Έλληνες μετανάστες: 6 μικρές ιστορίες ρατσισμού

 
Huffington post.gr

Από τη μία πλευρά υπάρχειτο μεταναστευτικό, η Αμυγδαλέζα, οι άνθρωποι που έρχονται στην Ελλάδα από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και άλλες χώρες και ο προβληματισμός που συνοδεύει όλες αυτές τις αφίξεις. Ένας προβληματισμός που επικεντρώνεται στο ερώτημα «είναι οι Έλληνες Ρατσιστές;» ή μεταφράζεται σε καμπάνιες κατά του ρατσισμού και τρόπους αντιμετώπισης. Τι συμβαίνει, όμως, στην αντιπέρα όχθη; Από το 2009 και μετά οι νέοι, κυρίως, Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό ώστε να κάνουν μία νέα αρχή αυξήθηκε σημαντικά. Μόνο το 2012, σύμφωνα με τη Eurostat, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 5%, ενώ εκτιμήσεις θέλουν πάνω από 1,4 εκατομμύριο Έλληνες να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γιατροί. Σύμφωνα με στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, τα τελευταία έξι χρόνια, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα πάνω από 7.340 γιατροί.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του εξωτερικού, οι γηγενείς πληθυσμοί τους Έλληνες μετανάστες. Ο ρατσισμός έρχεται σε πολλές μορφές και δεν περιλαμβάνει πάντοτε σωματική βία ή ακόμα και έντονα λεκτική βία. Μία περίεργη ματιά, μία κίνηση που κρύβει μέσα της έντονα την έννοια της διάκρισης, πράξεις που δηλώνουν ξενοφοβία, χειρονομίες, όλα βρίσκονται κάτω από τον ίδιο παρονομαστή, το ρατσισμό.

Η HuffPost Greece μίλησε με 6 ανθρώπους που ζουν ή έχουν ζήσει στο εξωτερικό, οι οποίοι μας αφηγήθηκαν τις δικές τους μικρές, ιστορίες ρατσισμού, όπως τις βίωσαν σε Δανία, Ιαπωνία, Γαλλία, Γερμανία και Σουηδία, κάποιοι επειδή ήταν Έλληνες και άλλοι επειδή ήταν, απλά, μετανάστες.

Άγγελος Ανδρέου- Ώρχους, Δανία

Εδώ και μερικούς μήνες έχω εγκατασταθεί στο Ώρχους της Δανίας, λόγω μεταπτυχιακού.
Ζω σε μια από τις εκατοντάδες εστίες του Πανεπιστημίου που υπάρχουν στην πόλη. Στον κοιτώνα τον δικό μου, υπάρχουν 8 διαμερίσματα ανά όροφο και το μόνο που μοιραζόμαστε είναι ένα μεγάλο ψυγείο. Κάποια στιγμή, κάπου τον Οκτώβριο, τα φαγητά από το κοινό ψυγείο άρχισαν να κάνουν φτερά κάθε τόσο, και το πρόβλημα όσο πήγαινε και εντεινόταν. Επειδή κλειδί για την πόρτα του ορόφου μας έχουμε μόνο εμείς οι οχτώ ένοικοι, ήταν λογικό και αναμενόμενο ο «κλέφτης» να ήταν κάποιος από εμάς. Στην πρώτη συνάντηση που έγινε για να δούμε τι ακριβώς γίνεται, ενώ προσπαθούσαν να μην το δείχνουν γιατί έχουμε καλές σχέσεις γενικά, υπήρχε στον αέρα η πεποίθηση ότι μάλλον εγώ ήμουν ο ένοχος. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι το στερεότυπο του «φτωχού» Έλληνα καλά κρατεί. Και αυτό γιατί στη δεύτερη συνάντηση ένας εκ των γειτόνων μου, μού το είπε τελικά ευθέως. Είναι λογικό, είπε, να είμαι εγώ ο κλέφτης γιατί «κατανοούν ότι υπάρχει κρίση και ότι μπορεί να μην έχω να φάω, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να κλέβω». Όπως είναι φυσικό εξοργίστηκα. Προτίμησα, όμως, να μην απαντήσω και φυσικά δεν άφησα κανέναν να μπει στο διαμέρισμα μου όπως ζητούσε ο τύπος αυτός για να τσεκάρει αν υπάρχουν δικά τους τρόφιμα μέσα. Η «δικαίωση» ήρθε έναν μήνα περίπου μετά όταν έφυγα για διακοπές τα Χριστούγεννα και φυσικά οι κλοπές συνεχίστηκαν. Για να μην τα πολυλογώ, κατά τη διάρκεια των διακοπών είχαν μείνει τρεις ένοικοι όλοι κι όλοι και ο «πανέξυπνος» κλέφτης συνέχιζε να βουτάει πράγματα. Τελικά, ένοχος ήταν μια κοπέλα, η οποία και πιάστηκε επ’ αυτοφώρω λίγες ημέρες μετά την πρωτοχρονιά. Περιττό να πω ότι όλοι, μα όλοι, ήρθαν αμέσως και μου ζήτησαν συγγνώμη και καταλήξαμε να με κερνάνε μπύρες σε Friday Bar το ίδιο βράδυ.

