Η Ομογένεια και η Δικτατορία

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Πολύς λόγος έχει γίνει για τη στάση της ελληνικής Ομογένειας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967. Η κρατούσα αντίληψη στην Ελλάδα είναι ότι υπήρξε αμέριστη η στήριξη των ομογενών στο χουντικό καθεστώς. Ιστορικά, επομένως, υπάρχει ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Περισσότερο έγκυρη δεν μπορεί να είναι παρά η άποψη εκείνων που έζησαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα της σκοτεινής εκείνης περιόδου. Μάλιστα δε, εκείνων που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα ομογενειακά καθέκαστα.

Ένας από τους παράγοντες αυτούς, ο σημαντικότερος, ήταν ο ομογενής εκδότης-δημοσιογράφος Μπάμπης Μαρκέτος. Ο Μαρκέτος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο όχι μόνο στην συγκεκριμένη ιστορική φάση, αλλά καθ΄όλη τη διάρκεια της ενασχόλησής του με την δημοσιογραφία (1947-1977) τόσο στα ομογενειακά όσο και τα ελληνικά δημόσια πράγματα. Προσωπικός φίλος  του Κων. Καραμανλή, του Εθνάρχη Μακαρίου, αλλά και γενικότερα, με στενές σχέσεις με σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου της γενέτειρας, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος, το 1975, (με τη  συμπλήρωση δέκα ετών από την περίοδο των πολιτικών γεγονότων του 1965 και ένα χρόνο μετά την αυτοκατάρρευση του καθεστώτος Ιωαννίδη, με την τραγωδία της Κύπρου) δημοσίευσε στην τότε εφημερίδα του, τον “Εθνικό Κήρυκα” της Νέας Υόρκης, εκτεταμένο άρθρο με τίτλο: “Προβληματισμοί μιας δεκαετίας”  όπου περιέγραφε τις γενικές γραμμές του θέματος των σχέσεων Ομογένειας-Στρατιωτικού καθεστώτος. Το ζήτημα αυτό, με περισσότερες λεπτομέρειες και μαρτυρίες, συμπεριέλαβε στο βιβλίο που συνέγραψε το 1977 με τίτλο ¨Οι Ελληνοαμερικανοί” το οποίο σε συνέχεις έχει δημοσιεύσει η Panhellenic Post.

Από το βιβλίο αυτό, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Παπαζήση, 2006, μεταφέρουμε εδώ αυτούσιο (και με την ορθογραφία του) το σχετικό κεφάλαιο με τίτλο “Η Ομογένεια και η Δικτατορία”, ώστε ο αναγνώστης να πληροφορηθεί από “πρώτο χέρι” τα διατρέξαντα της ταραχώδους εκείνης περιόδου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΜΑΡΚΕΤΟΥ

Η Ομογένεια  και η Δικτατορία

Είναι νωπά ακόμη τα γεγονότα για να καταγραφή διεξοδικά και αμερόληπτα το ιστορικό της θέσεως που έλαβε η Ομογένεια έναντι της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967. Η Ιστορία προτιμά την χρονική απόστασι που επιτρέ­πει τη αδέκαστη και ανεπηρέαστη έρευνα και την θεώρησι των γεγονότων όταν χάνουν τη επικαιρότητα τους –κάνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που επιδιώκει η δημοσιο­γραφία. Γι’ αυτό, περιοριζόμαστε εδώ στην αναφορά ωρισμένων χαρακτηριστικών γεγονότων και παρατηρήσεων.

Πρώτα απ’ όλα, για να κατανοηθή καλύτερα η στάσις της Ομογενείας τη περίοδο της “επταετίας”, πρέπει να ληφθή υπ’ όψι ότι η κατάστασις της συγχύσεως και της πολιτικής αστάθειας που επικράτησε επί δύο σχεδόν χρόνια πριν το απριλιανό πραξικόπημα, ο “ανένδοτος αγών”, οι διαδηλώσεις στους δρόμους, οι βρισιές στη Βουλή, η ασέβεια προς τους θεσμούς, τα πολιτικά πάθη, το συνταγματικό αδιέξοδο και η όλη έκρυθμη και αβέβαιη κατάστασι, είχαν προκαλέσει βαθύτατη απογοήτευσί και στους Ελληνοαμερικανούς. Προερχόταν δε η απογοήτευσί τους, όχι μόνο γιατί στις επισκέψεις τους στην Αθήνα συνέβη ωρισμένοι από αυτούς να παγιδευθούν σε μια διαδήλωσι, ή να ταλαιπωρηθούν στην προσπάθεια τους να βρουν ταξί τη ώρα μιας πορείας διαδηλωτών. Η απογοήτευσί τους ήταν καρπός μιας ανιδιοτελούς και πηγαίας αγάπης προς τη γενέτειρα και των ανησυχιών τους για το μέλλον της χώρας.

