Στοχασμοί: Αργότερα…‏

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΜΙΚΟΣ

Συγγραφέας

Για την ΡΗΡ

Σε είδα μέσα στο λεωφορείο, και ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω! Αλλά ντρεπόμουνα, δείλιασα, ποιος ήμουν εγώ που θα μου έδινες την παραμικρή σημασία; Η μορφή σου όμως, δεν έλεγε να φύγει από τη ματιά μου.
Αργότερα, στην επόμενη στάση σκέφτηκα, τότε θα σου μιλήσω. Ναι, η επόμενη στάση, αυτός θα είναι ο στόχος μου. Και έπλασα σε όλη τη διαδρομή, τον τρόπο που θα σε πλησιάσω.
Μόλις το λεωφορείο σταμάτησε, σηκώθηκα από τη θέση μου για να έρθω να σε βρω. Αλλά εσύ, είχες κατέβει ήδη τα σκαλιά! Δεν σε πρόλαβα! Έφυγες!
Βλάκα, αναφώνησα, σε έφαγε η αναβλητικότητα σου!
Ήξερα όμως τώρα πια, το που κατεβαίνεις.
Αργότερα, είπα μέσα μου, θα έρθω να σε περιμένω στη στάση σου.
Πήρα το δρόμο για τη δουλειά μου. Σκεφτόμουν. Θα σε περιμένω με λουλούδια, ναι, αυτό θα είναι αρκετό για να σπάσει τον πάγο. Πόσοι έρχονται να σε γνωρίσουν κρατώντας λουλούδια στο χέρι;
Περνάω μπροστά από το ανθοπωλείο και κοντοστέκομαι.
Μπα, αργότερα θα τα πάρω, τι θα πω τώρα στο γραφείο αν με δουν με τα λουλούδια;
Και το προσπερνάω σκεφτόμενος ότι αργότερα θα είναι μια χαρά.
Όταν επιτέλους σχόλασα από τη δουλειά μου, έτρεξα στο ανθοπωλείο γεμάτος χαρά. Τα είχα όλα οργανώσει στο μυαλό μου. Πως θα σε πλησιάσω, τι θα σου πω, πώς θα σε προσεγγίσω.
Αλλά έξω από το μαγαζί, με περίμενε μια έκπληξη!
Κλειστό λόγο ασθενείας, έγραφε.
Χάος στο κεφάλι μου. Τι με έπιασε και δεν τα πήρα τα λουλούδια πιο πριν; Και αν μου έλεγαν το οτιδήποτε στο γραφείο, θα τους απαντούσα να κοιτάνε τη δουλειά τους!
Πήγα στη στάση σαν χαμένος. Είχε γκρεμιστεί όλο μου το σχέδιο. Εσύ, ήσουν όμως εκεί. Σε πλησίασα μη ξέροντας τι να σου πω.
Αργότερα σκέφτηκα, όταν θα είμαστε μέσα, θα είναι πιο εύκολο. Τότε θα σε πλησιάσω.
Γυρνάς το βλέμμα σου, και τα μάτια μας συναντώνται.
Για λίγη ώρα, μένουμε έτσι σιωπηλοί, ατενίζοντας ο ένας τον άλλον.
Χτυπάει γοργά η καρδιά μου, αλλά η ντροπαλοσύνη μου υπερισχύει και χαμηλώνω πρώτος τα μάτια. Αργότερα, σκέφτομαι, τώρα έχω παγώσει. Όμως, είναι θλίψη αυτό που διάβασα στα μάτια σου;
Μέσα στο λεωφορείο, έχει κόσμο πολύ. Δεν γίνεται τώρα σκέφτομαι, θα γίνω ρεζίλι. Θα κατέβω μαζί σου και θα σε ακολουθήσω. Αργότερα λοιπόν, θα βρω την ευκαιρία που θέλω. Όμως να που τα βλέμματά μας ξανασυναντήθηκαν. Δεν αποτραβάς το δικό σου, αλλά μένεις να με κοιτάζεις. Βέβαια, έχει κόσμο πολύ! Κοιτάς εμένα ή προς τα εμένα; Και τα μάτια σου, γιατί έχουν τόσο πόνο;
