Αλληλοκατηγορούνται τα έγκλειστα μέλη της 17 Ν – Επιστολών συνέχεια
ΠΗΓΗ: antinews.gr
Νέα επιστολή – βόμβα από τον φυλακισμένο της «17Ν», Βασίλη Τζωρτζάτο, επιβεβαιώνει τον πόλεμο μεταξύ των μελών της οργάνωσης και ρίχνει λάδι στη φωτιά της σύγκρουσης που έχει ο επιστολογράφος με τον «Φαρμακοχέρι» δηλαδή τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Είναι η δεύτερη επιστολή μετά από εκείνη που περιέγραφε το περιστατικό της απόπειρας δολοφονίας του Γ. Παλαιοκρασσά που οδήγησε στη δολοφονία του νεαρού Αξαρλιάν επειδή κάποιος μέλος της «17Ν» ήθελε να πάει διακοπές.
Αυτή τη φορά ο Τζωρτζάτος χαρακτηρίζει ξεκάθαρα τον Κουφοντίνα ως πράκτορα των ξένων και ελληνικών μυστικών υπηρεσιών. Ότι έκανε με τη CIA συμφωνίες πριν την εξάρθρωση της οργάνωσης και προτού ο Σάββας Ξηρός συλληφθεί στον Πειραιά. Και θέτει νέα ερωτήματα για τον τρόπο που η τρομοκρατική οργάνωση που αιματοκύλησε την Ελλάδα, έπεσε στα χέρια της αντιτρομοκρατικής.
Ο Τζωρτζάτος χαρακτηρίζει ψεύτη τον Κουφοντίνα και περιγράφει περιστατικά που δείχνουν ότι η οργάνωση αυτή που τρομοκρατούσε τη χώρα για 30 χρόνια ήταν ένα μάτσο γελοίοι και γκαφατζήδες. Ένα από τα περιστατικά είναι ότι ο Κουφοντίνας έπαιζε με το πιστόλι του και αυτό εκπυρσοκρότησε και τον χτύπησε στο δάχτυλο. Όμως ο Κουφοντίνας παρουσιάζει το γεγονός ως πράξη ηρωισμού, ότι έγινε σε κάποια ενέργεια της οργάνωσης.
Περιγράφει επίσης ένας περιστατικό με πυροβολισμούς κατά αστυνομικούς λέγοντας ότι ο Κουφοντίνας ήθελε να μοιάζει με τον… Τζέιμς Μποντ. Επίσης, κατηγορεί τέσσερις από τους τρομοκράτες ότι τα βρήκαν με τον Κουφοντίνα και τις μυστικές υπηρεσίες γι’ αυτό και είναι ήδη έξω από τις φυλακές. Τέλος, κάνει λόγο για απειλές κατά της ζωής του και για προσπάθεια του Κουφοντίνα και του Ξηρού να τον κατηγορήσουν ως έμπορο ναρκωτικών.
Η νέα επιστολή Τζωρτζάτου και οι κατηγορίες κατά του «Φαρμακοχέρη» για χαφιεδισμό ανοίγουν νέα κεφάλαια στην υπόθεση της «17Ν» και είναι σίγουρο ότι σειρά θα πάρει ο Κουφοντίνας για να απαντήσει.
Διαβάστε όλη την επιστολή του Β. Τζωρτζάτου:
«Το άδειασμα ήταν μια συνήθης πρακτική της οργάνωσης. Μάλιστα μια φορά άδειασα ένα σπίτι που κρατούσα σε ένα απόγευμα, γιατί με ειδοποίησαν ότι κάποιο μέλος που το γνώριζε υποψιαζόταν ότι τον παρακολουθούσαν. Οι κανόνες για τα σπίτια ήταν αυστηροί. Κανένα μέλος δεν είχε δικαίωμα να ξέρει πού βρίσκεται και να μπει σ’ αυτό, χωρίς την άδεια του υπεύθυνου του σπιτιού για λόγους στεγανότητας.