Δεν φάνηκε, λοιπόν, να ήταν για ωρισμένους, απολύτως αδικαιολόγητος  ο τερματισμός  μιας  τέτοιας  ανωμαλίας, έστω και με ανορθόδοξη και αντιδημοκρατική λύσι. Αυτό, όμως, αφορούσε μόνο μια κατηγορία ομογενών και, κυρίως, τους παλαιότερους που για ευνόητους λόγους, δεν είχαν
την ευχέρεια βαθύτερης αναλύσεως του πολιτικού αδιεξόδου που αντιμετώπιζε την ώρα εκείνη η Ελλάς.

Εκτός άπό ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειοψηφία εκείνων που δέχθηκαν την δικτατορία με ικανοποίησι ή με ανοχή, το έκαναν όχι γιατί ηρνούντο εκείνη την ώρα, την δημοκρατία, τα αγαθά της οποίας απολάμβαναν στην Αμερική, αλλά με την προσδοκία οτι ο στρατός θα έμενε προσωρινά στην αρχή, όπως άλλωστε διεκήρυσσαν οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος.

Την θέσι αύτη αντιπροσώπευσε η Ατλαντίς η οποία δεν απέκρυπτε την ικανοποίησί της για την “πρωτοβουλία του Ελληνικού Στρατού”, στους πρωτοσέλιδους τίτλους της 21ηςΑπριλίου και των ημερών που ακολούθησαν, για να ταχθή, εν συνεχεία, και αρθρογραφικώς, υπέρ του καθεστώτος.[1]

Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώθηκε η αντίθεσι, η ανεπιφύλακτη αποδοκιμασία και η διαμαρτυρία για την κατάργησα του κοινοβουλευτισμού και των ελευθεριών των Ελλήνων. Η αντίθεσι αυτή πήγαζε, όχι μόνο από τη θεμελιώδη δημο­κρατική αντίληψι οτι τίποτε το θετικό και το καλό δεν εΐναι δυνατό να πρόκυψη με την παραβίασι του Συντάγματος, αλλά και από την πεποίθησι οτι κανείς, και μάλιστα μη εξουσιοδοτημένος, έχει την αρμοδιότητα να υπηρέτηση ενα Έθνος καλύτερα από τους φυσικούς αντιπροσώπους του, την πολιτική ηγεσία ενός λαού.

Την αποδοκιμασία προς το στρατιωτικό καθεστώς εξέφρασε άμεσα και ανεπιφύλακτα οΕθνικός Κήρυξ, από τη ίδια κιόλας ημέρα του πραξικοπήματος. “Η δικτατορίαεπαναφέρει τη Ελλάδα πενήντα χρόνια πίσω,” έγραψε. Και συνέχισε την αντίθεσι του καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας. Καθώς τοποθετήθηκε και έμεινε αταλάντευτα, μέχρι τέλους, της “παρενθέσεως” στο πλευρό του “χειμαζόμενου πολιτικού κόσμου.”[2]

Άλλη σαφής εκδήλωσις αντιθέσεως προήλθε από την μεγαλύτερη ελληνοαμερικανική οργάνωσι, την AHEPA, της οποίας ο τότε πρόεδρος κ. Κίμων Δούκας, με τηλεγράφημά του προς τους ηγέτες του πραξικοπήματος και τον βασιλέα, ζητούσε την αποκατάστασι των δημοκρατικών θεσμών. Το τηλεγράφημα αυτό δημοσιεύθηκε με ιδιαίτερη έμφασι, σε πλαίσιο, και στην κορυφή της πρώτης σελίδος του Εθνικού Κήρυκος της 26ης Απριλίου 1967.

Υπήρξαν, όμως, και άλλες αποχρώσεις εγκρίσεως και απορρίψεως του καθεστώτος με εκφραστές ως επί το πλεί­στον, τους λίγους οπαδούς των δύο πολιτικών άκρων. Από της πλευράς των οπαδών του Ανδρέα Παπανδρέου και ελαχί­στων άλλων σοσιαλίζόντων και αριστερών δημιουργήθηκε η Επιτροπή για Δημοκρατία και Ελευθερία στην Ελλάδα. Κύριος εκπρόσωπος της ομάδος αυτής ήταν στην αρχή ο καθηγητής κ. Στέφανος Ρουσσέας και αργότερα ο κ. Θεό­δωρος Στάθης. Η ομάδα δεν πέτυχε να προσέλκυση τους μετριοπαθείς στην αντίθεσί τους ομογενείς. Μεταξύ αυτών ήταν πολλοί καθηγητές, άλλοι επιστήμονες, αξιωματούχοι οργανώσεων και ομογενειακοι παράγοντες που πίστευαν, όπως και ο Εθνικός Κήρυξ, οτι μια επίμονη, ακραίας φύσεως εκστρατεία κατά της δικτατορίας θα είχε σαν βέ­βαιο αποτέλεσμα τον διχασμό της Ομογενείας. Διότι ανά­λογη εκστρατεία ήταν έτοιμοι να αναλάβουν οι θιασώτες του καθεστώτος με την βοήθεια των πρακτόρων –επισήμων και μη– που διέθετε το καθεστώς, σ’ όλες τις ελληνικές παροικίες.biblio-278x400

