Έφυγε ο «βράχος» του Ποντιακού Ελληνισμού της Μελβούρνης

Αναμφισβήτητα, ο πλέον πείσμων, συνεπής, δημιουργικός Πόντιος ηγέτης της Μελβούρνης, ήταν ο Ευστάθιος Τσιταρίδης, τέσσερις φορές πρόεδρος και διαρκής σύμμαχος και συστρατιώτης των αγώνων του Ποντιακού Ελληνισμού.

Ο Στάθης εγκατέλειψε τα ανθρώπινα, αφήνοντας πίσω του μια παράδοση αγώνων, μια δημιουργική θητεία σαράντα χρόνων προσφοράς στα κοινά, θυσιάζοντας, όπως οι περισσότεροι με τα κοινά, χρήμα και χρόνο, που κλέβουν από τον εαυτό τους και την οικογένειά τους. Παρά τις εντάσεις, που γνώρισε το πέρασμά του από τη ζωή και τη δημιουργική παρουσία των 30.000 περίπου Ποντίων της Μελβούρνης, παρά τις όποιες διαφωνίες, αντιρρήσεις, αλλά και αντιπαλότητες, που συνάντησε στη δημόσια ζωή του, θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι ότι ήταν, αδιαφιλονίκητα, ο αλύγιστος, άκαμπτος και ασυμβίβαστος ηγέτης, ο βράχος, που πάνω του έσπαζαν τα κύματα, οι διάφορες αντιρρήσεις και αλλογνωμίες, ώστε το καραβάνι να περάσει και τελικά να στηθούν τα κέντρα του Ποντιακού Ελληνισμού, πρώτα στο Keilor και αργότερα στο West Footscray.

Από το 1975, που επιλέχθηκε να ηγηθεί των Ποντίων της Μελβούρνης από τους Ηλία Σιδηρόπουλο και Γεώργιο Μωυσίδη και να ιδρυθεί το σημαντικότερο, συμπαγέστερο και συλλογικότερο μόρφωμα των Ποντίων της Αυστραλία, η Κεντρική Ένωση Ποντίων Μελβούρνης και Βικτωρίας «Η Ποντιακή Εστία», μέχρι και το 1995, που εγκαταλείπει τον άμεσο ηγετικό του ρόλο, στον δικηγόρο Αλέκο Παναγιωτίδη, ο Στάθης παρέμεινε ο στυλοβάτης των μελών, ο συναρχηγός του μαχόμενου για αναγνώριση και κοινωνική δικαιοσύνη Ελληνισμού. Μετά το 1995, μέχρι και το 2015, που ουσιαστικά το ακινητοποιεί η επάρατος ασθένεια, το ενδιαφέρον του και η ανάμειξή του παρέμειναν επιλεκτικά μειωμένα, αφού ανέλαβε δράση και ηγετικό ρόλο πλέον η επόμενη γενιά των γεννημένων στη Αυστραλία παιδιών των πρωτοπόρων μεταναστών.

Ο Στάθης Τσιταρίδης γεννήθηκε στα Αλωνάκια Κοζάνης, στις 15 Νοεμβρίου 1934, παιδί προσφύγων Ποντίων του Γεωργίου και της Ελένης. Αφού περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία (1956-1958), εργάσθηκε ως καπνοκαλλιεργητής με τους γονείς του, πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία με το ιταλικό Fairsea στις 29 Ιουνίου 1962. Τον είχε προσκαλέσει η κοπέλα, με την οποία έμελλε να δέσει τη ζωή του, η Βασιλική Σαχιρίδου και η μητέρα της, που ζούσαν τότε στο Maribyrnong. Παντρεύτηκαν τον επόμενο μήνα στο ναό των Ποντίων της Μελβούρνης, τον Άγιο Νικόλαο Yarraville (7/7/1962) από τον Πόντιο ιερέα και «πατριάρχη» τους, Αντώνιο Αμανατίδη. Ο Στάθης και η Βασιλική απέκτησαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, τον Αντώνιο και την Ελένη.

tsitaridis

Μετά την εγκατάστασή του και την πρώτη δεκαετία της επιβίωσης, ο Στάθης, συνδέεται με τους οργανωμένους Πόντιους της εποχής και εντάσσεται στις τάξεις της Ποντιακής Αδελφότητας της North Altona (1974-1975). Ήταν τότε τα δύσκολα χρόνια της χούντας και της μεταπολίτευσης. Οι Πόντιοι, είχαν μέσα τους έντονο τον αλυτρωτισμό, το πάθος για τις πατρίδες των γονιών τους, το πείσμα για τη σφαγή των 300.000 αδελφών του Πόντου από τους τσέτες και τους οργανωμένους του Κεμάλ Πασά, την αγάπη για την Ελλάδα, όπου πολλοί από αυτούς γεννήθηκαν.

