Μελέτη αμφισβητεί την αξία των διαγνωστικών εξετάσεων για τον καρκίνο
Νέα Υόρκη
Ο ελληνικής καταγωγής Δρ Γιάννης Ιωαννίδης, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του αμερικανικού πανεπιστημίου, αξιολόγησε στοιχεία από εννέα μετά-αναλύσεις και 45 κλινικές δοκιμές, που αφορούσαν πάνω από 5,5 εκατομμύρια ανθρώπους, για μια περίοδο έως 30 ετών.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, στην πλειονότητά τους (πάνω από τα δύο τρίτα) οι διαγνωστικες εξετάσεις δεν σώζουν ζωές, γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να τρέφουν μικρότερες προσδοκίες για το πραγματικό όφελος αυτών των τεστ. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως ο καρκίνος του προστάτη, οι διαγνωστικές εξετάσεις μπορεί να κάνουν μάλλον κακό παρά καλό.
Οι ερευνητές εξηγούν, πως μερικές φορές οι ασθενείς ωφελούνται στην πραγματικότητα από άλλα πράγματα, όπως η εξέλιξη των αντικαρκινικών φαρμάκων, πράγμα που κάνει τα διαγνωστικά τεστ να φαίνονται πιο ωφέλιμα από ό,τι είναι πραγματικά.
Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη έρχεται να αναζωπυρώσει την επιστημονική διαμάχη για την αξία των διαγνωστικών ελέγχων, καθώς πολλοί επιστήμονες επιμένουν πως όσο περισσότεροι διαγνωστικοί έλεγχοι γίνονται, τόσο το καλύτερο. Όμως, πολλές έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι, η υπερβολική και περιττή διάγνωση τείνει να εξελιχτεί σε πρόβλημα, το οποίο μερικές φορές έχει επιπτώσεις στους ανθρώπους.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα του 2012, σε κάθε γυναίκα που η ζωή της σώζεται από τον καρκίνο του μαστού χάρη στην έγκαιρη διάγνωση, αντιστοιχούν άλλες δέκα γυναίκες που υποβάλλονται σε μάλλον περιττές θεραπείες.
Αν και υπάρχουν στοιχεία ότι, ορισμένοι διαγνωστικοί έλεγχοι σώζουν πράγματι ζωές (π.χ. οι κολονοσκοπήσεις μειώνουν έως 30% τους θανάτους από καρκίνο του εντέρου), οι ερευνητές δεν αποκλείουν τέτοια ποσοστά να είναι υπερεκτιμημένα.
Όπως επισημαίνουν, υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες για την σχετική αδυναμία των διαγνωστικών ελέγχων να μειώσουν τη θνησιμότητα, όπως το γεγονός ότι συχνά έχουν ανεπαρκή ευαισθησία για να εντοπίσουν την ασθένεια στα αρχικά στάδιά της ή ότι, παρά τη διάγνωση, απλούστατα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Συνεπώς, είτε η διάγνωση είναι λανθασμένη, είτε ακόμη κι αν είναι σωστή, τελικά δεν βοηθά σημαντικά στην τελική έκβαση της νόσου.
Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχόλια Facebook