Μερικοί καθηγητές μεταξύ των οποίων ο Τζωρτζ Αναστάπλο στο Σικάγο, και οι Θ. Κουλουμπής, Ι. Νικολόπουλος και Ν. Σταύρου στην Ουάσιγκτον, καθώς και άλλοι παράγοντες, ως ο κ. Αριστ. Σισμανίδης που υπηρετούσε παλαιό­τερα ως εμπορικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας,  ανέπτυξαν, σε συνεργασία με τον εγκατασταθέντα αργό­τερα στην Αμερική ταξίαρχο αγωνιστή Ορέστη Βιδάλη, τη πλέον αξιόλογη και θετική, γνήσια δημοκρατική, αντιδικτατορική δραστηριότητα, με άρθρα στον Εθνικό Κήρυκα και στον αμερικανικό Τύπο, με επαφές στο Κογκρέσσο και με διαμαρτυρίες και διαβήματα προς τη αμερικανική κυβέρνησι.

Κατά του καθεστώτος στρεφόταν και η θέσι που έλαβαν οι τέσσερις τότε ελληνικής καταγωγής ομοσπονδιακοί βουλευτές. κ.κ. Τζων Μπραδήμας, Γκας Γιάτρον, Πήτερ Κύρος και Νικ. Γαλιφιανάκης, ο οποίος μετά τη αποτυχία του να εκλεγή γερουσιαστής το 1972, έγινε τακτικός συν­εργάτης του Εθνικού Κήρυκος.

Για την δράσι του κατά του καθεστώτος ακούστηκε και ο διαμένων στην Ουάσιγκτων δημοσιογράφος κ. Ηλίας Δημητρακόπουλος.

Υπήρξαν, όμως, και άλλοι πολλοί ομογενείς, γνωστοί και άγνωστοι, που χωρίς να φαίνονται και χωρίς να ακούωνται, ανέπτυξαν ιδιαιτέρως αξιόλογη δράσι εναντίον της δικτατορίας.

Άλλη ακραία πολιτικώς όργάνωσι που δεν πέτυχε να προσέλκυση ούτε μιά δωδεκάδα ομογενών ήταν η Επιτροπή Δικαιοσύνης για την Ελλάδα που ίδρυσε ο ιατρός Ν. Δεστούνης. Πρόκειται για την μοναδική όργάνωσι στην Αμερική που συνεστήθη με αποκλειστικό σκοπό τη υποστήριξι του στρατιωτικού καθεστώτος. Διακηρύξεις καΐ δηλώσεις της οργανώσεως αυτής δημοσιεύονταν συχνά στον λογοκρινόμενο αθηναϊκό Τύπο, μαζί με αποσπάσματα σχο­λίων της Ατλαντίδος για να δημιουργηθή η εντύπωσι της συμπαραστάσεως της Ομογενείας προς το καθεστώς.

Η δικτατορία έδωσε μεγάλη έμφασι και κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια προς τη κατεύθυνσι αύτη. Και όταν το φθινόπωρο του 1972 διεκόπη για πρώτη φορά η έκδοσι τηςΑτλαντίδος, επεχειρήθη, με ενέργειες του τότε μονίμου αντιπροσώπου της Ελλάδος στον ΟΗΕ κ. Κ. Παναγιωτάκου, η έκδοσις άλλης ημερησίας εφημερίδος, για να έχη προπαγανδιστικό όργανο το καθεστώς και για να εισάγωνται τα λιβανίσματά του στην Ελλάδα προς εγχώρια κατανάλωσι.

Στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν φίλους και να αποσπούν δηλώσεις, οι παράγοντες του καθεστώτος κολά­κευαν και επεφύλασσαν ιδιαίτερες περιποιήσεις στους αξιω­ματούχους των ελληνοαμερικανικών οργανώσεων που επι­σκέπτονταν τη Ελλάδα. Ελάχιστοι έπεσαν στην παγίδα. Και μάλλον λόγω απειρίας, άγνοιας, ή υπέρμετρης φιλοδο­ξίας, προέβησαν σε δηλώσεις υπέρ της δικτατορίας.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος.

Φιλοχουντικές ήταν και οι δηλώσεις του αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου[3] μετά την επιστροφή του από το “προσκύ­νημα”, στη χώρα της καταγωγής του πατέρα του. Ο Εθνι­κός Κήρυξ απεδοκίμασε και επέκρινε δριμύτατα τον πολι­τικό χάριν του οποίου, για πρώτη φορά στην ιστορία του, είχε συστήσει στους αναγνώστες του να ψηφίσουν υπέρ του Ρεπουμπλικανικού ψηφοδελτίου στις προεδρικές εκλογές του 1968. Και στις εκλογές του 1972 ηρνήθη να τον υποστηρίξη.