Αυτός φρόντιζε να είναι καθαρά ώστε να μην προκαλεί υποψίες αν κάποιος ξένος έμπαινε μέσα απρόβλεπτα. Να έχει λίγα πράγματα, τακτοποιημένα και σε τάξη ώστε σε περίπτωση συναγερμού να μπορούν να μεταφερθούν γρήγορα αλλού.
Μέσα στη φυλακή πληροφορήθηκα ότι τον Γενάρη του 2002 δηλ. 6 μήνες πριν από τις συλλήψεις ήρθε αίτημα από δύο πλευρές προς τον υπεύθυνο (πάντα τον ίδιο) ενός σπιτιού που ήταν παραφορτωμένο να το αδειάσουν για κάποιο χρονικό διάστημα. Μεταφέροντας τα υλικά στην επαρχία και θάβοντάς τα όπως το ‘χανε κάνει στο παρελθόν. Οταν υπήρχε παρόμοιο αίτημα ο πρώτος που συμφωνούσε ήταν ο υπεύθυνος, για λόγους ευνόητους.
Μεγάλη ήταν η έκπληξή τους όταν πληροφορήθηκαν την αρνητική απάντηση. Αντί να ζητάει ο ίδιος το άδεισμα, επέμενε στην άρνηση χωρίς να δίνει εξηγήσεις. Τους διαβεβαίωσε όμως κατηγορηματικά ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως χειρόγραφο ούτε άλλα στοιχεία γιατί τα είχε καταστρέψει και πετάξει σύμφωνα με τους κανόνες. Επεσαν όλοι απ’ τα σύννεφα τον Ιούλη του 2002 όταν μάθανε ότι στο σπίτι που αποκαλύφθηκε υπήρχε όλο αυτό το χαρτομάνι. Θα σκεφτεί κάποιος ότι η εξήγηση είναι ότι είπε ψέματα το Γενάρη του 2002 κι ότι δεν τα ‘χε καθαρίσει.
Αυτό όμως δεν είναι ακριβές για τους εξής λόγους:
1) Ο Σάββας βεβαίωσε επανειλημμένα το Δικαστήριο ότι τα χειρόγραφα που βρέθηκαν, δεν υπήρχαν στο σπίτι. Ο Σάββας πήγαινε συχνά στο σπίτι κι αν υπήρχαν θα τα ‘βλεπε κι είναι σίγουρο ότι θα τα κατάστρεφε.
2) Ο Σάββας τον τελευταίο χρόνο περνούσε στον υπολογιστή όλα τα χειρόγραφα ακριβώς για να μην υπάρχουν στοιχεία. Μάλιστα τα είχε περάσει όλα, κι εκείνη την περίοδο περνούσε τα κείμενα διεκδίκησης από αποκόμματα του Τύπου κι όχι από χειρόγραφα.
3) Το τετράδιο, με τις καταγραφές χρηματικών ποσών που αναφέρονται σχεδόν σε όλους τους κατηγορούμενους, θα το είχε σίγουρα καταστρέψει. Να σημειώσω εδώ ότι ενώ δεν βρέθηκε το τετράδιο της περιόδου του 2002 που θα ήταν πιο λογικό να βρεθεί, βρέθηκε αυτό που ήταν παλιό, μέχρι το ’94. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κρατάνε και σύμφωνα με τους κανόνες θα ‘πρεπε να το ‘χουν καταστρέψει από καιρό. Μέσα στη φυλακή όταν πρωτοδιάβασα στον Τύπο ότι υπάρχουν κάποια στοιχεία για ποσά, τον ρώτησα:
«Τι είναι αυτά που γράφουν οι εφημερίδες για χρηματικά ποσά;» και μου απάντησε: «Θα ‘ναι καμιά σελίδα που έπεσε πίσω απ’ το καλοριφέρ και δεν την είδα» ενώ επρόκειτο για δύο τετράδια!
Η εξήγηση είναι μόνο μία και φωτίζει και την άρνηση του Γενάρη.
