Θεία Λειτουργία και Ελληνική Γλώσσα

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να εξοστρακισθεί η Ελληνική Γλώσσα από τη Θεία Λειτουργία, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες του εξωτερικού, με το επιχείρημα ότι οι ενορίτες δεν μιλούν όλοι Ελληνικά, είτε είναι ελληνικής καταγωγής, είτε είναι ξένοι. Τη φορά αυτή η προσπάθεια γίνεται από τον ιερατικό προϊστάμενο της κοινότητας του Αγίου Νικόλαου στην πόλη Λέξιγκτον της Μασαχουσέτης, π. Δημήτριο Κωσταράκη.

Η απόπειρα έχει γίνει και μέσα στην ίδια την Ελλάδα, όπου εγέρθηκε από ορισμένους ζήτημα μετάφρασης στην Δημοτική του Ευαγγελίου, με το πρόσχημα ότι όλοι οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν την ελληνική γλώσσα της εποχής του Ιησού, η οποία ήταν αρκετά γνωστή τα χρόνια εκείνα στην Παλαιστίνη.

‘Οπως διαβάζουμε στην «wikipedia»: Η ελληνική γλώσσα που συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η κλασική αττική γλώσσα. Επειδή μάλιστα επικρατούν πολλές ασυνήθιστες και άγνωστες στην αρχαία ελληνική λέξεις και εκφράσεις, πριν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πίστευαν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη «ιερή» γλώσσα, που την ονόμαζαν «βιβλική ελληνική».

Από τότε όμως που νέοι πάπυροι της ελληνιστικής εποχής βρέθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα και οι ερευνητές μελέτησαν τη γλώσσα των κειμένων αυτών που προέρχονταν από την καθημερινή ζωή (ιδιωτικές επιστολές, συμφωνητικά κ.ά), διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η «κοινή» ελληνιστική, η γλώσσα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων που αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και της οποίας συνέχεια είναι η νέα ελληνική.

Επομένως, η διάδοση του Χριστιανισμού στον κόσμο έγινε από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των “εβδομήκοντα”. Κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.

Καθίσταται επομένως πρόδηλο, ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεμένη με την Χριστιανική Διδασκαλία. Καθώς και ο Βυζαντινός Ρυθμός με τη Θεία Λειτουργία.

Αυτά ως προς το θρησκευτικό μέρος του θέματος.

Υπάρχει, όμως, και το εθνικό. Είναι βέβαιο και πανθομολογούμενο πως αν από τον Ελληνισμό του Εξωτερικού αφαιρέσεις την Ελληνική Γλώσσα, που είναι η Ταυτότητα του Έλληνα, εκείνο που, με το πέρασα των χρόνων, θα απομείνει, είναι μία  ξεθωριασμένη άνευ σημασίας ανάμνηση, πως «κάποια ρίζα» είναι ελληνική…

Αυτή η ανάμνηση, όμως, καμία δεν θα έχει αξία. Παραδείγματα περί τούτου, άπειρα. Σήμερα πολλά ελληνικά επίθετα είναι ξενικής προέλευσης, όπως π.χ. του υποφαινόμενου που προέρχεται από την Ιταλία. Το ότι κάποιος μακρινός πρόγονος έφθασε στην Ελλάδα από την άλλη άκρη του Ιονίου Πελάγους και εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά (ο άλλος κλάδος της οικογένειας πήγε στην Σαντορίνη) καμία δεν έχει εθνική, συναισθηματική ή όποια άλλη, πλην της γνωστικής, σημασία για τα μέλη της οικογένειας σήμερα. Εάν, όμως, είχαν διατηρηθεί κάποια στοιχεία εθνογραφικά ή κάποια  ψήγματα έστω της ιταλικής γλώσσας στην οικογένεια, μάλλον η μακρινή καταγωγή θα είχε κάποια ουσιώδη «διασύνδεση» με τα υπάρχοντα σήμερα στη Βόρειο Ιταλία αδιάφορα ενθυμήματα του ευρύτερου Κλάδου. (Οικόσημο, Ομώνυμη πλατεία, Πύργος κλπ.).

Επομένως, από το απλό αυτό παράδειγμα καθίσταται πρόδηλο ότι όσοι στο όνομα οποιασδήποτε πραγματικής ή εικονικής ανάγκης, εξοστρακίζουν την ελληνική Γλώσσα από την ελληνική Ομογένεια, βεβαίως και πρωτίστως από τις Εκκλησιές τους, διαπράττουν εθνικό έγκλημα. Προδιαγράφουν την σταδιακή αποξένωση της Ομογένειας από την μητέρα πατρίδα!