Άλλα όμως, στελέχη της ΑΧΕΠΑ και άλλων οργανώσεων, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς. Ανα­φέρομε τη περίπτωσι του ιατρού Μιχαήλ Σπίρτου από τη Καλιφόρνια, ο όποιος το 1973 επεσκέφθη, υπό τη ιδιότητα του ως προέδρου της AHEPA, τον Κωνσταντίνο, μετά τη εκθρόνισί του από το καθεστώς Παπαδοπούλου και τον προσκάλεσε στην Αμερική, για να είναι ο κύριος ομιλητής στο επίσημο δείπνο του συνεδρίου της οργανώσεως. Ο ίδιος ο κ. Σπίρτος προέβη σε δηλώσεις εναντίον του καθε­στώτος.

Άλλοι αξιωματούχοι οργανώσεων, τόσο εδώ, όσο και κατά τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα, απέφευγαν συστη­ματικά να προβαίνουν σε δηλώσεις που θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν φιλοδικτατορικές.

Θα ήταν ελλιπής η ανασκόπισι αυτή χωρίς αναφορά στην στάσι της Εκκλησίας της Αμερικής έναντι του καθεστώ­τος των Αθηνών. Ο αρχιεπίσκοπος, η Αρχιεπισκοπή και το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο τήρησαν στάσι ουδετερότητος. Εν τούτοις, σε ωρισμένες περιστάσεις, ο αρχιεπί­σκοπος, με δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις του στην Αθήνα και τις συναντήσεις του με τους κυριώτερους επί­σημους παράγοντες του καθεστώτος, δημιούργησε τη εντύπωσι οτι διέκειτο μάλλον ευμενώς προς το καθεστώς και κατηγορείται γι’ αυτό. Ταυτοχρόνως, όμως, υποστηρίζεται οτι υπήρξε παρασκηνιακή δραστηριότης κατά τη διάρκεια της επταετίας και ενέργειες του Αρχιεπισκόπου ικανές να θεμελιώσουν εντυπώσεις εκ διαμέτρου αντίθετες εκείνων που τείνουν να τον ταυτίσουν ή να τον παρουσιάσουν θιασώ­τη της δικτατορίας.

Τα παραπάνω, πιστεύομε, οτι είναι αρκετά για να πείσουν κάθε καλόπιστο άνθρωπο οτι με τΙς φιλοχουντικές δηλώσεις ελαχίστων ιδιωτών, ή εκπροσώπων οργανώσεων, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός, διατυπωμένος μάλιστα κατά τρόπο γενικό, απόλυτο και κατηγορηματικό, οτι η Ομογένεια στάθηκε στο πλευρό της δικτατορίας.

Αυτό ισχύει και όταν γίνεται αναφορά στην κατηγορία αύτη με καλοπροαίρετη διάθεσι, πράγμα που κάνει ο πρώην υπουργός κ. Ι. Ζίγδης στο βιβλίο του Για την Δημοκρα­τία και την Κύπρο. Τέσσερις μήνες αγώνα στις ΗΠΑ, (εκ­δόσεις Παπαζήση, 1975).

Ο κ. Ζίγδης, που λίγους μήνες πριν την κατάρρευσι της δικτατορίας ανέπτυξε εκτεταμένη αντιδικτατορική δρα­στηριότητα στην Αμερική, επικαλείται στο βιβλίο του την μαρτυρία των βουλευτών Ρόζενταλ και Μπουκάναν που μί­λησαν για φιλοχουντισμό των Ελληνοαμερικανών. Αλλά η όχι κακόβουλη αυτή μαρτυρία, βαρύνεται από τη μονο­μέρεια της αναφοράς στην μια μόνο πλευρά και δεν καλύ­πτει το όλο θέμα.

Εν πάση περιπτώσει, η κατηγορία είναι άδικη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού οι ίδιοι οι προαναφερθέντες βουλευτές όπως και πολλοί άλλοι, εΐχαν επαφές και με αντιδικτατορικούς παράγοντες και απλούς ομογενείς, που τους παρότρυναν να λάβουν θέσι κατά τοϋ καθεστώτος των Αθηνών.

Κάποτε θα έλθουν στο φως όλα τα στοιχεία που θα καταρρίψουν τους πρόχειρους ισχυρισμούς που βασίζονται στα επιφαινόμενα και όχι στα γεγονότα και στην αλήθεια. Και θα αποδειχθή, ταυτοχρόνως, πόση σημασία είχε η διατήρησι της ομογενειακής ενότητος. Η Ομογένεια δεν διχάσθηκε, όπως συνέβη στο παρελθόν. Γι’ αυτό και ήταν σε θέσι να κινητοποιηθή τόσο έγκαιρα και τόσο αποτελε­σματικά, ευθύς μετά την αποκατάστασι της Δημοκρατίας, υπέρ των “ιερών δικαίων” του Ελληνισμού. Μόνο δε στον χώρο του μύθου και της τερατολογίας πρέπει να τοποθετηθή ο απολύτως άσχετος προς την πραγματικότητα και, βεβαίως αυθαίρετος και αβασάνιστος ισχυρισμός, ότι η Ομογένεια θα μπορούσε να ανατρέψη την δικτατορία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Στο ίδιο πάντα βιβλίο του Μπ. Μαρκέτου “Οι Ελληνοαμερικανοί” φιλοξενείται στο Παράρτημα και κείμενο του υπογράφοντος με τον τίτλο ” Ο Μαρκέτος που γνώρισα” και το οποίο αναφέρεται στην προσωπικότητα του εκλιπόντος εκδότη, τους αγώνες του και την εν γένει προσφορά του προς την ελληνική ομογένεια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ειδικά για την περίοδο της Στρατιωτικής Δικτατορίας γράφαμε εκεί τα ακόλουθα:

