Και μετά, πηγαίνετε την Κυριακή στις κάλπες να ψηφίσετε…

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Published on: Jan 19, 2015 @ 13:08

Ζούσε κάποτε ένας πατέρας με τέσσερα παιδιά. Η γυναίκα του δήλωνε «νοικοκυρά». Τα παιδιά σπούδαζαν και ο ίδιος, για να συντηρήσει την οικογένειά του, δούλευε στα γκαζάδικα.

Σκληρή δουλειά, μακριά από το σπίτι του, στις πέντε θάλασσες να τον «δέρνουν» τα κύματα, να τον «τρώει» η αλμύρα, χειμώνα – καλοκαίρι, δίχως ανάπαυλα!

Γογγυσμός δεν έβγαινε από τα χείλη του. Τα έξοδα πολλά, οι απαιτήσεις περισσότερες, έπρεπε και κάτι να περισσεύει κάθε μήνα μπας και κάποια μέρα αξιωνότανε να αγοράσει «ένα κεραμίδι» να φύγουν από το ενοίκιο…

Το είχε ξακαθαρίσει στη γυναίκα του: Από τα λεφτά που σου στέλνω κάθε μήνα, βάζε και κάτι στην άκρη για κείνο το διαμερισματάκι που ονειρεύομαστε…

Έτσι περνούσαν τα χρόνια στα ατελείωτα ταξείδια. Ούτε άδειες, ούτε σχόλες. Μόνο δουλειά, υπερωρίες, βάρδιες.  Στις λίγες ώρες που πήγαινε στην καμπίνα του να κοιμηθεί, όλο και υπολόγιζε νοερά πόσα χρήματα θα έπρεπε να έχει εξοικονομήσει η γυναίκα του για το σπιτάκι τους…

Τα παιδιά είχαν από χρόνια τελειώσει τις σπουδές, όχι σπουδαία πράγματα, κάτι μεταλυκειακές τεχνικές σχολές. Από δουλειά, όμως, ούτε καν που έψαχναν!  Προτιμούσαν να καλοζούν με τα χρήματα που έστελνε ο πατέρας τους.  Διασκεδάσεις, ταβέρνες, εκδρομές, καφετέριες, ρούχα,  όλα από το χαρτζιλίκι του καλού μπαμπά… Α, και ένα αυτοκίνητο, “εργαλείο” είναι σήμερα…

Η μητέρα τους, για να μην τα κακοκαρδίσει χατήρι δεν τους χάλαγε! Αδιαμαρτύρητα τα ενίσχυε οικονομικά, με αποτέλεσμα τίποτα να μην περισσεύει για την «άκρη». Και όχι μόνον αυτό, επειδή η λίγο καλύτερη ζωή απαιτεί πολλά περισσότερα χρήματα, άρχισε να χρεώνεται  σε συγγενείς και φίλους. Όταν στέρεψε η «κάνουλα» αυτή, στράφηκε στα πιστωτικά ιδρύματα κι άρχισε να δανείζεται με την προσδοκία ότι «σύντομα» θα έπιαναν δουλειά τα παιδιά  και θα ξεπλήρωναν τα χρέη. Ίσως τότε μπορούσε να βάλει και κάτι τις στην άκρη για το σπιτάκι, και ούτε γάτα ούτε ζημιά!..

‘Ελα, όμως, που σε ένα από τα πολλά λιμάνια που έπιανε το πλοίο του πατέρα, έτυχε κάποτε ν’ ανεβεί στο καράβι ένας παιδικός του φίλος που εργάζονταν στην ίδια ναυτιλιακή εταιρεία.. Μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά, κάθισαν να τα πούνε. Φυσικά ο πατέρας ζήτησε να μάθει  νέα για την οικογένειά του.

