Ο ρόλος της Ελληνίδας Μάνας στην ξενιτιά!
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ
Όση τιμή, αναγνώριση και αγάπη οφείλει να αποδίδει κάθε άνθρωπος στην Μάνα που τον γέννησε, παντού όπου κι αν βρίσκεται, πολύ περισσότερα και δυνατότερα αισθήματα έχει στην καρδιά του κάθε ελληνικής καταγωγής πολίτης, για τη μάνα που τον γέννησε και τον μεγάλωσε στην ξενιτιά…
Η Ελληνίδα Γυναίκα στην ξενιτιά είναι τρεις φορές ηρωίδα. Ηρωίδα σαν σύζυγος, ηρωίδα σαν μάνα και ηρωίδα σαν γιαγιά! Ο σπουδαίος μοναδικός ρόλος της δεν έχει αναδειχθεί και τιμηθεί όπως του αξίζει, μέχρι και σήμερα!
Στην σημερινή εποχή μπορεί οι κοινωνικές συνθήκες να είναι καλύτερες από τις σκληρές, κάποτε απάνθρωπες συνθήκες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, όμως ο ρόλος της Ελληνίδας Μητέρας στην ξενιτιά παραμένει το ίδιο ηρωικός, μοναδικός, αναντικατάστατος.
Όπως γράφει στο θαυμάσιο βιβλίο του ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μπάμπης Μαρκέτος, πρώην εκδότης του Εθνικού Κήρυκος της Νέας Υόρκης (1947-1977) «είναι αυτονόητο πως χωρίς την Ελληνίδα δεν μπορούσε να δημιουργηθεί και να υπάρχει ο Ελληνισμός της Αμερικής». Και όχι μόνον στην Αμερική, θα προσθέσουμε εμείς, καθώς δεν γράφουμε πόνημα αποκλειστικά για την ελληνοαμερικανική Κοινότητα όπως έκανε εκείνος, αλλά, μέσα από την ηλεκτρονική μας εφημερίδα απευθυνόμαστε στους Απόδημους Έλληνες και τους ομογενείς ανά τον κόσμο.
Πραγματικά, μπορεί ο Μπάμπης Μαρκέτος στην εποχή του να περιέγραψε εναργώς με την «δυνατή του πέννα» και την οξυδέρκεια του πνεύματός του, την προσφορά και το ρόλο της Ελληνίδας στην Αμερική, ίδιος ήταν και εξακολουθεί να είναι, όμως, ο ρόλος της ξενιτεμένης Μάνας παντού όπου υπάρχουν ομογενειακές οικογένειες και ομογενειακές παροικίες στον κόσμο. Και έχουν εξαπλωθεί παντού…
Θα έπρεπε οι πολιτειακοί και πνευματικοί ηγέτες της Ελλάδος να κάνουν ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ μνεία στα μηνύματά τους για την ξενιτεμένη Μητέρα. Το ρόλο και την προσφορά της όχι μόνο στην οικογένειά της, αλλά και στον ελληνισμό!
Χωρίς την Ελληνίδα, με τους μικτούς γάμους, δεν μπορούσε να δημιουργηθεί και να ύπαρξει ελληνική οικογένεια στην Αμερική, στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Ευρώπη. Οι νέες γενιές αποδήμων το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από τον καθένα. Γιατί όσο καλή και άγια κι’ αν είναι η αλλόφυλη σύζυγος, οικογένεια (πού είναι η βάση κάθε κοινωνίας, κάθε φυλετικής ομάδας), ελληνική δεν μπορούσε να δημιουργήσει όσο κι’ αν το ήθελε, όσο κι αν θα προσπαθούσε.
Γράφει ο Μπ. Μαρκέτος στο βιβλίο του «Οι Ελληνοαμερικανοί»: «Χωρίς την Ελληνίδα, δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν ούτε κι’ αυτές οι τόσο ζωντανές ελληνικές νησίδες μέσα στις πολυεθνικές πόλεις (…) με τις ελληνικές λαλιές στους δρόμους τους, και τις ελληνικές επιγραφές, που δημιουργούν ελληνική ατμόσφαιρα –μικροσκοπικές Ελλάδες– και κάνουν τον απόδημο να νοιώθη σε δικό του περιβάλλον κι’ απαλύνουν τη σκληράδα του ξερριζωμού».