<<…Ενδεικτικά θα παραθέσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από άρθρο – έκκληση του εκδότη που δημοσιεύθηκε πέντε μόλις μέρες πριν από το στρατιωτικό  πραξικόπημα στην Ελλάδα: “Αι προσεχείς ημέραι και εβδομάδες είναι, τω όντι, κρίσιμοι. Και αξιούμεν τώρα από την ηγεσίαν του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, να δηλώσει ότι αποστρέφεται την ανωμαλία και να επιβεβαιώσει τα κατά κόρον λεχθέντα, ότι δεν θα επιτρέψει όπως η Ελλάς εισέλθη εις την περιπέτειαν της εκτροπής και της απαισίας δικτατορίας”, έγραφε. Και συνέχιζε: “Ουδέποτε κατά την τελευταία 20ετίαν, ευρέθη η Ελλάς εις παρομοίας φύσεως πολιτικήν κρίσιν. Που είναι μαζί εθνική και ηθική. Και ουδέποτε πολιτικοί άνδρες της Γενέτειρας, έφερναν μεγαλυτέρας των σημερινών, ευθύνας.” (Ε.Κ. 16 Απριλίου 1967)

Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν οδυνηρό για τον Ελληνισμό. Την ίδια κιόλας μέρα, με κύριο άρθρο απερίφραστα ξεκαθάριζε τη θέση του τοποθετούμενος απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς ο Μπάμπης Μαρκέτος για ολόκληρη την επταετία.

Μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο “Το Πραξικόπημα”, έγραψε στην πρώτη σελίδα ο Μαρκέτος χαρακτηριστικά: “Κατεχόμεθα υπό το αίσθημα πίστεως ότι η Δικτατορία επαναφέρει την Ελλάδα πενήντα χρόνια πίσω. Οτι προσβάλλει την αξιοπρέπεια παντός εντίμου ανθρώπου. Οτι οδηγεί προς το ζοφερόν άγνωστον”.

Και τόνιζε: “Η πολιτική ηγεσία, παρά τα σφάλματά της και την χρεωκοπίαν της, καθίσταται, τώρα, περισσότερον παρά ποτέ συμπαθής. Και ευρισκόμεθα παρά το πλευρόν της”.

Και σε άλλο σημείο πρόσθετε: “Και τώρα ακόμη, προς αυτήν την πολιτική ηγεσία στρεφόμεθα δι’ ελπίδος. Να ενωθεί τώρα, αν είναι δυνατόν, και να αντιτάξει τώρα την άρνησή της και την απόφασή της να εργασθεί για να προστατευθεί η Ελληνική Πατρίς από τους κινδύνους που την περιτριγυρίζουν και να επανέλθει, το συντομότερο, εις την ευθείαν οδό”.  (Ε.Κ 21 Απριλίου 1967).

Η αταλάντευτη αυτή στάση του Μπάμπη Μαρκέτου απέναντι στην δικτατορία συνεχίστηκε και τα εφτά χρόνια της θλιβερής παρένθεσης. Της “χειροτέρας περιπέτειας” όπως την είχε αποκαλέσει σε άλλο άρθρο του τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα. Παράλληλα ο E.K. δεν έπαυσε να προσκαλεί το καθεστώς να εφαρμόσει τα συντάγματα που το ίδιο συνέτασσε και να οδηγήσει την Ελλάδα στη δημοκρατία.

Όλα αυτά είναι άλλωστε γραμμένα και αποτυπωμένα στα φύλλα της περιόδου, τα οποία μαζί και με τους προηγούμενους τόμους της εφημερίδος φυλάσσονται με πρωτοβουλία του πρώην εκδότη σε μικροφίλμ στο Ινστιτούτο Patch, στη Φιλαδέλφεια.

Επίσης καταγράφονται συνοπτικά μαζί και με τους αναπόφευκτους Προβληματισμούς των μεμονωμένων περιπτώσεων, σε μακροσκελή αναδρομή στην αλήθεια, με τίτλο “Προβληματισμοί μιας Δεκαετίας” που δημοσιεύθηκε στον E.K. στις 21 Απριλίου 1975.

