Θεσμικός ρόλος και «παθογένειες» του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ)
Του Βασίλη Τσαπαλιάρη
Επανερχόμενοι, σε συνέχεια προηγούμενου άρθρου μας, στο ρόλο και τις παρουσιαζόμενες «παθογένειες» του ΣΑΕ, κεντρικό πρόβλημα θεωρούμε αποτελεί η επικρατούσα σύγχυση ως προς την προσέγγιση του ρόλου του. Πρόβλημα με καταλυτικές αρνητικές επιδράσεις στην διαμόρφωση των δομών, των συντελεστών και του κόστους λειτουργίας του οργανισμού, συγκρινόμενου με αντίστοιχους συμβουλευτικούς οργανισμούς άλλων χωρών.
Σύγχυση, προερχόμενη από πολλούς δρώντες παράγοντες και πολιτικούς παίκτες, με αφετηρία την Α΄ Οργανωτική του Συνέλευση, το 1995, η οποία συνίσταται στο να συγχέονται σε διάφορα επίπεδα οι έννοιες του συμβουλευτικού οργάνου, με άλλες άσχετες με αυτόν. Σύγχυση σε βάρος του εξ ορισμού συμβουλευτικού ρόλου, που προέβλεπε, ο ιδρυτικός Νόμος 1867/1989, άρθρο 17 (επί θητείας ως Γεν. Γραμματέα του κ. Δ, Φίλη), βάσει του αρχικού σχεδιασμού της ΓΓΑΕ και τις σχετικές διαβουλεύσεις με τις οργανώσεις της Ομογένειας στο πλαίσιο των εργασιών του Α΄ Παγκοσμίου Συνεδρίου Αποδήμων Ελλήνων, το 1985.
Νόμος που ατύχησε να εφαρμοστεί με μεγάλη σχετικά καθυστέρηση, το 1995, με την προαναφερόμενη Α΄ Οργανωτική Συνέλευση, αφήνοντας με την παρέλευση του χρόνου, με τον σχεδιασμό της εν λόγω Συνέλευσης, περιθώρια εκτροπών ανάγνωσης, παρερμηνειών και παραποίησης του ρόλου του, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό της ΓΓΑΕ και τον προαναφερόμενο ιδρυτικό Νόμο.
Κατά πολύ μάλιστα. Με τις υφιστάμενες κατευθύνσεις και τις εξ αντιθέτου πιέσεις να εκπροσωπούνται σε αυτό όλες οι μορφές οργάνωσης των αποδήμων, αλλά και να απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους των κοινοτικών οργανώσεων, λόγω του ειδικού τους βάρους – θέση υποστηριζόμενη από διάφορες ομοσπονδίες κοινοτήτων. Πολύ δε περισσότερο, υπό την πίεση των αξιώσεων της Εκκλησίας να έχει «αποφασιστικό λόγο» στο ΣΑΕ1, αλλά και των ενστάσεων της για την συμμετοχή των αυτοτελών κοινοτήτων. Εναντίον ειδικά όσων δεν συντάσσονται με την Εκκλησία και δεν συμμετέχουν στις υπό αυτή κληρικολαϊκές συνελεύσεις. Με το αμφιλεγόμενο επιχείρημα ότι, εν αντιθέσει, με τις τελευταίες, οι ενοριακές υπό την Εκκλησία κοινότητες αντιπροσωπεύουν την μεγάλη πλειοψηφία (98%) του Ελληνισμού2. Ενστάσεις που, σημειωτέον, οδήγησαν μάλιστα στον αποκλεισμό της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Αυστραλίας3.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Α΄ Οργανωτική Συνέλευση οδήγησε στην πρόσληψη του ΣΑΕ, κατ` εξοχήν, ως ενός οργάνου εξουσίας για την εκπροσώπηση και τον έλεγχο της Ομογένειας, παρά συμβουλευτικού και την μεταβολή της λειτουργίας του σε παίγνιο ισχύος στη διαμόρφωση των κοινών της Ομογένειας. Τη συγκρότηση του με παραταξιακές πολυμελείς εκπροσωπήσεις των κληρικολαϊκών συνελεύσεων και των ομοσπονδιών κοινοτήτων, φέρνοντας το σε αντινομία με τον εξ ορισμού συμβουλευτικό του ρόλο. Σε αδυναμία εξειδίκευσης σ` αυτόν τον ρόλο και εξυπηρέτησης του επαρκώς με μικρό, κατά το δυνατόν, λειτουργικό κόστος επιβάρυνσης του κράτους. Ρόλος που θα μπορούσε να συντελεστεί κάλλιστα, με ένα, κατ` οικονομίαν, ολιγομελές σώμα εκπροσώπων. Όπως το προβλεπόμενο του αρχικού σχεδιασμού της ΓΓΑΕ, ή κατ` αναλογία των αντίστοιχων ολιγομελών συμβουλευτικών σωμάτων της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, που είχαν ληφθεί υπόψη από σχετική έρευνα της ΓΓΑΕ. Ολιγομελούς και μη δαπανηρού για το κράτος οργάνου. Χωρίς την παρουσία μεγαλόσχημων, παραταξιακών και πολυμελών εκπροσωπήσεων.
