Για τις ευθύνες αποκατάστασης και στήριξης του ρόλου του ΣΑΕ
Του Βασίλη Τσαπαλιάρη
Mε την εκλογή της νέας κυβέρνησης, τον Σεπτέμβριο, επανήλθε στο προσκήνιο το θέμα του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), μετά από πολλά χρόνια αναστολής της λειτουργίας του, με τη δήλωση του αρμόδιου ΥΦΥΠΕΞ. κ. Γ. Αμανατίδη, ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία για το ΣΑΕ. Πρωτοβουλία για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του, και ειδικότερα την τροποποίηση του Ν. 3480/2006.
Πρόκειται, για μια ακόμα εξαγγελθείσα νέα πρωτοβουλία. Σε συνέχεια αυτής που ατύχησε να ολοκληρωθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση. Ύστερα από την προηγηθείσα δραματική απόφαση, του 2011, της τότε αρμόδιας κυβερνητικής ηγεσίας, να προβεί με σχετική καθυστέρηση στην τροποποίηση του Νόμου 3480/2006 και στην «παράταση της αναβολής σύγκλησης της Τακτικής Συνέλευσης», η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί το 2010. Πράξη η οποία, όπως γράφτηκε στον Τύπου, είχε ως επίσημη αιτιολογία την «ανάγκη για αλλαγή του νόμου, με βασικό άξονα την εξεύρεση τρόπων αυτοχρηματοδότησης του οργανισμού».
Η επιδίωξη «αυτοχρηματοδότησης» του ΣΑΕ, με αφορμή την οικονομική κρίση, μπορεί να ερμηνευτεί ότι μεταθέτει το κόστος λειτουργίας του κυρίως στην Ομογένεια και στα μέλη του, με προφανές ρίσκο – για μια σειρά λόγους που θα αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία – την ομαλή συνέχεια, την αναδιοργάνωση του οργανισμού και το σπουδαιότερο την αποκατάσταση του συμβουλευτικού του ρόλου.
Ρόλος που έχει εκπέσει, με την επιβάρυνση της λειτουργίας του, με προγράμματα και δραστηριότητες που δεν συνάδουν με τον συμβουλευτικό του ρόλο, αντίκεινται στο πνεύμα και στο γράμμα του νόμου, και το σπουδαιότερο το τρέπουν να τον υπηρετεί πλημμελώς και παρεργατικά, προς ζημία της Ομογένειας.
Από μια δε ιδιαίτερη, επί μέρους, οπτική προς βλάβη της συνοχής του οργανωτικού ιστού της Ομογένειας. Όπου σε ένα ορισμένο βαθμό έχουν καταγραφεί αντιθέσεις και ανακατατάξεις στην οργάνωση της Ομογένειας. Οργανωτικής φύσης πιέσεις και τάσεις υποκατάστασης του ρόλου των οργανώσεων από τα Συμβούλια των Περιφερειών ΣΑΕ και εκκρεμούν από μακρού αντιθέσεις στις σχέσεις του ΣΑΕ με την Εκκλησία.
Mε την αναστολή της Τακτικής Συνέλευσης και την ολοκλήρωση της θητείας του τελευταίου Προεδρείου του ΣΑΕ, το 2010, υπό την πίεση του πανικού της κρίσης, φάνηκε να έμεναν στον «αέρα» και να εκκρεμούσαν ανειλημμένες οικονομικές υποχρεώσεις των μελών του Προεδρείου, προς ζημία του κύρους του οργανισμού. Παρά τη σύννομη υποχρέωση του ελληνικού κράτους για την κάλυψη των δαπανών του. Αφού, ως γνωστόν, το ίδιο το ελληνικό κράτος, έχει αναλάβει την υποχρέωση χρηματοδότησης του, προσδιορίζοντας μάλιστα το ίδιο το κόστος λειτουργίας του, τρέποντας το σε ένα «χλιδάτο», υψηλού λειτουργικού κόστους οργανισμό.
Σε προφανή μάλιστα αντίφαση με τον αρχικό σχεδιασμό της ΓΓΑΕ για ένα ολιγάριθμο, λειτουργικό και μη δαπανηρό για το κράτος όργανο. Όργανο για το οποίο το μέτρο εκπροσώπησης οδηγούσε, βάσει του εν λόγω αρχικού σχεδιασμού, σε ένα σώμα 51 εν συνόλω συνέδρων[i], και με οροφή το όριο πως «ο αριθμός των εκπροσώπων κάθε χώρας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τους τέσσερεις». Όριο που αφορούσε την περίπτωση της εκπροσώπησης των χωρών με μεγάλους συμπαγείς ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, και ειδικά την περίπτωση των ΗΠΑ, ώστε να εξασφαλιστεί μια κατ` οικονομία ισχνή αναλογική εκπροσώπηση και να περιοριστεί στο ελάχιστο η συνολική δύναμη και το λειτουργικό κόστος του οργανισμού.
Την πράξη αναστολής της λειτουργίας του οργανισμού, ήλθε να συμπληρώσει η μειωτική και εντελώς αψυχολόγητη πράξη έξωσης του από το οίκημα Μακρίδη της Θεσσαλονίκης με αιτιολογικό την ανάγκη εγκατάστασης σε αυτό υπηρεσιών του Δήμου. Οίκημα το οποίο του είχε παραχωρηθεί για την εγκατάσταση των γραφείων του στη συμπρωτεύουσα. Πράξη, που με τον τρόπο που έγινε ήταν ως ο Δήμος Θεσσαλονίκης να όφειλε, για συμβολικούς λόγους φιλοξενίας της «παγκόσμιας» έδρας του οργανισμού, να θέσει ένα τελευταίο καρφί στο φέρετρο της κηδείας του οργανισμού, έπειτα από την κατασκευή του εσπευσμένου θεσμικού θανάτου του, με την νομοθετική πράξη της αναβολής σύγκλησης της Τακτικής του Συνέλευσης.
