Αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από την S&P

Αθήνα
Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, από B- σε Β, προχώρησε την Παρασκευή ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s. Η προοπτική του ελληνικού αξιόχρεου χαρακτηρίζεται «σταθερή».

Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη του οίκου ότι οι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική εξυγίανση στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει και ότι το επόμενο έτος η ελληνική οικονομία θα βγει από επτά συνεχόμενα χρόνια αρνητικής ανάπτυξης.

Η Standard & Poor’s αναμένει ότι η ανάκτηση του πραγματικού και ονομαστικού ΑΕΠ θα επιτρέψει στην Ελλάδα να λειτουργήσει με ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2014-2017.

Αν και αυτό το πλεόνασμα υπολείπεται του πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ, που είναι ο στόχος του Μνημονίου, η Standard & Poor’s αναφέρει πως η χαμηλότερη εκτίμηση είναι «πολιτικά πιο εφικτή» από το στόχο της κυβέρνησης και συμβατή με μια μετριοπαθή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Ο οίκος αναμένει από την ελληνική κυβέρνηση να απορροφήσει ένα αυξανόμενο μερίδιο των κονδυλίων της ΕΕ, να διευρύνει περαιτέρω τη φορολογική βάση και να βελτιώσει την είσπραξη των φόρων.

Από την άλλη πλευρά, η S&P πιστεύει ότι η κυβέρνηση έχει «ελάχιστα περιθώρια» για περαιτέρω ελιγμούς από την πλευρά των δαπανών. Στο σημείο αυτό θεωρεί πως η κυβέρνηση θα πραγματοποιήσει κάποιες φορολογικές περικοπές, ενώ θεωρεί πως οι καθοδικοί κίνδυνοι θα αυξηθούν εάν αποπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία παγιωθούν.

Η Standard & Poor’s θεωρεί πως υπάρχει χαμηλή πιθανότητα επιπλέον αύξησης του δημόσιου χρέους λόγω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Όπως σημειώνει οι τέσσερις μεγαλύτερες εγχώριες τράπεζες έχουν αυξήσει κατά 8,4 δισ. ευρώ τα κεφαλαία τους άμεσα από τις αγορές και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει ένα υπόλοιπο ύψους 11 δισ. ευρώ.

«Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση μπορεί να λάβει πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους από τους επίσημους πιστωτές, δεν αναμένουμε τρίτη αναδιάρθρωση για τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα», σημειώνει ο οίκος και προσθέτει πως αναμένει ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εξυπηρετεί τα περίπου 3 δισ. ευρώ του χρέους που κατέχουν οι πιστωτές που δεν συμμετείχαν στις δύο ανταλλαγές χρέους του 2012.

Ο οίκος σημειώνει πως οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης ύψους 43 δισ. ευρώ (19% του ΑΕΠ) κατά τους επόμενους 15 μήνες θα πρέπει να καλυφτούν εν μέρει από τις ελληνικές τράπεζες και την αποπληρωμή των ομολόγων Αλογοσκούφη, από τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό εντός του ευρύτερου δημόσιου τομέα και μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Αναμένει επίσης περίπου 20 δισ. ευρώ να αντληθούν από τις εγχώριες αγορές (έντοκα γραμμάτια), περίπου 12 δισ. ευρώ να έλθουν από τον επίσημο τομέα (τρόικα) και μέχρι 5 δισ. ευρώ από πρόσθετες εκδόσεις ομολόγων ξένου δικαίου.

Ως εκ τούτου, αναμένει ότι το ακαθάριστο απόθεμα δημόσιου χρέους θα σταθεροποιηθεί σε γενικές γραμμές σε ονομαστικούς όρους και θα υποχωρήσει ελαφρά στο 164% του ΑΕΠ το 2017 από το 177% το 2014. Σημειώνει, ωστόσο, ότι ακόμη και σε αυτό το κάπως χαμηλότερο επίπεδο, το ελληνικό χρέος θα παραμείνει ένα από τα υψηλότερα όλων των κρατών που αξιολογεί.

Η Standard & Poor’s αναγνωρίζει πως από τον Απρίλιο του 2012 και την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, το προφίλ του χρέους της Ελλάδας έχει βελτιωθεί. Η μέση διάρκεια του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης είναι σήμερα στα 15,8 χρόνια από 6,3 χρόνια το 2011, ενώ το 72% του χρέους είναι πλέον μη εμπορεύσιμο και αυτό το μέρος του χρέους έχει επιτόκιο 2%, όταν εκτιμάται πως το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας το διάστημα 2015-2017 θα αυξηθεί κατά 2,8%.