Με τα δεδομένα αυτά, το ΣΑΕ κατέληξε σε όργανο εκπροσώπησης των πολιτικών και μη συσχετισμών του Ελληνισμού της Διασποράς. Σ` ένα παραταξιακό σώμα, «καθ` ομοίωση» του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Και μάλιστα μεγαλύτερου σε αριθμό. Παρότι, ως σώμα εκπροσώπων των οργανώσεων της Ομογένειας δεν αντιπροσωπεύει παρά το οργανωμένο στις υπάρχουσες ομογενειακές οργανώσεις μικρό σχετικά τμήμα του Ελληνισμού της Διασποράς, που κατά ορισμένους ανέρχεται στο 3%, και κατ` άλλους στο 5% των ομογενών.
Στην πράξη, η εξέλιξη αυτή, νόθευσε τον συμβουλευτικό ρόλο που προέβλεπε ο αρχικός για τη λειτουργία του Νόμος 1867/1989, κατευθύνοντας το, υπό την κρατούσα σύγχυση αλλά και τις ευνοούμενες από τη σύγχυση φιλοδοξίες, σε ένα όργανο εξουσίας ολόκληρης της Ομογένειας, μη περιοριζόμενο στον συμβουλευτικό του ρόλο, που θα μπορούσε να εκπληρωθεί με σχετικά μικρό κόστος επιβάρυνσης του κράτους. Εξέλιξη, που, θα έλεγε κανείς, παρουσιάζεται να δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο τους φόβους που φέρεται να είχαν εκφραστεί από τον μακαρίτη Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, ότι η ίδρυση του ΣΑΕ μόνο φιλοδοξίες και ανταγωνισμούς θα δημιουργήσει με αποτέλεσμα τη διαίρεση και τη σύγχυση.
Η σύγχυση για το ρόλο του επιτάθηκε αργότερα, με την αντιφατική πρόβλεψη στο Ν. 3480/2006 ότι εκτός των άλλων αποτελεί όργανο «διεκδικητικό» και «υποστηριχτικό» προς την Ελληνική Πολιτεία. Πρόβλεψη, που προέκυψε από τις προτάσεις των οργανώσεων-μελών του ΣΑΕ
Επέφερε με αυτούς τους επιπρόσθετους και αντιφατικούς ρόλους, ακόμα περισσότερες και εκτός συγκεκριμένου ορίου υλικές υποχρεώσεις προς το κράτος. Εισήγαγε και υιοθέτησε προτάσεις και απαιτήσεις για την διενέργεια και την παροχή από το ΣΑΕ «υπεργολαβιών», προγραμμάτων και υπηρεσιών άσχετων με την εξυπηρέτηση του εξ ορισμού συμβουλευτικού του ρόλου του, εμπλεκόμενο με τις υπηρεσίες του κράτους. Αλλά και με την λειτουργία των παραδοσιακών ομογενειακών εκκλησιαστικών και λαϊκών οργανώσεων, που διενεργούν και παρέχουν ανέκαθεν προγράμματα και υπηρεσίες στην Ομογένεια.
Συνδυαστικά αίτια και συνέπειες της παραποίησης του ρόλου του ΣΑΕ
Τα αίτια της παραποίησης του ρόλου του και της επιφόρτισης του με εξουσιαστικούς και άλλους ρόλους στα πράγματα της Ομογένειας, με πολλές επί μέρους «συνονθυλευματικές» ερμηνευτικές εκδοχές, στρατηγικές και τακτικές, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου4 είναι συνδυαστικά πολλά. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε αυτές ούτε να υποδείξουμε καμία ως αιτία των αιτιών της εκτροπής.