Θέλω να μην φανώ αδιάκριτος και αγενής, και έτσι για μια ακόμη φορά στρέφω αλλού τα μάτια μου.
Σε παρατηρώ που χαμηλώνεις το βλέμμα σου. Ίσως τελικά, να μην κοίταζες εμένα, αλλά να παίζει παιχνίδια η φαντασία μου. Ανοίγεις την τσάντα σου, βγάζεις το σημειωματάριό σου από μέσα και κάτι γράφεις. Και μετά, στυλώνεις τα μάτια σου στις εικόνες που περνάνε απέξω.
Πρέπει να είμαι χαζός που νόμιζα πως εμένα κοιτούσες. Από πού και ως που; Ούτε που με ξανακοίταξες σε όλη τη διαδρομή. Παρέμεινες με αυτό το άδειο σου βλέμμα να χαζεύεις απέξω.
Θα σε ακολουθήσω, αποφασίζω. Ίσως αργότερα, πιο κάτω, όταν θα έχεις κατέβει, να μου δοθεί μια καινούρια ευκαιρία να σε πλησιάσω.
Κατεβαίνουμε τα σκαλιά του μετρό. Δεν πειράζει, θα κάνω μια έξτρα βόλτα. Θέλω τόσο να σου μιλήσω, τόσο να σε γνωρίσω. Είτε κάτω στο σταθμό, είτε μέσα στο βαγόνι, θα το βρω το κουράγιο και θα σου μιλήσω. Από το πρωί το αναβάλω, και αν συνεχίσω έτσι, θα σε χάσω στο τέλος.
Έχουμε φτάσει στην πλατφόρμα και σε παρατηρώ από το πλάι. Μα, δάκρυα είναι αυτά που τρέχουν στα μάγουλά σου; Είσαι τόσο πληγωμένη;
Νοιώθω το στήθος μου να πονάει μαζί σου. Ναι, τώρα στα σίγουρα θα σου μιλήσω. Αργότερα, όχι μέσα στο σταθμό, όταν θα είμαστε στο βαγόνι. Κόσμο δεν έχει πολύ τέτοια ώρα, και θα μπορέσω να σε πλησιάσω. Ίσως να βρω ένα χαρτομάντιλο και να σου το δώσω, έτσι θα βρω και την κατάλληλη δικαιολογία!
Ακούγοντας το τρένο να πλησιάζει, σκύβω στην τσάντα μου για να βρω τα χαρτομάντιλα.
Τα ουρλιαχτά από τον κόσμο στην αποβάθρα και τα στριγκλίσματα των φρένων του συρμού με κάνουν να σηκώσω το κεφάλι μου.
Κάποιος, έπεσε στο κενό, και εσύ, δεν είσαι εκεί!
Βλέπω αποσβολωμένος την τσάντα σου μόνη, πάνω στην προβλήτα.
Είκοσι λεπτά αργότερα, ο αστυνομικός που είναι δίπλα μου, διαβάζει σε ένα συνάδελφό του το σημειωματάριό σου.
Ακούω τους λόγους που σε έκαναν να οδηγηθείς στην πράξη σου, και κάτω-κάτω, έχεις γράψει πρόχειρα κάτι τελευταίο.
Είμαι στο λεωφορείο, γράφεις, και για μια στιγμή πίστεψα ότι το τέλος που έχω προαποφασίσει δεν θα έρθει. Πίστεψα ότι κάποιος που από το πρωί τον είχα ξαναδεί, θα μου μιλήσει, θα με πλησιάσει. Είναι εδώ, μαζί μου τώρα. Αλλά μάλλον έχω ανάγκη να πιστεύω από κάτι μόνο και μόνο για να κρατηθώ από αυτό. Παρότι τον κοίταξα επίμονα, εκείνος γύρισε το βλέμμα του αλλού. Ίσως να νόμιζε ότι ήθελα να τον ψωνίσω. Βέβαια, ο άνθρωπος έχει τη δικιά του ζωή. Και εγώ, να διαβώ για το δικό μου τέλος.
Και συμπληρώνει ο αστυνομικός.
Αν σε αυτό τον τύπο, του άρεσε η κοπελιά και της είχε μιλήσει, τώρα δεν θα βρισκόμασταν εδώ.