» Πολλές Ελληνίδες, απομονωμένες σε μικρά αμερικανικά χωριά, έτυχε να βρει ζήση, ένα καλό μαγαζάκι, ο άντρας τους, τού δημιούργησαν ελληνικό σπίτι με γκόλφι τις ελληνικές παραδόσεις και δοξασίες –κι’ ένα εικόνισμα,– ένα καντήλι. Και τα στέφανα του γάμου τους στο εικονοστάσι. Και δίδαξαν τα λίγα ελληνικά γράμματα που γνώριζαν στα παιδιά τους. Να γράφουν ένα γράμμα στη γιαγιά, στον παππού, και να μην ξεχάσουν την καταγωγή τους, την Ελλάδα».
Ιδιαίτερα δε τα «πέτρινα χρόνια», η Ελληνίδα, με γλώσσα της τη μητρική γλώσσα του μετανάστη, ήταν ένα κομμάτι από τον τόπο του, μια ψυχή από τη γη των πατέρων του, και μοιραζότανε την τύχη του μαζί της, την ερημιά του, και δίπλα του γινότανε υποφερτή και η δική της μοναξιά και ερημιά στον ξένο και μακρινό τόπο, που ούτε τη γλώσσα του γνώριζε, ούτε τις συνήθειες.
«Ο άνδρας της ήτανε και αδελφός της, ο ομογενής της, ο συμπατριώτης της, η μοναδική δική της ψυχή σε κείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε ακόμα οργανωμένη ελληνική κοινωνία στ’ αμερικανικά κέντρα, κι’ ας τον παντρεύτηκε μόνο για ν’ αλαφρώση το πατρικό της σπίτι από ενα στόμα σε κείνα τα χρόνια που λιγοστό ήταν και το ψωμί στην Ελλάδα. Στάθηκε δίπλα του, και μέ τη σοφία του ενστίκτου τού δημιούργησε μια δική του φωλιά, του ανάστησε ελληνική οικογένεια στον ξένο –τον τόσο ξένο τότε!– και μακρινό τόπο. Έστω και μόνο για να περάση ανώδυνα τη μεταβατική περίοδο της αφομοίωσης, που είναι αναπόφευκτη στο τέλος για τους γόνους του μετανάστη. Αυτή είναι η αλήθεια».
Σήμερα έχουμε Ελληνίδες γεννημένες στην ξενιτιά, ή που ήρθαν από την Ελλάδα, είτε από ελληνικές παροικίες της διασποράς, γιατρούς, δικηγόρους, ψυχίατρους, ψυχολόγους, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτικούς, στο εμπόριο, στην καλλιτεχνία (σ’ όλους τους κλάδους της), μαθηματικούς, χημικούς – μεγάλη και αλματώδης η πρόοδος! Όπως μεγάλη και αλματώδης είναι και η πρόοδος του Ελληνισμού παντού στον κόσμο γενικά. Τίποτα απ’ αυτές δε θυμίζει τις αγράμματες, τις αναλφάβητες μητέρες και γιαγιές τους. Που ενα πρωί πριν 50 ή 60, 70 χρόνια, ξεκίνησαν απ’ τα χωριάτικα πατρικά τους σπίτια και βγήκαν στο “Καστιγκάρι”, στο Έλλις Άιλαντ,[2] μ’ ενα μπογαλάκι, ενα ζεμπιλάκι, ή μια βαλιτσούλα στο χέρι, φοβισμένες και σαστισμένες, να έρθουν στο σύζυγο που προηγήθηκε, ή στον υποψήφιο σύζυγο, που κάποιες τον γνώριζαν μόνο από τη φωτογραφία που έστειλε, ή στον πατέρα, στον αδερφό τους, στο θειο τους.
