μας λέει η κ. Αμηρά, συνοψίζοντας 45 χρόνια έρευνας. Και δεν κρύβει τον μεγάλο σεβασμό που τρέφει γι’ αυτές τις γυναίκες, «τους αγώνες τους και τις επιτεύξεις τους».

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΟΥΙ

Βασικοί χρονικοί σταθμοί της έρευνας ήταν η αρχική επαφή το 1964, πριν φύγουν από την Ελλάδα, η πρώτη επαφή στην Αυστραλία το 1965-66, δέκα χρόνια μετά το 1976, το 1987-89 και την τριετία 2006-09, ενώ αρκετές από τις τελευταίες επαφές έγιναν και στην Ελλάδα, καθώς μερικά άτομα είχαν επιστρέψει.

* Τι της έχει μείνει;

Κατ’ αρχάς η συνειδητοποίηση ότι ο μετανάστης και να θέλει δεν μπορεί να αφομοιωθεί, αφού «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι»…

Δεύτερον, ότι οι προβλέψεις μπορεί να σε εκπλήξουν:

«Κανείς δεν πίστευε ότι τα παιδιά τους θα προκόψουν, ούτε οι δασκάλες τους ούτε οι ίδιοι οι γονείς τους, αλλά τελικά πήγαν πολύ καλά. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα ποσοστά εισαγωγής τους στα πανεπιστήμια ήταν υψηλότερα του μέσου όρου των ίδιων των Αυστραλών».

Παιδιά που αποτέλεσαν γέφυρες στην επικοινωνία γονιών και νέας πατρίδας και στην αρχή «κλοτσούσανε» για τα ελληνικά που μιλούσαν στην οικογένεια, αλλά μεγαλώνοντας ήταν ευγνώμονες και περήφανοι.

* Τι έπαιξε ρόλο;

«Οι αξίες των γονιών τους: μπορεί οι ίδιοι να ήταν αμόρφωτοι, αλλά είχαν την αξία της προκοπής και της μόρφωσης μέσα τους. Για να προβλέψουμε την πορεία των παιδιών των μεταναστών, οφείλουμε να δούμε ποιες είναι οι αξίες τους…».

* Το πιο σημαντικό;

«Συνειδητοποίησα την αξία των γυναικών. Οι γυναίκες ρίζωσαν αυτές τις οικογένειες: όταν λένε ότι θέλουν να κάνουν ένα σπιτικό και ανοίγουν σπίτι βάζουν τα θεμέλια για μια κοινότητα που ακόμη και με την εκμετάλλευση – γιατί υπάρχει εκμετάλλευση, ωστόσο είναι αυτή που προστατεύει τον μετανάστη που φτάνει σε έναν ξένο τόπο χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια…».

Γιατί, τι κι αν προβλέπονταν σχετικές υπηρεσίες ή μαθήματα αγγλικών; Ποια είχε το κουράγιο μετά δύο βάρδιες σκληρής δουλειάς να πάει στο μάθημα ή σε μια υπηρεσία, στην οποία δεν θα μπορούσε να συνεννοηθεί;

* Τι θυμάται από αυτήν την έρευνα ζωής;

– Την κοπέλα από τη Σκιάθο, που αισθανόταν τελείως μόνη και απελπισμένη «και μου έλεγε “εδώ και τα δένδρα είναι ξένα, ακόμα και ο κόρακας το κρα το λέει αλλιώτικα”.

Μετά από 43 χρόνια τη βρήκα στο νησί της με τα τρία της παιδιά, στο δικό της ξενοδοχείο όπου και με φιλοξένησε».

– Την κοπέλα από ένα λασποχώρι στις Σέρρες που «όταν με είδε να πλησιάζω έτρεξε με αγκάλιασε και μου είπε “δεν ξέρω ποια είσαι, αλλά είσαι δικιά μας, πότε θα ξανάρθεις;” Την ξανάδα με όλη της την οικογένεια και την κόρη της, γιατρό ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο».

– Την οικογένεια που είχε γυρίσει από την Αυστραλία με τις δύο έφηβες κόρες της. «Τους είδα όταν οι κόρες ήταν 30 ετών. Μια πιο σιωπηλή και μια γεμάτη οργή. “Με ποιο δικαίωμα με φέραν εδώ. Γιατί με ξερίζωσαν; Πώς θα βρω εγώ ρίζες; Αν θα κάνω δικά μου παιδιά, θα απλώσω ρίζες μέσα τους κι εκείνα όπου θέλουν να πάνε”».

– Τα λόγια μιας μάνας που είχαν φέρει οι δικοί της στην ξενιτιά: «Εδώ ακόμη λογαριάζουν τους πολίτες τους, ακόμα και τους ξενόφερτους τους βοηθάν να προκόψουν»…

– Ένα σπιτικό, αυλή με τις μελιτζάνες και τον βασιλικό -σήμα κατατεθέν ελληνικού σπιτικού στην Αυστραλία, αφού έτσι τα εντόπιζε η ερευνήτρια-, «μια μάνα μόνη από τα χαράματα: προσπάθησα να της πω για τη σημασία της έρευνας, αλλά η καχυποψία της δεν μου άνοιγε την πόρτα, μέχρι που από τα πολλά μου λέει “παιδάκι μου, έτσι βγάζεις το ψωμάκι σου; Έλα να σου φτιάξω έναν καφέ”».