Ανάμεσά τους ήσαν ακόμη και πολλοί που ζούσαν τη δεύτερη προσφυγιά, τον δεύτερο ξεριζωμό και έρχονταν στη νέα γη της επαγγελίας, την Αυστραλία. Επικρατούσε ακόμη το ιδεολογικό πάθος, ένας ασίγαστος εμφύλιος πόλεμος που δεν καταλάγιασε στον Γράμμο και συνεχιζόταν σε όλες τις γειτονιές του κόσμου, όπου ζούσαν Έλληνες. Στο διάστημα 1952-1974, η ποντιακή πατριά της Μελβούρνης δοκιμάστηκε από ιδεολογικές διενέξεις, διχοστασία, βίαιες συνελεύσεις ακόμη και ξυλοδαρμούς και σοβαρά επεισόδια που σημαδεύτηκαν από ακρότητες.

Ο Στάθης Τσιταρίδης ήθελε να ξεφύγει ο Ελληνισμός από την ιδεολογική διένεξη, να δει το δάσος και όχι το δένδρο, να απαλλαγεί ο Ελληνισμός από τη κατάρα του διχασμού, να προχωρήσει ο Ποντιακός Ελληνισμός χωρίς κομματικές ταυτότητες και σφραγίδες. Ήταν και η χρονιά που ο «Αττίλας» χτυπούσε την πόρτα του Ελληνισμού, καταλαμβάνοντας τη μισή Κύπρο, χωρίς να συγκινηθούν οι κραταιοί, και να ακολουθήσει το ξερίζωμα 240.000 Κυπρίων προσφύγων.

Προβληματισμένοι Πόντιοι ηγέτες, συγκεντρώθηκαν σε μία αίθουσα επί της Mills Street, στη North Altona το 1976, με στόχο να βοηθήσουν οικονομικά την πατρίδα την Ελλάδα, να αντιμετωπίσει τη στρατιωτική και διαρκώς απειλούσα Τουρκία. Τότε η Ελλάδα ήταν ιδεολογία και όλοι μας την αγαπούσαμε ως κοινή μας πατρίδα. Μετά το 2009, ξαφνικά η Ελλάδα έγινε για μας, από ιδεολογία απλά ένα κράτος, και δεν σκεπτόμαστε να έρθουμε δίπλα της σύμμαχοι για να την ενισχύσουμε, προβάλλοντας το αμφιλεγόμενο πρόσχημα ότι θα τα φάνε… Με την αποστολή των πρώτων χρημάτων που συγκέντρωσαν για την Ελλάδα οι Πόντιοι, οργανώθηκαν σε σώμα και ίδρυσαν την Ένωση Ποντίων Βικτωρίας «Η Ποντιακή Εστία», αποδεχόμενοι τον Στάθη Τσιταρίδη ως ηγέτη και πρόεδρό τους.

Στις 30 Ιανουαρίου 1977 εκλέχθηκε το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο της Ποντιακής Εστίας με τον Στάθη μπροστάρη και δίπλα του τους πρωτοπόρους, ανάμεσά τους, τους Παραστατίδη, Ελευθεριάδη, Κυβελίδη, Μωυσίδη, Παπαϊορδανίδη, Αραβόπουλο, Τσοβουλίδη, Σιδηρόπουλο, Μιχαηλίδη, Τσουλτσίδη, Κερχαγιά και Τσικελίδη, για να θυμηθούμε κάποιους από αυτούς.

Η Ποντιακή Εστία είχε στόχους φιλόδοξους. Να σταθεί ως σύλλογος όλων των Ποντίων, μακριά από τις κομματικές και θρησκευτικές διαφορές, πάνω από κάθε διχαστική πρωτοβουλία. Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια είχαν ματώσει οι οργανωμένοι Πόντιοι. Έτσι επιτεύχθηκε αρχικά και για αρκετά χρόνια, μια συναίνεση, πέρα από τις διαφορές, μια περίοδος αρμονίας και οραματισμού. Ο Τσιταρίδης κράτησε το τιμόνι σθεναρά, απαξίωσε τη διχόνοια, απέτρεψε κάθε σοβαρή σύγκρουση. Δύο χρόνια αργότερα (28 Οκτωβρίου 1979), με σύμφωνη γνώμη και προτροπή του Στάθη, ανέλαβε την προεδρία της Εστίας, ο συνετός Χρήστος Τσιφλίδης, για να επανέλθει ο συνδυασμός του Στάθη Τσιταρίδη στην εξουσία (15 Νοεμβρίου 1981), ημέρα των γενεθλίων του. Είχε, στο μεταξύ, προκληθεί σοβαρή ρήξη ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες προσωπικότητες στα κοινά των Ποντίων της περιόδου 1970-2000, του Στάθη Τσιταρίδη και του Βασίλη Σεβαστόπουλου. Λογικά σκεπτόμενος, ο Στάθης, προκειμένου να αμβλύνει την ένταση, προέβαλε στην προεδρία τον Γιώργο Μωυσίδη, ενώ μπορούσε να αναλάβει ομόφωνα την προεδρία.