Γράφει γι αυτές, ο Μπάμπης Μαρκέτος:
«Μα οποίος κάπως γνώρισε και πρόσεξε τη ζωή αυτών των απλών αγράμματων ελληνίδων δε θα διστάση να τις ονομάσει ηρωίδες της ζωής. Στάθηκαν πανάξιες στο κάλεσμα των χρόνων εκείνων των τόσο δύσκολων και σκληρών, κράτησαν τό πόστο τους γερά δίπλα στο σύντροφο της ζωής τους, τον πρωτοπόρο μετανάστη, στην άξενη τότε αυτή χώρα, που συχνά ξεσπούσαν και αντιξενικά κύματα (από τους παλαιότερους μετανάστες), κέρβεροι στις οικογένειες τους, κι’ έδωσαν ενα έξοχο νέο ανθρώπινο υλικό, κάτω από συνθήκες αφάνταστα δύσκολες (…)
»Η Ελληνίδα ανάστηνε μόνη της τα παιδιά της. Και χωρίς να έχει εδώ μάνα, αδερφή, πεθερά. “Ας είχα κάποια να μου δίνει ενα χέρι κι’ ας ήταν και μια στρίγκλα πεθερά,” έλεγαν. Και χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα να πουν μιά κουβέντα με τη γειτόνισσα (“τι τα θέλαμε τ’ αγγλικά αφού σε κανα-δυό χρόνια θα φεύγαμε”;) να ελαφρώση λίγο η μοναξιά. Και χωρίς τηλέφωνο να τηλεφωνήσουν μια γνωστή τους Ελληνίδα σ’ άλλη άκρη της πόλης (γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν εκείνα τα γκέτο, τα “Γκρήκ Τάουνς”, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στο Σαν Φραντσίσκο –να βλέπωνται). Τα υπόμεναν όλα με την ελπίδα πως τον άλλο χρόνο θα ήταν πια στην πατρίδα.
»Μερικές οικογένειες νοίκιαζαν κανένα δωμάτιο τους σε κανένα εργένη, συγγενή, κάποτε και σε δύο, και τρεις, είτε και συχωριανούς τους. Να περισσεύη μια πεντάρα παραπάνου. Έπλυναν οι γυναίκες και τα ρούχα των εργένηδων. Στη σκάφη. Πού πλυντήρες και στεγνωτήρια τότε! Και παραπολλές βγήκαν κι’ εργαζότανε και στα εργοστάσια. Όλα για να κατορθώσουν να φύγουν μια ώρα αρχήτερα αυτές που ήρθαν με το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, που ογκώθηκε στην αρχή της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Ωργανωμένη ελληνική ζωή δεν υπήρχε και οι κοινότητες στα σπάργανα. Και οι οικογενειάρχες, άλλα και κείνοι που δεν είχαν φέρει οικογένεια, δούλευαν ξεθεωτικά, “κρυφά απ’ το θεό,” όπως έλεγαν (…)
»Αμέσως μετά εκείνον τον πόλεμο, αφού η κατάσταση εκεί δεν ήταν τέτοια που να ενθάρρυνε την επιστροφή, να κάνουν οικογένεια οι ανύπαντροι στά πατρογονικά τους χώματα (που ήρθανε παιδάκια στην αρχή του αιώνα και τώρα ήταν άντρες) άρχισαν να φέρνουν νύφες μέ φωτογραφία.
»Οι νύφες της φωτογραφίας απαραίτητο να γνώριζαν να βάλουν την υπογραφή τους (οι πρωτοπόρες για υπογραφή έβαζαν σταυρό πολλές). Γιατί άπό το 1917 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος Literary Test Law (για να περιοριστή η μετανάστευση), κάποιες τόσο μόνο γνώριζαν, άλλα μερικές έμαθαν μετά ελληνικά γράμματα από τις ελληνοαμερικανικές εφημερίδες, όπως και πολλοί πρωτοπόροι. Για τους απομονωμένους η μόνη επαφή τους ήταν η ελληνική εφημερίδα με τον Ελληνισμό, και περίμεναν σα θεό τον ταχυδρόμο (…)