Ο φίλος του, που διατηρούσε επαφές με την οικογένεια  και ήξερε την όλη κατάσταση, στην αρχή προσπάθησε με κάτι μισόλογα να αποφύγει την κουβέντα.  Όμως ο πατέρας έγινε απαιτητικός καθώς κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι ο φίλος του αναγκάστηκε να εξιστορήσει με το νι και με το σίγμα τα χαμπέρια των δικών του…

Όταν ξεπέρασε το πρώτο σοκ,  ο πατέρας αποφάσισε να πάρει το ταμείο στα χέρια του. Για πρώτη φορά στα 16 χρόνια που δούλευε στην εταιρεία, ζήτησε και πήρε άδεια άνευ αποδοχών.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής στην πατρίδα, κατέστρωσε το σχέδιο δράσης ή μάλλον, όπως του άρεσε να το σκέφτεται: το σχέδιο σωτηρίας των παιδιών του και, πάντως, της δικής του οικονομικής επιβίωσης εφεξής. “Να σκοτώνομαι εγώ για να σπαταλάνε αυτοί ασυλλόγιστα; Να κάθονται στις καφετέριες αντί να εργάζονται; Πόσο μπορεί να κρατήσει αυτό; Παιδιά μου είναι, τα αγαπάω, αλλά εγώ το κορόϊδο είμαι;”

Αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να στρώσει τα παιδιά του στη δουλειά.  Να κερδίσουν χρήματα και με αυτά να ζήσουν  από δω και πέρα τη ζωή τους. Έπειτα θα αποτιμούσε τη ζημιά, τα χρέη τα οποία θα καλούσε τα παιδιά του να τα ξεπληρώσουν, έστω και με τη δική του οικονομική βοήθεια.

‘Οταν έφτασε σπίτι τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα από ό,τι είχε πληροφορηθεί και ο ίδιος φανταζότανε. Εκτός από τα χρέη, ούτε μία δεκάρα δεν υπήρχε στην άκρη για το «όνειρο».

Δεν ζήτησε εξηγήσεις και δεν θέλησε ν’ ακούσει δικαιολογίες. Σε τι θα χρησίμευαν; Τους μάζεψε όλους και τους εξήγησε το σχέδιό του.  Θα εύρησκαν δουλειές και με το μεροκάματο θα ζούσαν. Με οικονομίες  θα ξεπλήρωναν τα χρέη και θα αποταμίευαν για το διαμέρισμα. Κατσούφιασαν.

Σαν τους έκοψε την επιχορήγηση, και τους είπε πως θα ζουν πλέον μόνον με ό,τι κερδίζουν, ξύνισαν τα μούτρα τους! Όταν τους πληροφόρησε πως θα έπρεπε να δώσουν και τα δανεικά που σπατάλησαν ασυλλόγιστα δεξιά και αριστερά, ξέσπασαν!  ‘Αρχισαν να φωνάζουν πως αν δεν μπορούσε να τους ζήσει, τότε γιατί τους γέννησε, πως ήταν ανάξιος πατέρας, πως ήθελε να τους εκμεταλλευθεί και πως ήταν ντροπή του να θέλει να τον εξοφλήσουν…

Πικράθηκε, αλλά περισσότερο τον πονούσε η στάση της γυναίκας του. Αντί να του συμπαρασταθεί, πήρε το μέρος των “καημένων’ των παιδιών. Τον προέτρεπε να τους χαρίσει τα χρέη, ας μην πάρουμε σπίτι, έλεγε, κάτι μουρμούριζε  για γονικές υποχρεώσεις, για εκφοβισμό , στο κάτω -κάτω ξέρουμε πόσα ξόδευες εσύ στα λιμάνια;

“Δεν βοηθάς έτσι τα παιδιά”, της έλεγε. “Πρέπει να νοικοκυρευτούνε”. “Τα καταστρέφεις”… Που ν’ ακούσει εκείνη…

Εδώ βάζουμε τελεία, εμείς, στην ιστορία μας.

Από δω και κάτω, συνεχίστε την εσείς. Όπως επιθυμεί ο καθένας σας. Όπως θα θέλατε να τελειώσει, εάν ο ήρωας της ιστορίας ήσασταν εσείς ο ίδιος.

Υποθέστε, μόνον, ότι θα μπορούσε στη θέση της οικογένειας,  να είναι ενδεχομένως ένας οργανισμός, μία, ας πούμε “ευρωπαϊκή Ένωση”. Ότι εσείς, ο πατέρας, θα μπορούσε να είσασταν ένα λαός, πολλοί λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πώς η γυνάικα σας θα μπορούσε να είναι ένας πολιτικός σας αντίπαλος. Και πως παιδιά θα μπορούσαμε να είμασταν εμείς, όλοι οι Έλληνες.

Και μετά, πηγαίνετε την Κυριακή στις κάλπες να ψηφίσετε…

Πηγή: panhellenicpost.com