Γιατί ήταν πράγματι σκληρός ο αγώνας, στην έκταση που δύσκολοι και οδυνηροί ήταν και οι ποικίλοι καθημερινοί προβληματισμοί μέσα στην ιδιαιτερότητα των περιστάσεων. Μάλιστα κάτω και από την ιδιοτυπία της αποστολής που έχει να εκπληρώσει μια εφημερίδα που εκδίδεται και κυκλοφορεί στη δεύτερη πατρίδα, η οποία απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από την πρώτη.

Στο άρθρο αυτό, που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η δημοσίευσή του σε μιάμιση σελίδα της εφημερίδας, αναλύονται διεξοδικά η μία και η άλλη περίπτωση προβληματισμού που αντιμετώπισε η εφημερίδα. Όπως αναφέρεται εκεί, προβληματίζεται μια τέτοια εφημερίδα καθώς επιδιώκει να ευρίσκεται σε ασφαλές κλίμα γνήσιας επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό της.

Προβληματίζεται – από το ένα μέρος – πάνω στην τρέχουσα είδηση (που δεν μπορεί δεοντολογικά να αποκρυβεί) και το σχόλιο που συχνά θα την ακολουθήσει. Προβληματίζεται μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο δεδομένο της προασπίσεως της ομογενειακής ενότητας. Και αγωνίζεται. Αγωνίζεται εναντίον των δολίων πιέσεων, διώξεων και παραπομπών στα στρατοδικεία του πολιτικού κόσμου από το αυταρχικό καθεστώς.

Αγωνίζεται όταν παρακολουθεί εκ του μακρόθεν να παραβιάζονται η μία μετά την άλλη οι υποσχέσεις των συνταγματαρχών για την επιστροφή στον ομαλό πολιτικό βίο. Συγχρόνως, όμως, πρέπει και να λύνει, με αίσθημα ευθύνης, γρίφους και γόρδιους δεσμούς. Όπως, λ.χ. – έλεγε κανείς – να πάνε ή να μην πάνε οι ομογενείς στην Ελλάδα στη διάρκεια της χούντας; Να διακοπεί ως τιμωρία για την Ελλάδα η δωρεάν στρατιωτική βοήθεια των Αμερικανών στην πατρίδα ή όχι;

Με άλλα λόγια, να καταστραφεί οικονομικώς η αιωνία Ελλάς, να μείνει άοπλη, έρμαιο των Τούρκων για να κακοπάθουν πρόσκαιρα οι συνταγματάρχες, χωρίς και να παρέχεται η παραμικρή δυνατότητα ή πιθανότητα ανατροπής τους από τους Ελληνοαμερικανούς, ή να καταβληθεί πρόσθετη προσπάθεια για να πεισθούν να εγκαταλείψουν μόνοι τους την εξουσία, ενώ η πατρίς θα διέθετε τη δυνατότητα να συνεχίσει αταλάντευτα την μακραίωνα ιστορική της διαδρομή;

Και ύστερα, να διχαστεί ο Ελληνισμός της Αμερικής ή να μη διχαστεί; Όχι, έλεγε η εφημερίδα. Το τεράστιο τούτο θέμα ο Μαρκέτος το είχε θέσει στην εθνική κρίση του ενός και μόνον παράγοντος που είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποφασιστική επιρροή πάνω του, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. “Η γνώμη μας”, έγραφε ο πρώην εκδότης στο προαναφερθέν άρθρο του “Προβληματισμοί μιας δεκαετίας”, “ήταν πως ο διχασμός δεν θα ωφελούσε την Ελλάδα. Οτι θα έβλαπτε χωρίς και να παρέχει τη δυνατότητα του συλλογισμού ότι ήταν ποτέ δυνατόν να οδηγήσει στην ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος”.

Ένας νέος διχασμός, όμως, των Ελληνοαμερικανών, θα ισοδυναμούσε με νέα, πραγματική συμφορά. Θα έθετε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες μερίδες. Θα παρουσίαζε τις παλιές και χειρότερες ακόμη εικόνες της παρακμής και του εκπεσμού. Θα υπονόμευε και θα εξέθετε στο μεγαλύτερο κίνδυνο το όλο οικοδόμημα. Θα εκμηδένιζε το κεφάλαιο όλων των επιτευγμάτων και δεν θα είχε κανένα ενεργητικό αντίκτυπο. “Ποτέ”, τόνιζε, “δεν θα αποφασίζαμε να αναλάβωμε την τεράστια ευθύνη”.

Και επεσήμαινε εάν ο Κων. Καραμανλής είχε διαφορετική γνώμη, αν επίστευε ότι το γενικότερο εθνικό συμφέρον δικαιολογούσε και αυτήν την περιπέτεια, θα ήταν δύσκολο, ίσως και αδύνατο, για μας να επιμείνουμε στην δική μας άποψη.

“Υπ’ αυτήν την έννοια”, συνέχιζε στο ίδιο πάντα άρθρο του, “εθέσαμε το όλο θέμα στον πρόεδρο, σε ταξίδι που κάναμε προς τούτο στο Παρίσι. Κι’ εκείνος, προβληματιζόμενος επίσης, σεμνός πάντοτε και συνετός πολιτικός άνδρας, με αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης, δεν ηθέλησε ευτυχώς να διατυπώσει διαφορετική γνώμη”.

