ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Το όνειρο
Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας
Νύχτα, κατανύχτα, σαν σβήσανε τα φώτα της γιορτής,
στον ύπνο μου εβρέθηκα πάνω σ΄ ένα πουφ
στη μέση λέει του πουθενά,
Πίσω γκρεμός να χάσκει
κι ομπρός μου ρέμα βαθύ και σκοτεινά
και φόβος και τρομάρα.
Και ξαφνικά στη σιωπή ακούστηκε αντάρα!
Σαν ανακούφισης συριγμός, μακρόσυρτο ένα ούφ!
Ξαφνιασμένος έστρεψα το βλέμμα να κοιτάξω
Πού ‘θε ήρθε κειός ο στεναγμός που βγήκε από τα στήθη
Με μια ορμή που λες και κείνος ανεστήθη!
Κι είδα που λέτε σαν σκιά, να φεύγει τον Βαγγέλη
Μ ένα τρεμόγελιο στα χείλη κρεμασμένο!
Πάνω που έκανα να πω: Βαγγέλη, εσύ είσαι;
Κειός το μάτι μου ‘κλεισε με νόημα βαθύ,
«κοίτα, μου είπε, εγώ ξεμπέρδεψα και άλλο δεν κατέχω,
Άντε να δω τώρα αυτός πέρα πως θα τα βγάλει»!
Είπα να γυρίσω στο πλευρό λίγο να μ΄ εύρει ύπνος
Και πάνω που εγλάρωνα ήρθε να με ταράξει
Άλλη κραυγή σπαραχτική: «βόηθα Παναγιά»!
Εγύρισα και κοίταξα κι αυτό που είδα ήταν για,
σκηνή θαρρείς βγαλμένη από τον Δάντη
Αλέξης και Πάνος αγκαλιά, πάνω σε μια βαρέλα,
σαν τα ετερώνυμα που έλκονται με τρέλα,
να κλαίνε μ αναφιλητά κι από κοινού να λένε:
«τι νίκη τι τη θέλαμε τόσο παθιασμένα,
και τώρα πως χορεύουνε σε κάρβουνα αναμμένα;»
Ό,τι έκανα να πω: μωρέ κλαίτε αντί για γέλια;
Κι οι δυο τα χέρια σμίξανε και φτιάξανε αψίδα
Που ‘φτασε ως τον ουρανό και άλλο πλιο δεν είδα!
Μον΄ άκουσα μονόλογο προς τα επουράνια,
Να δώσει λέει δύναμη τα δύσκολα ν΄ αντέξει
φόρους και άλλα βάσανα στην πλάτη του Αλέξη!
Κι ως έκανα να κινηθώ, ξύπνησα κι είναι κρίμα,
Δεν είδα ποιος από τους δυο πρόλαβε να πει:
«Κοίτα τον Βαγγέλη πως γελά και πλαγιαστά την κάνει
Και ‘μεις εδώ απομείναμε μέσα στη μέγα πλάνη»!..
Σχόλια Facebook