Η Standard & Poor’s εκτιμά πως η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας είναι σταδιακή, αλλά αδύναμη, με το ΑΕΠ το 2017 να παραμένει 20% χαμηλότερα από ό, τι το ΑΠΕ του 2007. Όπως τονίζει, η μείωση κατά 16% στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μεταξύ του 2008 και του 2013 έχει βοηθήσει τον τουριστικό τομέα στην Ελλάδα, αλλά είχε μικρότερο αντίκτυπο στο μεταποιητικό τομέα, ωστόσο, δεν έχει επωφεληθεί στον ίδιο βαθμό (σε αντίθεση με την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία).

Ο οίκος υπογραμμίζει πως οι επενδύσεις υπολείπονται ακόμα 40% σε σχέση με το ποσοστό του 2007 και εκτιμά πως ανακάμψουν με αργούς ρυθμούς. Πιστεύει δε ότι τα επίπεδα επενδύσεων θα περιοριστούν από ενδεχόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης, ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα στην μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και τις περιορισμένες ξένες άμεσες επενδύσεις. Σημειώνει μάλιστα πως η κατανάλωση των νοικοκυριών θα ωφελήσει μόνο σταδιακά από εάν υπάρξει σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας.

Ο οίκος αναμένει πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει σε γενικές γραμμές ισορροπημένο το διάστημα 2014-2017 έναντι ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 11% του ΑΕΠ το 2009. «Παρά τη θετική στροφή οι εξωτερικές ευπάθειες στην Ελλάδα επιμένουν: Έχει υψηλό εξωτερικό χρέος και περιορισμένη νομισματική ευελιξία», σημειώνεται στην ανάλυση του οίκου και προστίθεται πως αναμένει ότι οι διασυνοριακές διατραπεζικές καταθέσεις θα σταθεροποιηθούν, ενώ η χρηματοδότηση της ΕΚΤ – περίπου 20% του συνολικού παθητικού του τραπεζικού συστήματος – θα παραμείνει.

«Αν και αναμένουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει σε μεγάλο βαθμό το σημερινό πλαίσιο πολιτικής, θεωρούμε ως αδυναμία στην αξιολόγηση μας το περίπλοκο πολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα», σημειώνει ο οίκος και υπογραμμίζει ότι παρά το ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν υποστηρίξει μέχρι σήμερα τις δημοσιονομικές επιδόσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας, οι κοινωνικές εντάσεις και το αδύναμο θεσμικό πλαίσιο παραμένουν.

Οι προοπτικές

Η Standard & Poor’s αναφέρει πως οι προοπτικές της Ελλάδας είναι σταθερές, κάτι που εξισορροπεί από το ότι η πρόοδος της Ελλάδας στον τομέα της δημοσιονομικής εξυγίανσης αντισταθμίζεται από την αδύναμη ακόμη οικονομική ανάκαμψη και την πολιτική βούληση να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Οι σταθερές προοπτικές προϋποθέτουν επίσης ότι δεν υπάρξει καμία περαιτέρω αναδιάρθρωση στο υφιστάμενο απόθεμα του εμπορεύσιμου χρέους.

Ο οίκος σημειώνει πως θα μπορούσε να αυξήσει την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του για την Ελλάδα, εάν το ΑΕΠ αυξηθεί περισσότερο από ό, τι αναμένει ή εάν το θεσμικό πλαίσιο ενισχυθεί σημαντικά. Αυτό θα μπορούσε να προέλθει από πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων που θα φέρουν καρπούς πιο γρήγορα από ό, τι προβλέπετε ή εάν το τραπεζικό σύστημα αποκατασταθεί σε βαθμό που θα μπορεί να προσφέρει πιο δυναμική πιστωτική επέκταση.

Αντιθέτως προειδοποιεί ότι θα μπορούσε να μειώσει την αξιολόγηση της Ελλάδας, εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να σταθεροποιήσει το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ, εάν για παράδειγμα υπάρξουν μεγαλύτερες αποπληθωριστικές πιέσεις. Θα μπορούσε επίσης να μειώσει την βαθμολογία της Ελλάδας αν οι ιδιώτες πιστωτές κληθούν να συμμετάσχουν σε μια τρίτη αναδιάρθρωση, είτε λόγω μιας αλλαγής στην κυβερνητική πολιτική ή λόγω μια όμοιας και συγκρίσιμης μεταχείρισης σε περίπτωση αναδιάρθρωσης επίσημων χρέους (διμερούς και πολυμερούς) και ιδιωτικού χρέους.

Θανάσης Κουκάκης

Newsroom ΔΟΛ