Από αυτή την άποψη των πολιτικών παλινωδιών που έχουν καταγραφεί ως προς τη διαχείριση της λειτουργίας του, αλλά και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων από την παρέκκλιση του θεσμού, φοβούμαστε ότι η νέα πρωτοβουλία από την παρούσα κυβέρνηση δεν θα διορθώσει τα κακώς κείμενα. Ότι μη αγγίζοντας τα, ειδικά υπό την υφιστάμενη πίεση άλλων προτεραιοτήτων και μεταθέτοντας την ευθύνη χρηματοδότησης και λειτουργίας του στην προαίρεση και μόνον των μελών του και της Ομογένειας, θα οδηγηθούμε σε οριστική κατάρρευση του ΣΑΕ. Αν ειδικά λάβουμε υπόψη το σχετικά υψηλό κόστος λειτουργίας του οργανισμού και την αντικειμενική δυσκολία έγκαιρης και επαρκούς εξυπηρέτησης των δαπανών του οργανισμού από τις οργανώσεις–μέλη του και την Ομογένεια – για μια σειρά οργανωσιακούς, κοινωνικούς και άλλους λόγους, που θα αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία.
Από την άποψη μάλιστα της δυσκολίας έγκαιρης, επαρκούς και συνεχούς ροής χρηματοδότησης του από πόρους της Ομογένειας, θεωρούμε επιβεβλημένη την συνέχιση της χρηματοδότησης της του από το κράτος, ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας του οργανισμού. Επιβεβλημένη, σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του, αποτρέποντας την κρατούσα σύγχυση για το ρόλο του, τις παρατηρούμενες αποκλίσεις από τον εξ ορισμού συμβουλευτικό του ρόλο. Ειδικότερα, τις επικαλύψεις ρόλων και υπηρεσιών με τις υπηρεσίες του κράτους και τις οργανώσεις της Ομογένειας και τις περιττές δαπάνες που αυτές προκαλούν.
Κι ακόμα επιβάλλοντας ανώτατη οροφή στη σύνθεση του σώματος των εκπροσώπων. Κατά κύριο λόγο, ως προς τις πολυμελείς εκπροσωπήσεις ορισμένων οργανώσεων, καθώς η εκπροσώπηση και η παρουσίαση των θέσεων τους θα μπορούσε κάλλιστα να καλυφθεί ακόμα και με την παρουσία ενός και μόνο εκπροσώπου. Όπως προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός, που αναφερθήκαμε σε προηγούμενο σημείο, αποβλέποντας, με τα μέτρα και τα σταθμά εκείνης της εποχής, σε ένα «λειτουργικό και μη δαπανηρό για το κράτος όργανο».
Μέτρα και σταθμά, τα οποία πιστεύουμε αποκτούν πολύ περισσότερη σημασία σήμερα. Στις παρούσες ειδικά συνθήκες οικονομικής στενότητας και αναγκαστικής κρατικής λιτότητας. Αλλά και της παρουσιαζόμενης έως τώρα αποτυχίας εξεύρεσης τρόπων «αυτοχρηματοδότησης» του και της αδράνειας στην οποία έχει περιέλθει από την αδυναμία κάλυψης του κόστους λειτουργίας του οργανισμού.
Αποτυχία, που, θεωρούμε, επιβάλλει εκ των πραγμάτων την αναπροσαρμογή των συντελεστών και του κόστους λειτουργίας του οργανισμού. Την δραστική μείωση τους, αλλά και τη συνέχιση της συνδρομής του κράτους. Κατά το μέτρο που του επιτρέπουν οι συνθήκες και μπορεί να επιτευχθεί από τη μείωση του κόστους λειτουργίας του οργανισμού.
Η συνέχιση της χρηματοδότησης του ΣΑΕ από το κράτος, θεωρούμε, επιβάλλεται και αν το δούμε με όρους κόστους – οφέλους και αμοιβαιότητας. Ειδικά σε σχέση με τα πολλαπλά οικονομικά και άλλα οφέλη που επωφελείται η Ελλάδα από τους ομογενείς, αναλογικά με το κόστος λειτουργίας του ΣΑΕ.
[1] Αριθμός σημαντικά κατώτερος της δύναμης που προέκυψε με αφετηρία την Ιδρυτική Συνέλευση του ΣΑΕ, η οποία από 264 εκπροσώπους στην προαναφερόμενη συνέλευση, το 1995, έφτασε (με σταδιακές αυξήσεις τις ενδιάμεσε τακτικές συνελεύσεις) τους 750 στην τακτική του συνέλευση, το 2003. Λεπτομέρειες σχετικά με τον αρχικό σχεδιασμό, βλέπε: Πρακτικά και Πορίσματα του 1ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Αποδήμων Ελλήνων, έκδοση ΓΓΑΕ, Αθήνα, 1985, σ. 273-305 (σχετική εισήγηση Ν. Πετρόπουλου), επίσης Πρακτικά 1ης Συνδιάσκεψης Ομοσπονδιών Αποδήμων Ελλήνων, 6-8/12/1990, έκδοση ΓΓΑΕ, Αθήνα, 1991, σ. 67-101 (επίσης εισήγηση Ν. Πετρόπουλου). Βλ. επίσης το σχέδιο ΠΔ επί θητείας Α. Ζαΐμη, «Ομογενειακό Βήμα», τεύχος 8, περιοδική έκδοση της ΓΓΑΕ.
Σχόλια Facebook