Στοχασμοί: Ο κόσμος, δεν έχει αλλάξει.
Για την ΡΗΡ
Ξημερώθηκα και σήμερα και έτρεξα και άνοιξα το παράθυρο.
Όχι, ο κόσμος δεν είχε αλλάξει!
Οι ίδιες σκοπιμότητες, τα ίδια παιχνίδια, οι ίδιες αδικίες, ο πόνος και η λύπη σε όλα τα βλέμματα. Βασανισμένες ψυχές, στο απόηχο μιας καλοστημένης εταιρίας εκμετάλλευσης της ελπίδας. Ο κόσμος των μεγάλων!
Ένας κόσμος που μετράει τα πάντα με τα αποκτήματα. Πόσα έχεις, πόσα βγάζεις, πόσα έφτιαξες, πόσα αγόρασες, πόσα κατανάλωσες. Και όταν έρθει η ώρα της αποπληρωμής του στημένου παιχνιδιού, τρέχα να δεις πόσα θα μπορέσεις να κρατήσεις από αυτά τα παιχνιδάκια, μέχρι να σου πάρουν τελείως και το μυαλό.
Ο κόσμος των μεγάλων. Κάθε βλέμμα, αναλύεται και στο χρηματικό του αντίκρισμα. Κάθε χειραψία, κλείνει σιωπηρά συμφωνίες, συμβιβασμούς και συμμαχίες. Κάθε κουβέντα, δηλώνει και κάποια σχέση ισχύος ή αδυναμίας.
Χαμογελάω στον ήλιο, και ποτίζω τη γλάστρα μου. Της χαϊδεύω τα φύλλα. Είναι έτοιμη να πετάξει ένα λουλούδι. Κατεβάζω κάτω το περίσσευμα από το φαγητό και ταΐζω τα αδέσποτα που ζουν στο δρόμο. Θα ορκιζόμουν ότι χαμογελάνε! Δεν ανήκουν στον κόσμο των μεγάλων αυτά!
Χαιρετώ τη γειτόνισσα που με καλημέρισε. Η καλημέρα έλεγε η γιαγιά μου, είναι του Θεού. Ας την πάρει λοιπόν και ας την κάνει ότι θέλει! Δίνω και ένα φρούτο που έχω πάνω μου σε αυτόν που τον τελευταίο καιρό τριγυρνάει επαιτώντας στη γειτονιά. Χαμογελάει και αυτός. Μάλλον έχει βγει από το σύστημα των μεγάλων και ξαναθυμήθηκε το αυτονόητο της ευχαριστίας για κάτι που ποτέ δεν ήταν δεδομένο.
Και η μέρα κυλάει βλέποντας σε κάθε στιγμή της το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας γύρω μου. Ναι, έχει πολύ τσιμέντο η πόλη μου, αλλά τα φυτά εξακολουθούν να ανθίζουν, τα πουλιά να κελαηδούν στον ουρανό, οι γάτες να λιάζονται ανέμελες, τα παιδιά να παίζουν στις πλατείες ξεφωνίζοντας, και τα ζευγαράκια να κρατούν σφιχτά τα μυστικά τους στην αγκαλιά τους. Ούτε αυτοί ανήκουν στον κόσμο των μεγάλων.
Και το βράδυ σαν φτάνει, τα φώτα αυτής της πόλης δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, μάλλον σε αυτούς που μπορούν να το δουν. Γιατί όπως λέει και ο λαός, σε ένα αγρό, θα πάνε και οι μέλισσες και οι μύγες. Οι μέλισσες στα άνθη και οι μύγες στις ακαθαρσίες. Ο αγρός, ένας είναι. Και η πόλη μου, μία είναι. Οι άνθρωποι όμως, από μέλισσες μεταλλάσσονται σε μύγες!
Και σε αυτά τα βράδια, μένω κοιτάζοντας τα άστρα, να φαντάζομαι έναν κόσμο γεμάτο μέλισσες, ένα κόσμο με λιγότερα “θέλω να έχω” και με περισσότερα “δίνω”, ένα κόσμο που για να φτιάξει το μελίσσι του, θα έχει πρώτα γονιμοποιήσει το λουλούδι και όχι θα το έχει κόψει για να το πάρει μαζί του, ένα κόσμο που θα χαμογελάει γιατί τιτιβίζουν τα πουλιά, ένα κόσμο που θα ποτίζει το λουλούδι που αγαπάει και δεν θα το καταδικάζει μέσα σε ένα βάζο.
Ένα κόσμο, όχι όπως των μεγάλων, αλλά σαν αυτό των παιδιών, που τους τον στερούμε, και τα βιάζουμε να γίνουν σαν εμάς. Τον κόσμο της καρδιάς, της αγνότητας και της φαντασίας.
Όχι, και τώρα που το βράδυ έχει πέσει, ο κόσμος δεν άλλαξε.