Εξάλλου, δεν γνωρίζουμε αν στην συγκεκριμένη Ενορία η Εκκλησία, που έχουμε το νέο συμβάν, έχει και ελληνικό Σχολείο. Ωστόσο, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής έχει ελληνικά Σχολεία που παράγουν σπουδαίο έργο. Ε, τα παιδιά στο ελληνικό Σχολείο π.χ. του Αγίου Δημητρίου θα μαθαίνουν το απόγευμα ελληνικά, θυσιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους, και στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου θα παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία στα …αγγλικά ή στα Ισπανικά;

Αλλά και μόνο το ιστορικό γεγονός ότι στην έξωση της ελληνικής Γλώσσας από τις Εκκλησιές της Ομογένειας αντιτάχθηκε σθεναρώς το 1970 ο μέγιστος των Οικουμενικών Πατριαρχών, Αθηναγόρας, δείχνει το άτοπο της νέας προσπάθειας. Δύο χρόνια κράτησε ο Αγώνας εκείνος του Μπάμπη Μαρκέτου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο πλευρό του. Το 1972 ο μακαριστός Ιάκωβος πήρε το «τόλμημα» πίσω. Λίγο αργότερα, ο Αθηναγόρας καλούσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Μπάμπη Μαρκέτο και τον πρώτο -τότε- βοηθό του δημοσιογράφο, Παναγιώτη Μακριά, (σήμερα εκδότη του ομογενειακού Περιοδικού Estiator) επιδαψιλεύοντας τιμές και την προσφώνηση πως με τον αγώνα τους «έσωσαν τα Όσια και Ιερά της Φυλής και του Γένους».

Ανάμεσα στα νεότευκτα επιχειρήματα, είναι αυτό των Μικτών γάμων. Εάν η μητέρα είναι Ελληνικής καταγωγής, τα παιδιά θα οδηγηθούν στην ελληνική Εκκλησία. Πολλές φορές θα ακολουθήσει και ο σύζυγος. Και αυτόν θέλουμε να κερδίσουμε. Μία λέξη ελληνικά να μάθουν στην Εκκλησία, είναι σπουδαίο. Το να συνδέσουν δε την Χριστιανική Πίστη με την ελληνική Γλώσσα, είναι πολύτιμο.

Εάν η μητέρα είναι αλλόθρησκη και ο σύζυγος είναι ελληνικής καταγωγής και στην οικογένεια αυτή υπάρχει από πλευράς συζύγου παππούς και γιαγιά, πάλι το παιδί θα οδηγηθεί στην ελληνική θρησκεία. Μαζί μ΄ αυτό ίσως και οι γονείς του. Και αυτούς θέλουμε να κερδίσουμε.

Το να χάσουμε έναν αγγλόγλωσσο Ορθόδοξο εξαιτίας της Γλώσσας, είναι μάλλον απίθανο. Εάν είναι ορθόδοξος και δεν υπάρχει στην Ενορία του άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία θα πάει στην Ελληνική, αδιαφορώντας για τη Γλώσσα. Ακόμη και Καθολικός που δεν έχει στη γειτονιά του Καθολική Εκκλησία, πάλι θα πάει στην Ελληνική Εκκλησία, που είναι η πλησιέστερη σ΄ αυτό που πιστεύει.

Τα παραδείγματα αυτά μπορεί να μεταβάλλονται κατά περιπτώσεις, αποδεικνύουν όμως ότι ο εξοστρακισμός της Ελληνικής Γλώσσας από τις Εκκλησίες της Ομογένειας ούτε επιβεβλημένος είναι ούτε ουσιαστικά θα μεταβάλει υπέρ ημών τα δεδομένα. Το αντίθετο.

Αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο, με την πάροδο των ετών όλο και λιγότεροι Ιερείς να είναι Έλληνες πρώτης ή δεύτερης γενιάς. Και πως οι αγγλόφωνοι Ιερείς διευκολύνονται με τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας.  Αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα που πρέπει να το λύσουν από κοινού οι κατά τόπους Αρχιεπισκοπικές Αρχές με το Ελληνικό Κράτος και όχι ο κάθε Εφημέριος στα στενά πλαίσια της Ενορίας του.

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει η καταφυγή στη παραχώρηση του Πατριαρχείου της αποδοχής των αποφάσεων του 1964 για την ανάγνωση του Ευαγγελίου και της Απο­στολικής Επιστολής και στην αγγλική. Ας προσθέσουν το Σύμβολο της Πίστεως και την Κυριακή Προσευχή και μάλλον θα έχει πληρωθεί κατά τον καλύτερο τρόπο κάθε γλωσσική ανάγκη.