Αυτός που πήγε στο σπίτι το βράδυ, μετά την έκρηξη στον Πειραιά, δεν πήγε για να τ’ αδειάσει αλλά για να το γεμίσει. Μετέφερε εκεί τα χειρόγραφα που έκαιγαν σχεδόν όλους τους κατηγορούμενους. Τα έφερε είτε από κάποια προσωπική του κρύπτη όπου τα φύλαγε είτε του τα έδωσαν κάποιοι για να τα τοποθετήσει εκεί.
Ρίχνοντας ορισμένα στο πάτωμα, σκηνοθετώντας ότι δήθεν του έπεσαν, μέσα στη βιασύνη του. Αλλωστε, αν ήθελε να τα αφαιρέσει απ’ το σπίτι όπως ισχυρίζεται, ήταν πολύ εύκολο και γινόταν σε μία μόνο φορά εκείνο το βράδυ, αφού όλος ο όγκος τους χωρούσε σε μια πλαστική σακουλίτσα σούπερ μάρκετ. Τα μόνα στοιχεία που φρόντισε να εξαλείψει με τη χλωρίνη είναι σε μερικά όπλα γιατί φοβόταν την ύπαρξη DNA που ενδεχόμενα ανήκε σε στενό του πρόσωπο.
Η άρνηση όμως του Γενάρη δείχνει και κάτι άλλο. Οτι αυτός είχε ήδη έρθει σε επαφή με αυτούς με τους οποίους έκανε συμφωνία μεταγενέστερα και του είχαν διαμηνύσει ότι προϋπόθεση οποιασδήποτε συμφωνίας είναι να βρεθούν στοιχεία και τεκμήρια. Τα σπίτια έπρεπε πάση θυσία να παραδοθούν γεμάτα. Επιβεβαιώνεται ο δημοσιογράφος που έγραψε πέρσι ότι το κάστρο της 17Ν έπεσε κι αυτό από μέσα.
Λύνεται, έτσι και ο γρίφος, γιατί πήρε μαζί του στον Πειραιά το καμένο περίστροφο-ταυτότητα της 17Ν, αφού, όπως γνωρίζω, υπήρχε τουλάχιστον ένα άλλο περίστροφο, καθαρό και αχρησιμοποίητο. Δεν ήταν «λάθος». Το περίστροφο πάρθηκε εσκεμμένα και εσκεμμένα αφέθηκε εκεί μετά την έκρηξη. Αν δεν υπήρχε αυτό το συγκεκριμένο, δεν θα ακολουθούσε η ανάκριση με μοντέρνα ναρκοφάρμακα στον Σάββα, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με άλλους. Απ’ τη στιγμή που είχαν την απόδειξη της σχέσης του Σάββα με τη 17Ν, όποιος και να ‘ταν στη θέση του, η έκβαση θα ήταν η ίδια.
Οταν παραδόθηκε στην Αστυνομία, τα ΜΜΕ προέβαλαν σαν δικαιολογία ότι το έκανε τάχα για να σώσει την τιμή της οργάνωσης, τη στιγμή που ακόμη και οι ανακριτές μας ομολογούσαν ότι όσα και να λένε τα μίντια εναντίον της, ο μύθος της 17Ν δεν θα καταρρεύσει. Επινόησαν αυτό το παραμυθάκι για ν’ αποκρύψουν την πραγματική και ουσιαστική αιτία: Οτι δίκη χωρίς την παρουσία του δεν μπορούσε να γίνει.
Μόνο με τη συμμετοχή του θα εξασφαλιζόνταν η καταδίκη των κατηγορουμένων σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Οποιοσδήποτε πραγματικός αγωνιστής, στη θέση του, θα έκανε, αμέσως μόλις φυλακίστηκε, ορισμένες απλές και απαραίτητες κινήσεις. Θα συγκαλούσε όσους δεν συνεργάστηκαν ανοιχτά, για να τους δώσει εξηγήσεις για ό,τι έγινε και θα δημιουργούσε μια συλλογικότητα ανεξάρτητα απ’ το γεγονός της διάλυσης ή μη της 17Ν. Θέτοντας στο περιθώριο τους 4 ανοιχτά συνεργαζόμενους. Αυτός έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Προπαγάνδιζε ανοιχτά σ’ όλους τους κρατούμενους τη θέση της Αντιτρομοκρατικής ότι όσοι μίλησαν μίλησαν χωρίς να τους αγγίξουν κι είπαν την αλήθεια!
