Στο μικροσκόπιο τα πρώτα δείγματα διαστρικής σκόνης
Οι πρώτες ενδείξεις ότι πρόκειται πράγματι για σκόνη που δεν προέρχεται από το Ηλιακό Σύστημα είχαν ανακοινωθεί το Μάρτιο Συνέδριο Πλανητικής και Σεληνιακής Επιστήμης που πραγματοποιήθηκε στο Τέξας.
Τώρα, ομάδα 65 ερευνητών αναφέρει στο περιοδικό Science ότι οι πολύτιμοι κόκκοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία από ό,τι είχε εκτιμηθεί. Τρία από τα σωματίδια περιέχουν θείο, ενώ τα άλλα όχι -ένδειξη ότι έχουν διαφορετική προέλευση.
Ο Δρ Πίτερ Τσου της NASA δείχνει ένα αντίγραφο της επιφάνειας συλλογής δειγμάτων του Stadust. Οι κυψέλες είναι γεμάτες αεροτζέλ που παγιδεύει τα εισερχόμενα σωματίδια (Πηγή: NASA)
Αυτό που εκκρεμεί τώρα είναι η οριστική επιβεβαίωση ότι πρόκειται για υλικό από το διαστρικό διάστημα, κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί από τις ισοτοπικές αναλύσεις.
Αν οι ισοτοπικές αναλογίες στα δείγματα είναι διαφορετικές από του Ήλιου, οι επιστήμονες θα γνωρίζουν ότι το υλικό που έχουν στα χέρια τους προέρχεται από το διαστρικό χώρο.
Το 2000 και το 2000, το Stardust άφησε εκτεθειμένο στο Διάστημα ένα όργανο σαν ρακέτα, καλυμμένο με ένα εξαιρετικά ελαφρύ υλικό που ονομάζεται αεροτζέλ. Η μία επιφάνεια της ρακέτας συνέλεξε τα πρώτα δείγματα από την ουρά ενός κομήτη, όταν το σκάφος πέταξε δίπλα στον κομήτη Wild-2.
Ένας από τους πολύτιμου κόκκους. Το κόκκινο αντιστοιχεί σε αλουμίνιο, το πράσινο σε σίδηρο και το μπλε σε μαγνήσιο (Πηγή: Anna Butterworth / ALS)
Χρειάστηκε να ελεγχθούν 100 εκατομμύρια φωτογραφίες του «αεροτζέλ» μέχρι να βρεθούν επτά κόκκοι αυτού του υλικού -κόκκοι χίλιοι φορές μικρότεροι από ό,τι τα σωματίδια από την ουρά του κομήτη.
Λόγω της αστρονομικής ταχύτητας με την οποία έπεσε η σκόνη στον συλλέκτη του Stardust -πάνω από 15.000 χιλιόμετρα την ώρα- ένας από τους κόκκους διαπέρασε τελείως το συλλέκτη χωρίς να αφήσει χημικό ίχνος, και τέσσερις κόκκοι κατέληξαν σε ένα φύλλο αλουμινίου που περιέβαλλε το αεροτζέλ. Βρέθηκαν όμως και δύο κόκκοι παγιδευμένοι μέσα στο αεροτζέλ και έτοιμοι για αναλύσεις.
Οι κόκκοι όμως είναι τόσο μικροί ώστε οι επιστήμονες θα πρέπει να αναπτύξουν νέες τεχνικές για να το μελετήσουν. Όπως σχολιάζει ο Άντριου Ουέστπαλ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, μέλος της ερευνητικής ομάδας, «θα ήταν πολύ εύκολο να τους χάσουμε».
Επιμέλεια: Βαγγέλης Πρατικάκης
Newsroom ΔΟΛ
Σχόλια Facebook