Ελίνα Ζαχαριάδη- Τόκιο, Ιαπωνία

Τι να πρωτοπείς για μια μακρινή χώρα σαν την Ιαπωνία; Ξεκινάς με μία πολύωρη πτήση Λονδίνο-Τόκιο, συνεχίζεις με μία άφιξη στο λιλιπούτειο σπίτι σου και τελειώνεις με την πρώτη ημέρα στη δουλειά που είναι επί της ουσίας και η πρώτη κανονική ημέρα της νέας σου ζωής. Σκληρό ωράριο, υψηλός μισθός, θεαματική νυχτερινή ζωή, εξαιρετική κουζίνα, μοντερνισμός, παράδοση, ήθη και έθιμα που επιζούν και ενστερνίζονται από την πλειοψηφία των ξένων χάρη στη μοναδικότητά τους. Μέσα στο καζάνι αυτό, αναπολώντας το παρελθόν, ρατσισμό στην μορφή που παρατηρώ στην Ελλάδα δεν βίωσα. Ποτέ μου δεν είδα βία σε αυτή την μεγαλούπολη όπου δεν υπάρχουν «γκετοποιημένες» γειτονιές και η εγκληματικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Θυμάμαι παρόλα αυτά, δύο περιστατικά που μου απέδειξαν για ακόμη μία φορά πως η ξενοφοβία υπάρχει και θα υπάρχει πάντοτε και παντού. Η πρώτη φορά ήταν όταν γνώρισα έναν Ιάπωνα ο οποίος με χαρά έσφιξε το χέρι μιας καλοντυμένης, περιποιημένης κοπέλας με αξιοσέβαστη δουλειά και χαμήλωσε το βλέμμα όταν του ανακοίνωσα ότι είμαι Ελληνίδα. Η δεύτερη φορά ήταν στο μετρό όπου η Βρετανίδα φίλη μου είχε κάτσει δίπλα μου, σταυροπόδι. Ένας ηλικιωμένος Ιάπωνας σηκώθηκε και χτυπώντας με οργή το πόδι της, μας κοίταξε, λέγοντας πως στην Ιαπωνία, κανείς δεν κάθεται σταυροπόδι στο βαγόνι. Το περίεργο συναίσθημα που μου δημιούργησαν τα δύο αυτά γεγονότα με έκανε εμπειρικά να καταλάβω την διαφορετική αντιμετώπιση που υπάρχει όταν η χώρα από την οποία προέρχεσαι δεν ανήκει στους γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. Και δεύτερον, κατά πόσον η απόλυτη προσαρμογή στις κοινωνικές δομές ή συνήθειες μιας χώρας πρέπει να είναι προϋπόθεση για να νιώσει ένας ξένος αποδεκτός σε έναν τόπο. Προς απάντηση στον εαυτό μου, ο μέσος άνθρωπος δεν προκαλεί, αλλά προκαλείται. Όσο για τα περί οικονομίας, τολμώ να πω ότι για τους πολίτες του κόσμου, η οικονομία είναι παγκόσμια, χωρίς ταυτότητα.