Αλλά μπορώ ανενόχλητα να μένω ένα παιδί που μετράει τα άστρα.
Οι ίδιες σκοπιμότητες, τα ίδια παιχνίδια, οι ίδιες αδικίες, ο πόνος και η λύπη σε όλα τα βλέμματα. Βασανισμένες ψυχές, στο απόηχο μιας καλοστημένης εταιρίας εκμετάλλευσης της ελπίδας. Ο κόσμος των μεγάλων!
Ένας κόσμος που μετράει τα πάντα με τα αποκτήματα. Πόσα έχεις, πόσα βγάζεις, πόσα έφτιαξες, πόσα αγόρασες, πόσα κατανάλωσες. Και όταν έρθει η ώρα της αποπληρωμής του στημένου παιχνιδιού, τρέχα να δεις πόσα θα μπορέσεις να κρατήσεις από αυτά τα παιχνιδάκια, μέχρι να σου πάρουν τελείως και το μυαλό.
Ο κόσμος των μεγάλων. Κάθε βλέμμα, αναλύεται και στο χρηματικό του αντίκρισμα. Κάθε χειραψία, κλείνει σιωπηρά συμφωνίες, συμβιβασμούς και συμμαχίες. Κάθε κουβέντα, δηλώνει και κάποια σχέση ισχύος ή αδυναμίας.
Χαμογελάω στον ήλιο, και ποτίζω τη γλάστρα μου. Της χαϊδεύω τα φύλλα. Είναι έτοιμη να πετάξει ένα λουλούδι. Κατεβάζω κάτω το περίσσευμα από το φαγητό και ταΐζω τα αδέσποτα που ζουν στο δρόμο. Θα ορκιζόμουν ότι χαμογελάνε! Δεν ανήκουν στον κόσμο των μεγάλων αυτά!
Χαιρετώ τη γειτόνισσα που με καλημέρισε. Η καλημέρα έλεγε η γιαγιά μου, είναι του Θεού. Ας την πάρει λοιπόν και ας την κάνει ότι θέλει! Δίνω και ένα φρούτο που έχω πάνω μου σε αυτόν που τον τελευταίο καιρό τριγυρνάει επαιτώντας στη γειτονιά. Χαμογελάει και αυτός. Μάλλον έχει βγει από το σύστημα των μεγάλων και ξαναθυμήθηκε το αυτονόητο της ευχαριστίας για κάτι που ποτέ δεν ήταν δεδομένο.
Και η μέρα κυλάει βλέποντας σε κάθε στιγμή της το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας γύρω μου. Ναι, έχει πολύ τσιμέντο η πόλη μου, αλλά τα φυτά εξακολουθούν να ανθίζουν, τα πουλιά να κελαηδούν στον ουρανό, οι γάτες να λιάζονται ανέμελες, τα παιδιά να παίζουν στις πλατείες ξεφωνίζοντας, και τα ζευγαράκια να κρατούν σφιχτά τα μυστικά τους στην αγκαλιά τους. Ούτε αυτοί ανήκουν στον κόσμο των μεγάλων.
Και το βράδυ σαν φτάνει, τα φώτα αυτής της πόλης δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, μάλλον σε αυτούς που μπορούν να το δουν. Γιατί όπως λέει και ο λαός, σε ένα αγρό, θα πάνε και οι μέλισσες και οι μύγες. Οι μέλισσες στα άνθη και οι μύγες στις ακαθαρσίες. Ο αγρός, ένας είναι. Και η πόλη μου, μία είναι. Οι άνθρωποι όμως, από μέλισσες μεταλλάσσονται σε μύγες!
Και σε αυτά τα βράδια, μένω κοιτάζοντας τα άστρα, να φαντάζομαι έναν κόσμο γεμάτο μέλισσες, ένα κόσμο με λιγότερα “θέλω να έχω” και με περισσότερα “δίνω”, ένα κόσμο που για να φτιάξει το μελίσσι του, θα έχει πρώτα γονιμοποιήσει το λουλούδι και όχι θα το έχει κόψει για να το πάρει μαζί του, ένα κόσμο που θα χαμογελάει γιατί τιτιβίζουν τα πουλιά, ένα κόσμο που θα ποτίζει το λουλούδι που αγαπάει και δεν θα το καταδικάζει μέσα σε ένα βάζο.
Ένα κόσμο, όχι όπως των μεγάλων, αλλά σαν αυτό των παιδιών, που τους τον στερούμε, και τα βιάζουμε να γίνουν σαν εμάς. Τον κόσμο της καρδιάς, της αγνότητας και της φαντασίας.
Όχι, και τώρα που το βράδυ έχει πέσει, ο κόσμος δεν άλλαξε.
Αλλά μπορώ ανενόχλητα να μένω ένα παιδί που μετράει τα άστρα.
Σχόλια Facebook