Ιδιαίτερα το έλεγε για τον Σάββα αλλά και για μένα, παρ’ ότι του έδειξα τα σημάδια στο σώμα μου από τον άγριο ξυλοδαρμό μου που τα είχα για 6 μήνες. Τορπίλισε οποιαδήποτε κοινή συζήτηση προτείνοντας να συμμετέχουν σ’ αυτήν και οι συνεργαζόμενοι που θα μας κάρφωναν στη Δίκη. Στην τελευταία προσπάθειά μου να έλθει για συζήτηση, όπως το ‘χε υποσχεθεί, με έβρισε και εξαφανίστηκε τρέχοντας. Για να λειτουργεί προσωπικά και ανεξέλεγκτα.
Ενώ υποτίθεται ότι παραδόθηκε για να σώσει την τιμή της οργάνωσης, έγινε το πρώτο φιλαράκι των ανοιχτά συνεργαζόμενων – ρουφιάνων. Ηταν συνέχεια μαζί τους και τους προστάτευε. Τον έπιασα δύο φορές μέσα στο κελί του, να δασκαλεύει, προφανώς κατόπιν εντολών, τους δύο, ώστε να καταθέσουν στη Δίκη ψεύδη υπέρ του τρίτου, για να ‘χει μειωμένη ποινή, πράγμα που έγινε και πέτυχε. Ετσι σήμερα και οι 4 ανοιχτά συνεργαζόμενοι έχουν αποφυλακιστεί με μειωμένες ποινές κι ενώ οι 3 απ’ αυτούς θα ‘πρεπε να καταδικαστούν σε ποινές ισοβίων.
Κάρφωνε μέσα στο Δικαστήριο. Οχι με το χοντροκομμένο ξεπερασμένο τρόπο. Με το μοντέρνο και φινετσάτο. Με την κατάπτυστη φράση: «Η τιμή μου και η υπόληψή μου δεν μου επιτρέπουν να απαντήσω», δηλ. και χαφιεδίζεις και παριστάνεις τον ήρωα που δεν καρφώνει. Γι’ αυτό σ’ όλη τη διάρκεια της Δίκης, μόλις κάποιος κατηγορούμενος απαντούσε «όχι», έσπευδε αμέσως κάποιος Δικαστής να ζητήσει επεξήγηση: «Οχι, δεν ξέρεις;» ρωτούσε ή «όχι, γιατί η τιμή σου και η υπόληψή σου…».
Αν απαντούσες το πρώτο, ξίνιζαν τα μούτρα τους, αν απαντούσες το δεύτερο, έτριβαν τα χέρια τους με ικανοποίηση.
Η περίπτωση της υπόθεσης Μομφεράτου τα εξηγεί όλα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο αλλά και την κατάθεση του πρώτου συνεργαζόμενου-ρουφιάνου, που θεωρήθηκε αξιόπιστη απ’ το Δικαστήριο, ο ήρωάς μας ήταν ένας απ’ τους δύο φυσικούς αυτουργούς της ανθρωποκτονίας και καταδικάστηκε σε δις ισόβια. Ελα όμως που ο ρουφιάνος έλεγε ψέματα. Που ο φυσικός αυτουργός δεν ήταν ο ήρωας αλλά ο ίδιος.