Αυτή ήταν γραμμή και τακτική που συνειδητά είχε επιλέξει ο E.K. απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών, με αίσθημα της βαριάς ευθύνης που προσδιόριζε η αποστολή του, καθώς απευθύνονταν στο σύνολο της Ομογένειας. Το πνεύμα και η αντίληψη της ασυμβίβαστης εναντίωσης του E.K. απέναντι στους συνταγματάρχες, αποπνέονται, εξάλλου, σε μήνυμα που ελήφθη στην εφημερίδα το Πάσχα του 1972 από τον στρατηγό Ορέστη Βιδάλη, εκ των κυριοτέρων αντιπάλων του στρατιωτικού καθεστώτος.
Σημειώνει εκεί, μεταξύ άλλων, ο στρατηγός: “Χωρίς τον Γολγοθά δεν θα υπήρχε Ανάστασις, είμαι υπερήφανος γιατί υπάρχουν και εδώ (σ.σ. στην Νέα Υόρκη) επίλεκτοι Ελληνες όπως ο Μπάμπης Μαρκέτος που όχι μόνο πιστεύουν αλλά και αγωνίζονται για την Ανάσταση του Εθνους”.
Εντύπωση προκάλεσε άλλωστε στην Ομογένεια, αλλά και στο Πανελλήνιο, ο E.K. όταν το 1972 κατεχώρισε σε συνέχειες, σε ολόκληρη την πρώτη του σελίδα τη βιογραφία του Μωρίς Ζενεβουά για τον Κων. Καραμανλή “για να τιμήσει τον χειμαζόμενο πολιτικό κόσμο της Ελλάδος”, όπως έγραφε, γεγονός που επέσυρε την μήνιν του δικτατορικού καθεστώτος. Για να απειλήσει ανοικτά από την εφημερίδα ο εκδότης ότι θα διέκοπτε την έκδοσή της, αν συνεχίζονταν οι εκφοβισμοί του καθεστώτος εναντίον του και εναντίον μελών της οικογενείας του στην Ελλάδα.
Υποχρεώθηκε ανοικτά ο E.K. να διαμαρτυρηθεί έντονα στο καθεστώς. Σε επιστολή που είχε απευθύνει στον έλληνα Πρέσβη στην Ουάσιγκτον κ. Παλαμά, τόνιζε ότι “το κρούσμα, παρόλον ότι βαρύνεται με τα συστατικά που συνιστούν την αντίληψη παραπλανήσεως, καταπιέσεως και παραβιάσεως του οικογενειακού ασύλου, διότι είναι το πρώτο που αντιμετωπίζουμε του είδους αυτού, δεν είμαστε βέβαιοι εισέτι ότι θα πρέπει να δώσουμε περαιτέρω συνέχειαν, εν αναμονή της υμετέρας απαντήσεως.”
Στις 12 Δεκεμβρίου 1968 ο πρέσβης γνωστοποίησε στον E.K. τη λήψη απαντήσεως μέσω του Ελληνικού Προξενείου στη Νέα Υόρκη. Η απάντηση του καθεστώτος έφερε ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου και είχε συνταχθεί από το υπουργείο Προεδρίας. Δεχόταν το προαναφερθέν συμβάν, εξέφραζε τη λύπη του και παρέσχε την δικαιολογία ότι “εγένετο ανεξελέγκτως, άνευ γνώσεως του επισήμου κράτους.”
Η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των συνταγματαρχών είχε θέσει υπό παρακολούθηση τον “ανθελληνικόν”, όπως τον αποκαλούσαν στα υπουργικά γραφεία “Κήρυκα” Τούτο καταμαρτυρεί και το γεγονός ότι στις 15 Οκτωβρίου 1973 ο πρέσβης, κ. Σορόκος που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον κ. Παλαμά, είχε αποστείλει επιστολή στην οποία είχε επισυνάψει 90 φύλλα του τελευταίου τετραμήνου της εποχής εκείνης, όπως τα είχε κοκκινίσει, τα μισά και περισσότερα, ως “επιλήψιμα” κατά την κρίση του καθεστώτος και τη δική του!
Απτόητος εντούτοις ο E.K. απηύθυνε ανοικτά από τις στήλες του προειδοποιήσεις προς τους συνταγματάρχες, ενώ την ίδια ώρα τους διαμήνυσε ότι θα προστάτευε ως κόρην οφθαλμού την ενότητα των ομογενών και προσκαλούσε το καθεστώς να μην αποπειραθεί να τους διχάσει.
Αντεπεξήλθε, έτσι, ενωμένη η Ομογένεια την περίοδο των Απριλιανών, γεγονός που της επέτρεψε να συνεχίσει αδιατάρακτη την ανοδική της πορεία, χωρίς, ωστόσο, και να απουσιάσουν κάποια μεμονωμένα κρούσματα που λίγο έλειψαν να θρυμματίσουν το επίτευγμα αυτό, όπως η επίσκεψη του Σπύρου Άγκνιου στη γενέτειρα και οι αμετροεπείς δηλώσεις του συμπαράστασης στη χούντα. Η αποδοκιμασία του ελληνοαμερικανού αντιπροέδρου των ΗΠΑ από τις στήλες της εφημερίδος μπόρεσε να βρει ανταπόκριση στην προσεκτική της διατύπωση μεταξύ των ομογενών, παρά το γεγονός ότι δεν έλειψαν και κάποιες αντιδράσεις.
Παρενθετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η υποψηφιότητα του Ελληνοαμερικανού πολιτικού από τους Γαργαλιάνους είχε γίνει η αιτία, για πρώτη και τελευταία φορά, ο “Κήρυκας” να γυρίσει την πλάτη στο Δημοκρατικό Κόμμα και να συστήσει την υποστήριξη ενός Ρεπουμπλικανού, για λόγους καθαρά φυλετικούς.
Στην αντίπερα όχθη, η άλλη ημερησία εφημερίδα της ομογένειας, η παλαιότερη Ατλαντίς παρείχε αδιαλείπτως απροσχημάτιστη υποστήριξη προς το στρατιωτικό καθεστώς, εμπνεόμενη – κυρίως – εκ του δόγματος ότι ανώτεροι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού ήταν αδύνατον να θέλουν το κακό της πατρίδος. Ετσι το έβλεπε, έτσι το αισθάνονταν κι έτσι το έγραφε.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι αδικείται κατάφωρα από τους βαρείς σε βάρος της χαρακτηρισμούς που εμπεριέχονται σε δημοσιευθείσα παλαιότερη ημιτελή έκθεση του Στέητ Ντιπάρτμεντ που αναφέρονταν στην περίοδο 1967-1972, όπως την παρουσίασε το 1993 από τον E.K. ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς.
Στο ίδιο κείμενο αποδίδεται και ο ισχυρισμός ότι ο “Κήρυκας” τήρησε “ελαφρώς ήπια στάση κριτικής έναντι της χούντας”! Προσθέτει, ωστόσο, ότι “μερικές φορές η στάση του για την χούντα είναι διφορούμενη”.
Και πάρα κάτω: “η γενίκευση η οποία γίνεται συχνά ότι οι Ελληνοαμερικανοί ευνοούν την στρατιωτική δικτατορία είναι παραπλανητική.”
Αυτό το τελευταίο, αναλυμένο ως έδει, ανατρέπει από μόνο του το προηγηθέν σχόλιο του άγνωστου συντάκτη της ημιτελούς έκθεσης. Προφανώς άλλωστε, κανείς δεν εξήγησε στο συγγραφέα πως όταν το επίρρημα “ελαφρώς” προσδιορίζει το επίθετο “ήπιος” – που εμπεριέχει από μόνο του και την έννοια του “ελαφρώς” – στην ουσία αυτοαναιρεί το σύνολο του επιθετικού προσδιορισμού. Για να παραμείνει αλώβητη η αλήθεια: “Στάση κριτικής”. Και για να μη χωρά καμιά φωτογραφική ή άλλης υφής συσκότιση της πραγματικότητος.