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΙΚΑΣ

Μοιράζεται μαζί μας μια πολύ επιτυχημένη περίπτωση γυναίκας που έφυγε πολύ νέα από το ορεινό χωριό της απέναντι από τον Όλυμπο, έφτασε στην Αυστραλία, δούλεψε στα εργοστάσια όπως οι άλλοι, έφερε τον αγαπητικό της από το χωριό:

«Το θέμα της προίκας ήταν πολύ ουσιαστικό, δεν είχαν καμία ελπίδα να παντρευτούν έναν άνθρωπο της προκοπής αφού οι γονείς είχαν πολλά παιδιά συνήθως και καθόλου χρήματα, οπότε το ταξίδι, η πρόσκληση ήταν ένα είδος προίκας».

«Δουλέψανε πάρα πολύ σκληρά, ο νεαρός στις οικοδομές έμαθε την τέχνη, καθώς εκεί φτιάχνουν ξύλινα σπίτια, έμαθε να κάνει οροφές και με ό,τι λεφτουδάκια μαζέψανε ανοίξανε ένα μιλκ μπαρ -ένα είδος μικρού μπακάλικου με ροφήματα από γάλα- εκτός πόλεως κι αυτό ήταν ρίσκο, αν και την περιοχή την επισκεπτόταν κόσμος.

»Το ανοίξανε με δάνειο, δούλευαν εκείνος στις οροφές κι εκείνη στο εργοστάσιο και μετά στο μαγαζί, κάνανε και δύο αγοράκια, ο μεγάλος γιος από 10 χρόνων κρατούσε το ταμείο στο μιλκ μπαρ και άρχισαν να αγοράζουν σπίτια, με δάνεια που συνέφεραν τότε. Ξεπληρώνουν το πρώτο, πήραν δεύτερο και τρίτο, σαν ένα είδος αποταμίευσης.

Ο άντρας που ήταν της δουλειάς τα έφτιαχνε, και με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν μια μεγάλη περιουσία: νοικιάζανε τα δωμάτια σε νεοφερμένους Έλληνες που είχαν ανάγκη αυτήν την προστασία, καθώς οι υπηρεσίες δεν τους βόλευαν, ήταν στα αγγλικά και μακριά από την περιοχή τους, ενώ για να μπορούν να πληρώσουν τα ενοίκια φρόντιζαν να τους βρουν και δουλειές.

»Έτσι, οι νεοφερμένοι έμπαιναν αυτόματα σε μια κοινότητα, έβρισκαν σπίτι, δουλειά και βοήθεια σημαντική, ακόμη και για τα πιο απλά: όπως το να βρουν τον δρόμο τους, ποιο λεωφορείο θα πάρουν για να πάνε στη δουλειά τους. Έτσι, ξεχρέωναν τα σπίτια τους πολύ εύκολα, μέσα σε 7 χρόνια, εκεί που οι Αυστραλοί χρειάζονταν μια ζωή…».

Όταν αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα, τα παιδιά ήταν στην εφηβεία και η περιουσία τους αριθμούσε τέσσερα σπίτια και το μαγαζί.

«Ήταν ρίσκο, οι γονείς φοβούνταν μήπως τα παιδιά δεν προσαρμοστούν εύκολα& και συνάντησαν όντως κάποια προβλήματα όταν επέστρεψαν στην κοντινή πόλη – όχι στο χωριό. Όμως, παρά το γεγονός ότι τους έλεγαν “Αυστραλούς”, “ξένους”, τα παιδιά προσαρμόστηκαν περισσότερο στην ελληνική ζωή και δεν ‘θέλαν να γυρίσουν πίσω όταν οι γονείς τους το αποφάσισαν.

Εν τω μεταξύ, οι γονείς είχαν αγοράσει γη στην πόλη, τα παιδιά μεγάλωσαν και έχτισαν ένα τετραώροφο σπίτι για όλους, καθώς τα αγόρια είχαν κάνει δικές τους οικογένειες, με το ισόγειο για τα γλέντια και μπάρμπεκιου στον κήπο, πολύ ωραία διαμορφωμένο. Τα παιδιά είχαν μάθει και τη δουλειά του ξύλου, ο ένας να κτίζει οροφές κι ο άλλος έφερε μηχανήματα από το εξωτερικό και άνοιξε ένα μεγάλο ξυλουργείο που εισήγε ξύλα.

Τελικά, οι γονείς δεν γύρισαν πίσω, ο πατέρας ασχολήθηκε με τον έναν γιο στις οροφές, πούλησαν τα τρία σπίτια στην Αυστραλία και κράτησαν ένα για σιγουριά “μήπως κάτι πάει στραβά”… Την τελευταία φορά που τους είδα ήταν και οι τρεις εδώ, ευχαριστημένοι από τις δουλειές τους, o πατέρας συνταξιοδοτημένος, τα παιδιά παντρεμένα, με παιδιά».

ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΤΣΙΚΟΧΩΡΙ ΣΤΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ

«… Όλα θα τα υποφέρει, θα καθίσει στο θρανίο

Κείνο όμως που φοβάται είναι το φρενοκομείο.

Στην καινούργια σου πατρίδα μετανάστη

Σου ευχόμαστε πολλά.

Μια καλή σταδιοδρομία

Και προπάντων μετανάστη

Στη ζωή σου ψυχραιμία…».

(Από το τραγούδι «Ο καινούριος μετανάστης» σε στίχους και μουσική Ν. Κόικα, ηχογραφημένο στη Μελβούρνη).

Δεν ήταν όλες οι περιπτώσεις μετανάστευσης στην Αυστραλία επιτυχείς, για να αναδειχτούν και οι πολιτισμικές διαφορές που κάποτε ήταν άγνωστες.

Η συνομιλήτριά μας μνημονεύει την περίπτωση μιας κοπέλας που πήγε στο «φρενοκομείο» που λέει και το τραγούδι:

«Δεν είχαν καμία γνώση της διαφορετικότητάς της και θεώρησαν ότι αυτή η κοπελίτσα των 17-18 χρόνων επειδή δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά στο πάτωμα, όπως είχε συνηθίσει στο χωριό της, έκανε κάτι τρελό.

Τα μεγαλοαστικά σπίτια έχουν κάτι χαλιά 20 πόντους πάχος, οπότε το θεωρούσε πάρα πολύ φυσικό να ξαπλώνει εκεί. Ήρθε από το κατσικοχώρι, μπήκε σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι και άντε να χειριστείς όλα τα ηλεκτρικά είδη που είχε και να προσαρμοστείς σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, αποκομμένη από όλους. Και αυτό είναι το κακό γιατί δεν είχε κανέναν να μιλήσει τη γλώσσα της, να επικοινωνήσει, αφού δούλευε εσωτερική υπηρεσία…

erevna4

Μαθαίνοντας το ’60 τη χρήση του πλυντηρίου

»Η παρεξήγηση οδηγούσε σε παρεξήγηση, χωρίς τη δυνατότητα της επικοινωνίας και δεν σκεφτήκανε να χρησιμοποιήσουν κάποιον που να ξέρει ελληνικά… Θεώρησαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Έφεραν γιατρό, αλλά άντε να συνεννοηθείς, πήγε σε ψυχίατρο, αλλά σε τι γλώσσα να μιλήσει και μετά ήρθε στο ψυχιατρικό ίδρυμα για να τρελαθεί κυριολεκτικά.

»Υπήρχαν και παρωπίδες, όλες αυτές οι μικρές παρεξηγήσεις οδηγούσαν σε μεγάλα τραύματα. Εκ των υστέρων αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να βάλουν μεταφραστές, ιδιαίτερα στα νοσοκομεία, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τρόπο να επικοινωνήσουν… Άντε να πάρεις μια κοπέλα που κοίταζε κατσίκες και δεν ήξερε καλά-καλά ελληνικά και να τη βάλεις σε ένα αστικό σπίτι εκτός χώρας, χωρίς ένα προστατευτικό περιβάλλον…».

Εν κατακλείδι, η κ. Αμηρά αναδεικνύει τη σημασία που είχε η κοινότητα ώστε να καταφέρουν όχι απλώς να τα βγάλουν πέρα, αλλά να επιτύχουν παρά τις κακές προβλέψεις, καθώς πίστευαν στην προκοπή:

«Ένας πρόσθετος λόγος ήταν ότι επρόκειτο για μια κοινότητα ομοίων, υπήρχε δηλαδή ένα ισοζύγιο αντρών/γυναικών όμοιας τάξης και παρόμοιας εκπαίδευσης ώστε να υπάρχει η δυνατότητα κοινωνικών σχέσεων μεταξύ τους».

Στα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη δεύτερη συνέντευξη, οι περισσότερες ήταν ήδη παντρεμένες, είχαν το σπιτικό τους, είχαν στεριώσει.

Συνολικά από τις 78 γυναίκες που παρακολούθησαν στη μελέτη, οι 22 ήταν αυτές που επέστρεψαν τελικά πίσω στην πατρίδα…

Info: Το 400σέλιδο βιβλίο «Black Night White Day, Greece born women in Australia, a longitudinal Story», εκδόσεις Avago Books, συνέγραψαν οι Ρέτζιναλντ Άπλγιαρντ, επίτιμος καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αυστραλίας, η κοινωνιολόγος Άννα Αμηρά και ο Τζον Γιαννάκης, επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημίων της Αυστραλίας.

*Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών.

Αναδημοσίευση από Neoskosmos.com

Σχόλια Facebook

Σχολιάστε