Οποιοσδήποτε πραγματικός αγωνιστής θα έκανε το εξής απλό: Θα έκανε μια δήλωση λέγοντας ότι τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, χωρίς να ‘ναι υποχρεωμένος να υποδείξει τον φυσικό αυτουργό. Δεν το ‘κανε όμως. Γιατί τότε ο ρουφιάνος θα καταδικαζόταν σε ισόβια και σήμερα δεν θα ‘χε αποφυλακιστεί. Κυρίως όμως γιατί θα κατέρρεε ως αξιόπιστος μάρτυρας και δεν θα καταδικάζονταν, με τα ψέματά του, σύντροφοι που δεν συνεργάστηκαν. Και συγκεκριμένα σ’ αυτήν μόνο την υπόθεση εγώ που καταδικάστηκα σε 2 φορές ισόβια ως οδηγός, ενώ δεν ήμουν εκεί και ο «ηθικός αυτουργός», σύμφωνα με την κατάθεσή του στο Δικαστήριο, ενώ στους ανακριτές είχε υποδείξει άλλους, σε άλλες 2 ισόβιες. Δηλ. ο ήρωάς μας προτίμησε τα ψέματα για να σώσει τον πρώτο ρουφιάνο και να καταδικαστούν σε 2 φορές ισόβια ο καθένας, δύο που δεν συνεργάστηκαν, απ’ την αλήθεια που θα τους έσωνε!
Κανένας αγωνιστής δεν θα ‘κανε ποτέ τέτοια ατιμία.
Μια μόνο εξήγηση υπάρχει γι’ αυτήν και για το γεγονός ότι εδώ και 7 χρόνια που του θέτω δημόσια το ερώτημα δεν απαντάει. Μόνο αν κάποιοι, μετά από συμφωνία, του είχαν απαγορεύσει ν’ αμφισβητήσει τους συνεργαζόμενους και το κατηγορητήριο.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικαλείται τη στάση του για να αιτιολογήσει τις καταδίκες. Σε κάθε ενέργεια λέει: Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατηγορούμενοι είναι οι εξής. Ο ήρωάς μας που ανέλαβε την ευθύνη δεν εξέφρασε καμιά αντίρρηση. Αρα έτσι έγιναν τα πράγματα και σωστά καταδικάζονται. Δηλ. τα καρφώματα των ξεφωνημένων ρουφιάνων δεν αρκούσαν. Ηταν απαραίτητη και αναγκαία η σιωπηλή συναίνεση του ήρωα για την καταδίκη.
Θα μου αντιτάξει κάποιος:
«Ο λόγος του όμως είναι επαναστατικός». Η απάντηση είναι ότι έτσι είναι πάντα και δεν γίνεται διαφορετικά. Επαναστατικός ήταν και ο λόγος του Μαλινόφσκι, όπως και του Κρυστάλη. Η επιτυχία του ρόλου τους βασίζεται στη διπροσωπία. Ο λόγος αυτός όμως αναιρείται από τις πράξεις. Κι όπως λέει η ιστορική εμπειρία και η επιστολή του Πλουμπίδη που ανέφερα, σ’ αυτήν την περίπτωση καθοριστική σημασία έχουν οι πράξεις κι όχι ο λόγος.
Η περίπτωσή μας είναι αγγλική πατέντα. Θυμίζει έντονα ανάλογες στρατολογίες μελών της ηγεσίας του IRA. Μία απ’αυτές είναι του Ντένις Ντόναλτσον, με επαναστατικό λόγο κι αυτός. Ηταν αγωνιστής, αντάρτης ,κολλητός του Μπόμπι Σαντς, ιστορικού στελέχους του IRA που πέθανε μετά από απεργία πείνας το ’81. Στη δεκαετία του ’80 στρατολογήθηκε από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες ως έμμισθος πράκτορας. Παρέμεινε στην ηγεσία του IRA και στη συνέχεια του Σιν Φέιν, δίπλα στον Τζέρι Ανταμς για πάνω από 20 χρόνια χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς. Ως το 2005, οπότε αποκαλύφθηκε και εκδιώχθηκε.
