Κι όμως, δεν κοιμόμαστε λιγότερες ώρες!
Λος Άντζελες, Καλιφόρνια
«Η μικρή διάρκεια του ύπνου σε αυτούς τους πληθυσμούς θέτει υπό αμφισβήτηση την πεποίθηση ότι ο ύπνος έχει μειωθεί σημαντικά στον “σύγχρονο κόσμο”» λέει ο Ζερόμ Σπίγκελ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, επικεφαλής της δημοσίευσης στην έγκριτη επιθεώρηση Current Biology.
Εδώ και δεκαετίες, πολλοί επιστήμονες υπέθεταν ότι ο ηλεκτρικός φωτισμός, η τηλεόραση, οι καφετιέρες και, πιο πρόσφατα, το Διαδίκτυο και οι φορητές συσκευές, μείωσαν τη μέση διάρκεια ύπνου σε σχέση με τα «φυσικά επίπεδα».
Οι πρόγονοί μας, υπέθεταν πολλοί, πρέπει να κοιμούνταν από τη δύση μέχρι την ανατολή, ή περίπου δύο με τρεις ώρες περισσότερο από ό,τι στις βιομηχανικές κοινωνίες. Σήμερα, το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου συνιστά 7 με 9 ώρες για τους ενήλικες.
Ο Δρ Σπίγκελ όμως διαφωνεί: «Πριν αρχίσουμε να λέμε στον κόσμο ότι χρειάζεται περισσότερο ύπνο, θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε ότι αυτό ευσταθεί»σχολιάζει στο δικτυακό τόπο του περιοδικού Science.
Για να βρει την απάντηση, ο Σπίγκελ και η διεθνής ομάδα του εξέτασε τρεις φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε δύο ηπείρους: τους Χάζντα της Τανζανίας, τους Σαν της Ναμίμπια και τους Τσιμανέ της Βολιβίας. Συνολικά 94 άτομα δέχθηκαν να φορέσουν μια μικρή συσκευή που παρακολουθεί διαρκώς τα επίπεδα δραστηριότητας και φωτισμού, προσφέροντας δεδομένα για συνολικά 1.165 μέρες και νύχτες.
Η ανάλυση έδειξε παρόμοιες συνήθειες ύπνου και στις τρεις κοινωνίες. Η μέση διάρκεια του ύπνου και στις τρεις περιπτώσεις ήταν 6,9 έως 8,5 ώρες, ή 5,7 έως 7,1 ώρες αν αφαιρέσει κανείς τα ενδιάμεσα διαστήματα εγρήγορσης.
Οι αριθμοί αυτοί είναι παρόμοιοι με αυτούς που κατέγραψε μια μεγάλη μελέτη της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου το 2002, η οποία κάλυπτε δύο εκατομμύρια ανθρώπους και έδινε μια μέση διάρκεια ύπνου 6,5 έως 7,5 ωρών την ημέρα.
Υπάρχουν όμως κι άλλα αναπάντεχα ευρήματα: παρά την έλλειψη τεχνητού φωτισμού, καμία από τις φυλές δεν έπεφτε για ύπνο με τις κότες -κατά μέσο όρο έμεναν ξύπνιοι για τρεις ώρες μετά τη δύση και σηκώνονταν πριν την ανατολή, χωρίς μάλιστα να ελπίζουν σε έναν μεσημεριανό υπνάκο, μια μάλλον άγνωστη έννοια.
Επίσης, και στις τρεις περιπτώσεις η διάρκεια του ύπνου ήταν κατά μία ώρα μεγαλύτερη το χειμώνα.
«Παρά το διαφορετικό γενετικό προφίλ, την ιστορία και το περιβάλλον τους, διαπιστώνουμε ότι και οι τρεις ομάδες είχαν παρόμοια οργάνωση ύπνου» επισημαίνει ο Δρ Σπίγκελ σε ανακοίνωση της ομάδας του.
Υποστηρίζει ακόμα ότι η διάρκεια του ύπνου δεν συνδέεται μόνο με τα επίπεδα του φωτός, όπως έχουν προτείνει άλλες μελέτες, αλλά και με τα επίπεδα θερμοκρασίας: οι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες τείνουν να πέφτουν για ύπνο την ώρα που δροσίζει και ξυπνούν όταν η ζέστη επιστρέφει.
Υπάρχει πάντως και μια αξιοσημείωτη διαφορά των τριών φυλών από τις βιομηχανικές κοινωνίες: κανείς δεν παραπονέθηκε για αϋπνία.
Για την ακρίβεια, δεν είχαν καν λέξη για αυτό το πρόβλημα.
Η παρατήρηση αυτή εγείρει το ενδιαφέρον ενδεχόμενο, λένε οι ερευνητές: αϋπνία ίσως είναι αποτέλεσμα διαταραχής των περιβαλλοντικών παραγόντων που ρυθμίζουν τον ανθρώπινο ύπνο, κυρίως του φωτός και της θερμοκρασίας.
Όπως το θέτει ο Δρ Σπίγκελ, «η μίμηση του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζουν αυτές οι ομάδες ενδέχεται να είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση ορισμένων σύγχρονων διαταραχών του ύπνου, ειδικά της αϋπνίας, από την οποία πάσχει πάνω από το 20% του αμερικανικού πληθυσμού».
Με άλλα λόγια, άλλο η αϋπνία, άλλο η διάρκεια του ύπνου.
Βαγγέλης Πρατικάκης
Newsroom ΔΟΛ
Σχόλια Facebook