»Σε κείνη την παράξενη αμερικάνικη εποχή, που πέθαιναν κάποιοι από την πείνα (και τόσοι αυτοκτονούσαν –από κείνους που έχασαν μεγάλες περιουσίες) γιατί υπήρχε υπερπαραγωγή κι’ έκλεισαν τα εργοστάσια, και καίγανε τα σιτηρά, κατάστρεφαν τα ζωντανά, η Ελληνίδα, που έμεινε στο σπιτικό της, προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Κι’ ενώ σ άντρας της στην απελπισία του μπορεί να άρπαξε ενα φορτηγό τραίνο και να πήγε σε άλλη πόλη με την ελπίδα πως ίσως να εύρισκε εκεί δουλειά, εκείνη έμαθε να μαγειρεύη με λάρδο[3] τα διάφορα αμερικανικά φαγώσιμα που έδινε δωρεά στον άνεργο κόσμο η Πολιτεία, να απαιτή περισσότερο γάλα για τα παιδία της, κι’ όταν οι εταιρίες έκλειναν το ηλεκτρικό, το φωταέριο, γιατί ήταν απλήρωτο, να καλή την Επιτροπή Βοήθειας των Ανέργων να έρχεται με τα εργαλεία και να το ανοίγη. Κι’ αν πετούσε ο σπιτονοικοκύρης στο δρόμο τα έπιπλά της, γιατί δεν πλήρωσε μήνες νοίκι, να καλή την ίδια επιτροπή να τα βάζη μέσα (για να της γίνη δεύτερη έξωση έπρεπε ο σπιτονοικοκύρης να πάη πάλι δικαστικώς κι’ έπαιρνε μήνες η υπόθεση) (…)
»Πέρασε και εκείνη η περίοδος που για πολλούς το όνειρο της επιστροφής ξεχάστηκε ολότελα. Τώρα ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Χρήμα με το τσουβάλι τώρα. Μα στρατεύσιμα τώρα τα παιδιά του πρωτοπόρου και της νύφης της φωτογραφίας. Και στέκεται πάλι στο πόστο της η Ελληνίδα, σα μάνα, σα γυναίκα. Καταλαβαίνει πως η πλευρά που άρχισε αυτό τον πόλεμο θα είναι ολέθριο αν τον κερδίση. Σ’ αυτό την κατατοπίζουν και οι εφημερίδες, οι ελληνικές, και σε κείνη που μπορεί να διαβάση αγγλικά. Έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ελληνική εφημερίδα.
» Φτιάχνουν επιδέσμους για τους λαβωμένους κι’ άλλα, δίνουν αίμα. Και για το Γκρηκ Γουώρ Ρελίφ ( Greek War Relief: Ελληνική Πολεμική Βοήθεια) βγάζουν από τα μπαούλα τους και τα κειμήλια τους να πουληθούν στα “Μπαζάρς” που οργάνωναν τότε για τη βοήθεια των θυμάτων του πολέμου στην Ελλάδα. Κι’ όταν τελείωσε και κείνος ο πόλεμος, πολλές έμειναν με κείνα που φορούσαν, να στείλουν ρουχισμό, κι’ ό,τι άλλο μπορούσαν, σε συγγενείς και ξένους, ατομικά ή ομαδικά. Χιλιάδες-χιλιάδων δέματα, και πρωτοστατούσαν στους εράνους. Κι’ ανασκουμπώθηκαν πριν τρία χρόνια και οι σημερινές, που τόσο διαφέρουν από τις μάνες και τις γιαγιές τους, και πρωτοστάτησαν στις Επιτροπές για τη βοήθεια της Κύπρου. Αλλά και σε κάθε ανάγκη της ελληνικής πατρίδας, ή κάποιου κλάδου του ελληνικού κορμού, θα πράξουν το καθήκον τους, το ανθρώπινο άλλωστε, και οι σημερινές, και οι αυριανές, κι’ ας δε θα είναι τόσο στενοί οι δεσμοί τους με την Ελλάδα όσο των πρωτοπόρων, που έφταναν το πάθος”.
Τι ήταν, λοιπόν, εκείνο πού έκαμε αυτές τις πρωτοπόρες Ελληνίδες, τις τόσο άπλες κι’ αγράμματες, να σταθούν εξαίρετες σα σύζυγοι και μητέρες κι’ Ελληνίδες στην ξενιτιά; Αγράμματες, να βγάλουν γενιές με τόση επίδοση στα γράμματα και τόσες επιτεύξεις! Να δώσουν γερές, καλές, καταβολάδες στις νέες γενιές των ομογενών!
Το κυριότερο κεφάλαιο τους σε ξεχωριστή μόρφωση και πνευματικά ανεβάσματα, π’ ανοίγουν το δρόμο και σ’ άλλες δραστηριότητες, ίσως να ήτανε η μεγάλη στοργή της ελληνίδας μάνας. Η αγραμματοσύνη της και η επιμονή της να μη μάθει τη γλώσσα του τόπου, και να μη τη μιλάει με τα παιδιά της στο σπίτι και γίνουν πιο ξένα με τις ρίζες τους, στάθηκε ευεργετική γι’ αυτά και τον ελληνισμό.
(ΣΗΜ: Ολόκληρο το εξαιρετικό βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου δημοσιεύεται σε διπλανές στήλες στην Panhellenic Post).
Τη φωτογραφία της πρώτης σελίδας κατεβάσαμε από το Google και είχε την ένδειξη: konstantinos-manos.
Panhellenic Post
Σχόλια Facebook