Η συμφωνία έγινε το αργότερο τον Αύγουστο του 2002, πριν παραδοθεί. Εγινε τουλάχιστον με τη CIA, το FBI, τις Αγγλικές Μυστικές Υπηρεσίες και την ΕΥΠ που του επέβαλαν τους όρους τους. Αν λάβουμε υπόψη μας και τον ευτελή φραξιονισμό του που γνώριζαν, η ανάληψη της ευθύνης ήταν μονόδρομος. Βασικά απαίτησαν την παράδοση των σπιτιών γεμάτων, την παράδοσή του, την ανάληψη ευθύνης για όλα, τη μη αμφισβήτηση του κατηγορητηρίου και των ανοιχτά συνεργαζόμενων ώστε να περατωθεί ομαλά γι’ αυτούς η Δίκη και να πετύχουν τις καταδίκες που είχαν προαποφασιστεί.
Πριν παραδοθεί βέβαια τον πέρασαν από ανάκριση, η οποία παραμένει μυστική. Απ’ την πλευρά τους του έδωσαν ορισμένα ανταλλάγματα, τα οποία τα βλέπουν όλοι, για τα οποία όμως κανένας δεν μιλάει.
Η ανάληψη της ευθύνης δεν περιορίζεται στη Δίκη αλλά προεκτείνεται χρονικά και μετά απ’ αυτήν. Επιτρέπει στη CIA να μιλάει σήμερα ως 17Ν μέσα απ’ τη φωνή του, υπαγορεύοντάς του ό,τι επιθυμούν. Το θεωρούν σημαντικό για τον έλεγχο τής μετά τη 17Ν «τρομοκρατίας» στη χώρα, μαζί με κάποιες άλλες κινήσεις.
Στη δευτεροβάθμια Δίκη, ενώ όλων των κατηγορούμενων οι ποινές μειώθηκαν, η δική μου έμεινε αμετάβλητη. Την τελευταία μέρα της Δίκης το 2007 με φώναξε ο μακαρίτης σήμερα συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής Αλ. Κατσαντώνης και μου είπε, παρουσία ορισμένων άλλων συνηγόρων: «Ελα εδώ βρε. Με τον Κουφοντίνα πήγες και τα ‘βαλες; Σου ‘κανε μεγάλη ζημιά. Είναι σαν να τα ‘βαλες με την εξουσία»!
Το καλοκαίρι του 2009, μετά από ένα άρθρο μου στον Τύπο, ήρθε στη φυλακή να με συναντήσει ο τότε εισαγγελέας για την Τρομοκρατία. Μου είπε: «Ξέρω ότι δεν θα μου πεις τίποτα. Αλλά για λόγους τυπικούς όφειλα να έρθω. Να ξέρεις ότι με δυο θα ‘θελα να συζητήσω. Με τον Σάββα και με τον Γιωτόπουλο». Του λέω: «Με τον Κουφοντίνα δεν θέλεις;» Απάντησε: «Τι να τον κάνω αυτόν; Αυτός έχει υπογράψει συμφωνίες».
Το 2002, λίγο μετά τις συλλήψεις, είχε εκδοθεί ένα βιβλίο για τη 17Ν από δυο δημοσιογράφους, εκ των οποίων ο ένας είναι διευθυντής σε κανάλι. Πραγματικοί συγγραφείς του βιβλίου ήταν οι μυστικές υπηρεσίες, αφού αυτές είχαν δώσει το υλικό. Στόχος του ήταν να προπαγανδίσει το κατηγορητήριο προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη για τη Δίκη και τις καταδίκες. 12 χρόνια μετά εκδίδεται ο δεύτερος τόμος αυτού του βιβλίου με τους ίδιους πραγματικούς συγγραφείς διά χειρός του ήρωά μας Ντόναλτσον της 17Ν. Στόχος του είναι να επιβεβαιώσει ότι το κατηγορητήριο ήταν σωστό, ότι δίκαια καταδικάστηκαν όλοι κι ότι η Δίκη ήταν άψογη. Επί της ουσίας και στα βασικά ζητήματα τα δυο βιβλία έχουν τις ίδιες θέσεις. Το νέο όμως βιβλίο έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό που είναι πολύ πιο τονισμένο: Το ψέμα. Είνα γεμάτο ψέματα οφθαλμοφανή και προκλητικά. Αποκάλυψα ήδη την αλήθεια για την υπόθεση Παλαιοκρασσά στο προηγούμενο κείμενο.