Η σύγχυση πάντως αυτή θεωρούμε ότι επιτάθηκε με την ατυχή «σιβυλλική» συνταγματική διάταξη ότι το ΣΑΕ «… έχει ως αποστολή την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού» (άρθρο 108, παρ. 2). Διατύπωση, η οποία εκτρέπει σε ερμηνείες άσχετες με το συμβουλευτικό ρόλο της αποστολής του που είχε σχεδιαστεί, στους κόλπους της ΓΓΑΕ και αποκρυσταλλωθεί στον προαναφερόμενο ιδρυτικό του νόμο (Ν. 1867/1989, άρθρο 17), πολύ πριν από την εν λόγω συνταγματική διάταξη, αλλά και με την μεταγενέστερη σχετική νομοθεσία.
Η επικρατούσα σύγχυση ενισχυμένη από αυτή τη συνταγματική διάταξη και εκτρέποντας προς ένα εξουσιαστικό ρόλο στα πράγματα της Ομογένειας5 αλλά και υπό αυτόν επί τα χείρω με διάφορους συμπληρωματικούς και αντικρουόμενους ρόλους, έχει επιφέρει μια ζημιογόνα σειρά «κακοδαιμονιών». Αυτές θεωρούμε είναι:
Πρώτο, η πληθωριστική και, ως εκ τούτου, μεγάλου λειτουργικού κόστους συγκρότηση του ΣΑΕ, συγκριτικά με άλλες χώρες που διατηρούν συμβουλευτικά σώματα για τους αποδήμους τους (Ιταλία, κ.ά.)6 και κατ` αντίφαση με τον αρχικό σχεδιασμό της ΓΓΑΕ. Σχεδιασμός, που, ας σημειωθεί εδώ, στηρίχτηκε στην μελέτη των οργανωτικών μοντέλων της Ιταλίας και άλλων χωρών αποστολής μεταναστών.
Σύνθεση, διαμορφούμενη κυρίως βάσει ενός κατ` επίφαση «αναλογικού» μέτρου7 και εν μέρει βάσει επιλογής. Ακραία πληθωρική, χωρίς συγκεκριμένο όριο οροφής αριθμού εκπροσώπων, που έχει οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες αυξήσεις του αριθμού των εκπροσώπων. Ειδικά, η διαμόρφωση της σύνθεσης του με πολυμελείς εκπροσωπήσεις των ομοσπονδιών κοινοτήτων και των κληρικολαϊκών συνελεύσεων, και εκ παραλλήλου μεγάλου αριθμού οργανώσεων με την ιδιότητα των δήθεν «οργανώσεων στρατηγικής σημασίας». Κατά πελατειακή κατάχρηση του όρου και των σχετικών κριτηρίων, επιτρέποντας αδιακρίτως, εξομοιωτικά, την εκπροσώπηση εκ παραλλήλου διαφόρων μικρών οργανώσεων.
Δεύτερο, οι παρουσιαζόμενες αποκλίσεις από τον συμβουλευτικό του ρόλο με την διενέργεια προγραμμάτων, άσχετων με τον συμβουλευτικό του ρόλο. Προγραμμάτων, όπως τα ιατρικά κέντρα σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, ή όπως τα γνωστά προγράμματα φιλοξενίας της ΓΓΑΕ και άλλα, που δεν συνάδουν με το συμβουλευτικό του ρόλο8. Που, αντί άλλου, παράγουν ασύμφορες επικαλύψεις ρόλων και δαπανών, σε σχέση με το κράτος, τη ΓΓΑΕ, αλλά και τις οργανώσεις των ομογενών που διενεργούν και παρέχουν προγράμματα και υπηρεσίες. Όπως, η Εκκλησία, οι μεγάλες ιστορικές κοινότητες και άλλες οργανώσεις.
Τρίτο, οι παράγωγες παρενέργειες από τις παραπάνω άσχετες με το ρόλο του δραστηριότητες σε ότι έχει να κάνει με τον υπάρχοντα οργανωτικό ιστό της Ομογένειας, τις σχέσεις εξουσίας και τη κατανομή των ρόλων μεταξύ των μεγάλων παροικιακών οργανώσεων. Ο ρόλος των οποίων παρουσιάζεται να απαξιώνεται και υποκαθίσταται, κατά ένα μέρος, με τις δραστηριότητες και τα προγράμματα του ΣΑΕ.