Τον Μάρτιο του 1982 η Εστία αγοράζει το οίκημά της, το Ποντιακό Σπίτι, επί της Slater Parade, στο Keilor, προς 220.000 δολάρια με πρωτοβουλία του Στάθη και των συνεργατών του. Οι αντιρρήσεις για την αγορά αυτή, οδήγησαν στην ίδρυση ενός άλλου δραστήριου και ενεργητικού συλλόγου Ποντίων, με σημαντικότατη δράση, της Παμποντιακής Κοινότητας, με ηγέτη της τον Βασίλη Σεβαστόπουλο. Από το 1982 έως και τον Δεκέμβριο του 1987, o Στάθης εκλέγεται και πάλι πρόεδρος της Εστίας, με στόχο να εδραιώσει τον σύλλογο, εν μέσω των συνεπειών και των αναταράξεων που προκαλούσε η νέα διχοστασία, που είχε προκύψει. Το ραφιναρισμένο του πολιτικό ταλέντο, οι επικοινωνιακές του αρετές, οι δεξιότητές του και η συνεπής και αταλάντευτη διοίκησή του, προσέδωσαν κύρος στην Εστία και την κατέστησαν σεβαστή στην ομογένεια της Αυστραλίας.

Διάδοχός του ήταν προσωρινά ο Ηλίας Μιχαηλίδης και στη συνέχεια (Νοέμβριος 1988), ο Κυριάκος Μωυσίδης, ο πρώτος αυστραλογεννημένος πρόεδρος των Ποντίων στην Αυστραλία, ο οποίος με τη βοήθεια του Στάθη Τσιταρίδη, και των συνεργατών του, Βασίλη Αραβόπουλου και Γιώργου Κοβρίδη, έδωσε στην Εστία ένα πρόσωπο πολιτισμικό και εθνικό. Ο Τσιταρίδης εκλέχθηκε αντιπρόσωπος της Εστίας στο Πρώτο Διεθνές Συνέδριο για τη Μακεδονία στη Μελβούρνη τον Φεβρουάριο του 1988 και στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των Ποντίων στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1988 και ο Γιώργος Κοβρίδης οργάνωσε με επιτυχία την Ποντιακή Εβδομάδα. Ακολουθεί στην προεδρία ο καλόγνωμος Βασίλης Αραβόπουλος (1992-1993), και επανέρχεται για τελευταία φορά, Πρόεδρος της Εστίας ο Στάθης Τσιταρίδης. Ήταν μία περίοδος μεγάλων αλλαγών και δημιουργίας έργων υποδομής. Το 1995 η πολιτειακή κυβέρνηση της Βικτώριας απαλλοτριώνει με αποζημίωση 780.000 δολαρίων το Ποντιακό Σπίτι για να κατασκευαστεί εκεί το freeway και ο Στάθης Τσιταρίδης με τους συνεργάτες του αγοράζουν τις εγκαταστάσεις ενός π. Σχολείου έκτασης έξι εκρών στο West Footscray έναντι του ποσού των 460.000 δολαρίων. Τέσσερις μήνες αργότερα ολοκληρώθηκαν τα σχέδια για την ανέγερση νέων εγκαταστάσεων, που ξεκινούν στις 25 Μαΐου 1997, μέσα από πολλούς αγώνες και θυσίες, που αναλαμβάνει ο διάδοχός του, Αλέκος Παναγιωτίδης.

Η ομογένεια και, ιδιαίτερα, ο Ποντιακός Ελληνισμός, έχασαν έναν έντιμο πατριώτη και καταξιωμένο αρχηγό τους. Ο Στάθης Τσιταρίδης μένει, ωστόσο, ζωντανός στη συνείδηση χιλιάδων παιδιών που έμαθαν να χορεύουν τους ποντιακούς χορούς, να παίζουν ποντιακό θέατρο και να χρησιμοποιούν την ποντιακή διάλεκτο, δεκάδων μαθητών της λύρας, εκατοντάδων μελών και γυναικών, που αφιέρωσαν τη ζωή τους να υπηρετούν τα κοινά και να μάχονται για την ανάμνηση των προγόνων και τη μάθηση των εθίμων και παραδόσεων. Με την εκδημία του Στάθη απορφανίζεται ο οργανωμένος Ελληνισμός έναν ταγό του, στερείται των υπηρεσιών και των συμβουλών ενός βετεράνου της κοινοτικής πολιτικής. Κι εγώ, δίπλα του, με τη σταράτη κουβέντα και τον αλύγιστο χαρακτήρα του, έμαθα να αγαπώ την ποντιακή παράδοση, που μου κληροδότησε η μητέρα μου.

Η απώλεια του Στάθη Τσιταρίδη, περήφανου Μακεδόνα και Πόντιου τραγουδιστή, λάτρη της ποντιακής παράδοσης, οικογενειάρχη και αγωνιστή μάς διδάσκει κάτι ακόμη, για το οποίο, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, έχουμε να δώσουμε λόγο και λογαριασμό στην ιστορία, αυτό που μας είπε η περίφημη Αγγλίδα συγγραφέας George Elliot: «Όταν έρχεται ο θάνατος, δεν είναι η τρυφερότητα για την οποία μετανιώνουμε, αλλά η σκληρότητά μας».

Πηγή:Neoskosmos.com