Μάκης Κονδυλόπουλος- Μόναχο, Γερμανία

Μάρτιος 2012, παίρνω την γυναίκα μου από το χέρι και με πολύ φόβο και πόνο στην καρδιά αφήνω την Ελλάδα, την οικογένεια και τους φίλους μου πίσω. Δεν άντεχα να με κατακρίνουν που έμεινα χωρίς δουλειά «ολόκληρος άντρας». Δεν μπορούσα να σκεφτώ ούτε λεπτό ότι θα αναγκαζόμουν να δανειστώ χρήματα από γνωστούς και φίλους ή να μείνω πάλι σαν έφηβος με τους γονείς μου. Μπορεί να ακουστεί περίεργο, αλλά οι πρώτες ρατσιστικές συμπεριφορές που αντιμετώπισα έντονα όταν ήρθα στην Γερμανία ήταν από Έλληνες! Ναι, οι συμπατριώτες που υποτίθεται ότι θέλουν να βοηθούν τους Έλληνες που φτάνουν στη Γερμανία κατάφεραν να με κάνουν να νιώθω ένα τίποτα. Μη γνωρίζοντας τη γλώσσα και έχοντας σχεδόν μηδενική εμπειρία από εστιατόρια, μου συμπεριφέρονταν σαν σκυλί. Φώναζαν, απαιτούσαν να μάθεις οτιδήποτε είχε σχέση με τη δουλειά κι αν δεν τα κατάφερνες, σειρά είχαν οι προσβολές. Βλέπεις είχαν στο μυαλό τους ότι μπορούν να σε εκμεταλλεύονται εφόσον δεν έχεις ούτε που να μείνεις, ούτε που να δουλέψεις πέρα από το ελληνικό μαγαζί. Μέναμε σε ένα δωμάτιο 25τμ, κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής και αναγκαζόμασταν να τρώμε αυτά που μας επέτρεπε το αφεντικό. Ήταν ένας Γολγοθάς που μετά από ένα εξάμηνο κατάφερα να ξεπεράσω, αλλά ο ρατσισμός ήρθε και πάλι, αυτή τη φορά από τους Γερμανούς αλλά και τους υπόλοιπους μετανάστες που ήθελαν να μειώσουν την αξιοπρέπεια και την ηθική μου. Ακόμα και σήμερα, 3 χρόνια μετά, νιώθω έρμαιο του ρατσισμού. Καθημερινά στη δουλειά ακούω υβριστικά σχόλια για την καταγωγή μου. Δεν δίνω, πλέον, σημασία σε όλα αυτά τα σχόλια αν και νιώθω μέσα μου απίστευτη οργή και θυμό. Έχοντας ζήσει στο πετσί μου τον ρατσισμό, έχω μάθει να σέβομαι το συνάνθρωπό μου, όποια κι αν είναι η καταγωγή μου, όποιο κουσούρι κι αν έχει, όποια γλώσσα κι αν μιλάει.

Αρζίνα Βαρούχα- Παρίσι, Γαλλία

Στις 4 Οκτωβρίου 2004, ήταν η ημέρα που μου άλλαξε η ζωή μου, αφού μετακόμισα στο Παρίσι και 11 χρόνια μετά βρίσκομαι ακόμα εδώ. Λατρεύω τη Γαλλία, το Παρίσι και τον πληθυσμό που βρίσκεται εδώ, αλλά φτάνοντας σε μία πόλη ως ξένη έζησα πολλές στιγμές μοναξιάς μέσα στην ελληνική μου μοναδικότητα. Τα περιστατικά που ένιωσα ότι ως Ελληνίδα με αντιμετώπιζαν διαφορετικά δεν ήταν μεγάλα και πομπώδη, αλλά πολλά μικρά και καθημερινά. Τα δύο πρώτα χρόνια της διαμονής μου σπούδαζα σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο, όπου για όλους ήμουν η «Ελληνίδα» και για τους πολύ φίλους η «φέτα». Δεν ξέρω επίσης για ποιο λόγο υπήρχε το κλισέ που όριζε τον αδερφό μου να είναι ομοφυλόφιλος και να με ρωτούν συχνά γι’ αυτό. Μία λάθος χρήση λέξης που τόνιζε ότι δεν ήμουν Γαλλίδα, όπως το ότι είπα ένα απόγευμα «bonjour» (καλημέρα) αντί για «bonsoir» (καλησπέρα) που υποχρεώνει το savoir vivre, είχε ως αντίδραση τον περιφρονητικό τόνο των σερβιτόρων, αλλά και των γύρω μου. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν επιχείρησα να δώσω γαλλική υπηκοότητα στο αυτοκίνητό μου και η γαλλική εταιρεία δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα χαρτιά που έφερνα από την αντίστοιχη εταιρεία, επειδή ήταν ελληνική!