Δραστηριότητες, οι οποίες, σε συνδυασμό με την προνομιακή στήριξη του από το κράτος (υλική και θεσμική), το φέρουν σε προνομιακή, πλεονεκτική, προγραμματική και εξουσιαστική θέση στα πράγματα της Ομογένειας. Επί ζημία της σημασίας, του ρόλου και του κύρους των μεγάλων ιστορικών οργανώσεων και της Εκκλησίας, αλλά και της συνοχής των ομογενειακών οργανώσεων. Αν λάβουμε υπόψη τις διάφορες αντιθέσεις που έχουν παρατηρηθεί – στις σχέσεις με την Εκκλησία αλλά και με μεγάλες, ανεξάρτητες από την Εκκλησία οργανώσεις9.
Τέταρτο, και τέλος, οι προβλέψεις που εισήχθησαν στο Νόμο 3480/2006 μετά από προτάσεις των οργανώσεων-μελών του ΣΑΕ, ότι το ΣΑΕ εκτός των άλλων αποτελεί και «διεκδικητικό» αλλά και εντούτοις κατ` αντίφαση, «υποστηριχτικό» προς την Ελληνική Πολιτεία όργανο. Ρόλοι καθ` όλα αντιφατικοί, αντικρουόμενοι, εκτρέποντας το σε ρόλο «εκκρεμούς» προς τη μια ή στην άλλη κατεύθυνση. Αλλά οι οποίοι για να υπηρετηθούν προϋποθέτουν και συνεπάγονται δαπάνες για το κράτος.
Επιδρώντες παράγοντες στη λειτουργία των οργανώσεων και συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η λειτουργία των οργανώσεων και η απόδοση τους, όπως του ΣΑΕ, ιδωμένη υπό το πρίσμα των διαφόρων οπτικών της οργανωσιακής θεωρίας προσδιορίζεται συνδυαστικά από πολλούς προσδιοριστικούς παράγοντες. Τα αίτια και τα αποτελέσματα εμφανίζονται να αλληλεπιδρούν και να εναλλάσσονται. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι άνθρωποι, συχνά δε καθοριστικότεροι και υπέρτεροι των θελήσεων των ανθρώπων, ο σχεδιασμός και η ειδίκευση των οργανώσεων, οι τρόποι και οι μηχανισμοί με τους οποίους δομούνται και διοικούνται οι οργανώσεις και το πλαίσιο λειτουργίας τους. Αν και δεν αποκλείουν αποκλείσεις από τα δρώντα μέλη τους, από τις ικανότητες διαχείρισης και εκπλήρωσης του ρόλου τους.
Στην περίπτωση του ΣΑΕ, ως κύριοι παράγοντες εμφανίζονται από την ανάλυση που προηγήθηκε η επικρατούσα σύγχυση για τον ρόλο και την αποστολή του και οι μεγάλοι θεσμικοί εταίροι συνδιαμόρφωσης των δομών οργάνωσης του οργανισμού.
Από την οπτική της θεωρητικής και κριτικής αυτής προσέγγισης των αντιφάσεων και των παθογενειών του θεσμού, θεωρούμε εντελώς ατεκμηρίωτα και επί αδίκω όσα δημοσιεύματα ταυτοποιούν ως φταίχτες τα μέλη των προεδρείων του ΣΑΕ και όχι τις
υπέρτερες σε δύναμη ισχύος δυνάμεις που έχουν συνδιαμορφώσει τις δομές οργάνωσης του ΣΑΕ.
Τους μεγάλους, θεσμικούς συμπαίκτες. Παίκτες οι οποίοι θα πρέπει να αναλάβουν τις ιστορικές ευθύνες τους για την συντεχνιακή συμβολή τους στον αποπροσανατολισμό του ΣΑΕ από τον συμβουλευτικό του ρόλο και την πλαισίωση του εκ παραλλήλου με άλλους. Αναιτιολόγητους και αντιφατικούς. Ρόλοι, οι οποίοι το έχουν εκτρέψει σε μια υψηλού λειτουργικού κόστους και εκτός ελέγχου «Ακυβέρνητη Πολιτεία», προς ζημία του ελληνικού κράτους (υλική και όχι μόνον), του ίδιου ΣΑΕ και της Ομογένειας.
Σχόλια Facebook