Θα προσθέσω μόνο τρία αποκαλυπτικά.
Στη σελίδα 219 και 305 λέει ότι τραυματίστηκε από σφαίρα σε ενέργεια. Ο αναγνώστης συμπεραίνει λογικά ότι δέχθηκε σφαίρα αντιπάλου.Η αλήθεια είναι διαφορετική. Αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος χωρίς να απειλείται. Κρατούσε ένα πιστόλι κι απ’ την ένταση του ξέφυγε μια σφαίρα και χτύπησε το δάκτυλό του. Γιατί λέει αυτό το προκλητικό ψέμα; Τη στιγμή που σχεδόν όλοι γνωρίζουν την αλήθεια που θα αποκαλυπτόταν και μάλιστα του είχαν βγάλει και σχετικό παρατσούκλι.
Στη σελίδα 376 διηγείται πως πήγαν να μετακινήσουν ένα απαλλοτριωμένο αυτοκίνητο κάπου στην Κοκκινιά και χάρη στη διαίσθησή του απέφυγαν την παγίδα. Κι εδώ αντιστρέφει τα γεγονότα. Επειδή ο άλλος σύντροφος ήμουν εγώ, τα πράγματα έγιναν ως εξής: Πηγαίνοντας να το πάρουμε, φτάνοντας στα 10 μέτρα περίπου απ’ το αμάξι, βλέπουμε πίσω απ’ το αμάξι, σε απόσταση περίπου 30 μέτρων, 4 να πλένουν ένα αυτοκίνητο, εκ των οποίων μια γυναίκα, ντυμένοι με αθλητικές φόρμες κι έχοντας τραβήξει ένα λάστιχο από μια μονοκατοικία. Με το που μας βλέπουν, τους πετάγονται τα μάτια έξω.
Του λέω: «Τους βλέπεις αυτούς πώς μας κοιτάζουν, πρέπει να είναι μπάτσοι». Απαντάει: «Οχι μωρέ, της γειτονιάς είναι, πάμε να το πάρουμε» και ήταν έτοιμος να μπει στο αυτοκίνητο. Του λέω “Εγώ δεν πάω” και, σπρώχνοντάς τον, στρίβουμε στη γωνία. Προχωράμε λίγο και του λέω: “Ακουσε, εγώ θα περιμένω εδώ και εσύ θα κάνεις το τετράγωνο, να ελέγξεις αν υπάρχουν κι άλλα ασφαλίτικα αμάξια”.
Ερχεται μετά από 10 λεπτά αλαφιασμένος και μου λέει: “Πάμε να φύγουμε, είχες δίκιο, μας την έχουν στημένη. Είναι άλλα δυο ασφαλίτικα αμάξια σε δυο δρόμους. Το ένα είναι κρυμμένο πίσω από μια νταλίκα. Σε καθένα είναι 4 και πίνουν καφέδες”. Δηλ. αν το είχαμε πάρει, όπως πρότεινε, θα είχαμε την τύχη του Τσουτσουβή, αφού αυτοί ήταν 12 και εμείς 2. Του λέω έξαλλος: “Ακου να δεις. Από δω και πέρα θα κάνω έλεγχο στα αμάξια μόνο εγώ. Δεν πρόκειται να ξανάρθεις μαζί μου για έλεγχο”. Απαντάει: “Εντάξει, αλλά μην το πεις στους άλλους”.