Δήμητρα Χαλκιά- Στοκχόλμη, Σουηδία

Βρίσκομαι γύρω στον 1,5 μήνα στη Στοκχόλμη, όπου πήγα για να ζήσω μαζί με τον σύντροφό μου που είναι Σουηδός. Το περιστατικό που μου συνέβη ήταν δυσάρεστο και πραγματικά δεν μου έχει ξανασυμβεί τίποτε αντίστοιχο ούτε στο Λονδίνο που έχω σπουδάσει και ζήσει, ούτε σε ταξίδια μου στην Ευρώπη και Αμερική. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πραγματικά το θυμό που σου προκαλεί ο ρατσισμός και πως μπορείς να νιώσεις αδικημένος χωρίς να έχεις προκαλέσει στο παραμικρό. Καθόμουν, λοιπόν, σε μία θέση στο βαγόνι του μετρό όταν μπήκαν μέσα δύο μεσήλικοι άντρες και κάθισαν ο ένας απέναντί μου και ο άλλος δίπλα μου. Ξαφνικά, αυτός που καθόταν δίπλα μου, χτύπησε δυνατά με το χέρι του την μπότα μου και μου είπε να μαζέψω το πόδι μου, το οποίο ήταν προς τη μεριά τους, αλλά δεν ξεπερνούσε το νοητό χώρο της θέσης μου και σε καμία περίπτωση δεν τον ενοχλούσε, και μου είπε να το μαζέψω. Ενώ κατάλαβα τι μου είπε στα σουηδικά, έκανα ότι δεν κατάλαβα και τον ρώτησα στα αγγλικά τι είπε για να ακούσω εκείνον που ήταν μαζί του να σχολιάζει στα γερμανικά «Τι περιμένεις, αφού ο τερματικός σταθμός είναι η Hagsätra». Να σημειώσω ότι οι τελευταίοι τρεις σταθμοί της γραμμής μετρό που βρισκόμουν και τερματικός είναι η Hagsätra θεωρούνται «γκέτο» και πολλοί δεν μιλούν σουηδικά εκεί. Εκεί η πλειονότητα των κατοίκων είναι σκουρόχρωμοι, άραβες, Σύριοι, Κούρδοι, Ιρακινοί και Σομαλοί και, μάλλον, λόγω του σκούρου χρώματος που έχω στο δέρμα, στα μαλλιά και τα μάτια μου και λόγω άγνοιας σουηδικών θα θεώρησαν ότι είμαι κι εγώ ίδιας εθνικότητας. Πληροφοριακά αναφέρω ότι η Σουηδία είναι μία χώρα που έχει συντριπτικά περισσότερους μετανάστες από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, τα τελευταία δύο χρόνια και στην οποία το ρατσιστικό νεοναζί κόμμα «Sverige Demokraterna», ήταν τρίτο στις φετινές εκλογές.

Δήμητρα Κεραμιδά- Μόναχο, Γερμανία

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να περιγράψω τα πρώτα συναισθήματα της μετανάστευσης. Μοιάζει με έναν απανωτό βιασμό, όταν μέσα σε δύο μήνες αναγκάζεσαι έτσι ξαφνικά να αφήσεις την οικογένειά σου και τη χώρα σου γιατί, απλά, θέλησαν να σε πετάξουν μία μέρα από τη δουλειά. Εγώ, αρχικά, βρέθηκα 3 χρόνια πριν και έχοντας ως μόνιμο στήριγμά μου τον τότε αρραβωνιαστικό μου, και νυν άντρα μου, εσώκλειστη σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Ντίσελντορφ στην Γερμανία. Μετά από 10 μέρες μας έδιωξαν κακήν κακώς και πήγαμε στο Μόναχο, όπου κάναμε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να επιβιώσουμε, να ξεπεράσουμε τη στεναχώρια της απόστασης και, φυσικά, να βρούμε δουλειά. Και είναι πολύ δύσκολο να είσαι μετανάστης, να μην ξέρεις γερμανικά και να ψάχνεις για σπίτι και δουλειά! Εγώ το πάλεψα μόνη μου να μάθω τη γλώσσα γιατί, αν και μιλάω άπταιστα αγγλικά, μου έλεγαν «δεν μιλάμε αγγλικά εδώ». Ακόμα και τώρα με κοιτούν σαν να είμαι εξωγήινη όταν μιλάω γερμανικά. Συνήθως αντιμετωπίζω ρατσισμό επειδή είμαι μετανάστης και όχι επειδή είμαι Ελληνίδα, αν και έχω συναντήσει και τέτοια περιστατικά. Στη δουλειά έχω ακούσει διάφορα όπως ότι οι Έλληνες είμαστε σπάταλοι, χαραμοφάηδες και ότι παρά την οικονομική μας κατάσταση είμαστε απαιτητικοί και αναζητάμε το εύκολο χρήμα. Με εξοργίζει να ακούω τέτοια σχόλια, ειδικά όταν έχω ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ να ορθοποδήσω. Με θυμώνει αφάνταστα που αναγκάστηκα να έρθω στην χώρα που αν και μας χρωστάει και τώρα μας ζητάει κι από πάνω, αλλά πιο πολύ θυμώνω που υπήρξα κι εγώ ρατσίστρια στη χώρα μου, αν και δεν το εκδήλωνα, το ένιωθα. Γι’ αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι και έχουμε όλοι δικαίωμα στη ζωή. Ειδικά τώρα που ετοιμάζομαι να γεννήσω σε μερικούς μήνες, αγχώνομαι αφάνταστα στα το ρατσισμό που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει στη γέννα και φοβάμαι για το μέλλον του παιδιού μου. Φοβάμαι μήπως βιώσει αργότερα οποιοδήποτε είδος ρατσισμού.