Στη σελίδα 249 περιγράφει το επεισόδιο της μηχανής με το περιπολικό, ισχυριζόμενος ότι εσκεμμένα χτύπησε το παρμπρίζ στη μέση και το φανάρι και κατασκευάζει ολόκληρο ρομάντζο για το τελευταίο. Δεν χρειάζεται όμως να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι ένας 25άρης πάνω σε μια μηχανή, που δεν είναι επαγγελματίας και πυροβολεί ένα αυτοκίνητο σε κάποια απόσταση, χωρίς να σημαδεύει, ρίχνει στην τύχη, στο γάμο του καραγκιόζη. Και τυχαία πήγαν οι σφαίρες εκεί που πήγαν.
Γι’ αυτό άλλωστε του έγινε και σκληρή κριτική. Γιατί θα μπορούσε να χτυπήσει τους αστυνομικούς, πράγμα που ήταν αντίθετο με τη γραμμή της οργάνωσης, να μην τους χτυπάμε αν δεν μας απειλούν. Αυτό που έπρεπε να κάνουν, είναι να φύγουν αφού είχαν δυνατή μηχανή, όπως άλλωστε έκαναν στη συνέχεια. Γιατί λοιπόν αυτά τα ψέματα; Οι αντάρτες ήταν πάντα σεμνοί και ποτέ και πουθενά δεν παρίσταναν τον Τζέιμς Μποντ. Πέρα από έναν αρρωστημένο εγωισμό, τι εξυπηρετούν; Να τον εξυψώσουν; Να προβοκάρουν; Να τσεκάρουν τι είναι αλήθεια; Να δημιουργήσουν σύγχυση; Να καλύψουν άλλα ψέματα; Να καλύψουν άλλους;
Και όταν σε τέτοια ασήμαντα γεγονότα, λέγονται τέτοια ψέματα άνευ λόγου, ο καθένας καταλαβαίνει τι σχέση με την αλήθεια έχουν τα γραφόμενα, όταν αναφέρονται σε ζητήματα με κάποιο πολιτικό ή άλλο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Την περίοδο της απεργίας πείνας που έκανα το 2004, ο ήρωάς μας έβαζε τους γνωστούς κλακαδόρους του «κινήματος» να γυρίζουν από καφενείο σε καφενείο στα Εξάρχεια και να διαδίδουν ψευδώς ότι έκανα μούφα απεργία πείνας και ότι έτρωγα. Λίγες μέρες πριν από τη λήξη της απεργίας, εξαντλημένος και κατά 21 κιλά ελαφρότερος, ήρθε ο ήρωας με τη δικηγόρο του και μου ζήτησαν να υπογράψω ένα κείμενο, λέγοντάς μου όταν αρνήθηκα: «Αν δεν το υπογράψεις, θα σε βγάλουμε χαφιέ».
Οχι “είσαι”. “Θα σε βγάλουμε”. Το ίδιο κάνουν και σήμερα. Προσπαθούν, ρίχνοντας λάσπη, να με φοβίσουν για να μου κλείσουν το στόμα, για να μην πω την αλήθεια. Αλλοι με απείλησαν ακόμη και με τη ζωή μου. Αλλοι τραμπούκισαν επανειλημμένα εναντίον μου μέσα στη φυλακή. Ο ήρωας με τον κολλητό του τον Χριστόδουλο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να με βγάλουν έμπορο ναρκωτικών κι ότι προμηθεύω τη φυλακή με ναρκωτικά.
Ολα αυτά που μου έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια ο ήρωας και η παρέα του (εντός και εκτός φυλακής) είναι τίτλοι τιμής για μένα και μάταια. Δεν με αγγίζουν, δεν με πτοούν. Είναι ασήμαντες, μικρές ενοχλήσεις που δεν συγκρίνονται με το τεράστιο καθήκον που έχω απέναντι στο λαό και στην ιστορία: Να πω την αλήθεια. Γιατί ολόκληρη η ιστορία του εικοστού αιώνα διδάσκει ότι καμία χειραφέτηση του λαού δεν πρόκειται να πετύχει, αν στηρίζεται στο ψέμα.
Βασίλης Τζωρτζάτος
Φυλακές Κορυδαλλού
Ιούνιος 2014»
Σχόλια Facebook