Ο Μπ. Μαρκέτος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα.

Ο Μπ. Μαρκέτος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα.

Στην αρθρογραφία του E.K. ολόκληρης της επταετίας υπάρχει, υπό τη μία ή την άλλη μορφή το ένα, το επίμονο και πάντοτε ευδιάκριτο νόημα απευθυνόμενο προς τους συνταγματάρχες. Κύριοι φύγετε. Κανείς δεν σας κάλεσε. Παραδώσετε την εξουσία που έχετε σφετερισθεί, στους φυσικούς ηγέτες του ελληνικού λαού.
Στο πνεύμα αυτό, άλλωστε, δημοσίευσε ο E.K. το πρώτο “παράνομο” βιβλίο του Γ. Ράλλη με τίτλο “Η αλήθεια για τους Ελληνες πολιτικούς.” Και το δεύτερο υπό τον τίτλο, “Η τεχνική της βίας”, (Μάιος και Οκτώβριος 1972).
Ο ίδιος ο Μαρκέτος, στον οποίο είχαμε θέσει παλαιότερα υπόψη το κείμενο της πιο πάνω έκθεσης, μας είπε ότι δεν επεχείρησε ποτέ να απολογηθεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν κατώτερο της δημοκρατικής ιστορίας της εφημερίδος. Ετσι όπως τη σφράγισε η επίσκεψη στα γραφεία στην Νέα Υόρκη του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1923. Και όπως την προσδιορίζει ο τίτλος που επιτίμου προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, για το τμήμα της ελληνοαμερικανικής μειονότητας για όλη την Αμερική, που του είχε απονεμηθεί από τον Ατλάι Στίβενσον το 1956.
Θα προσθέσουμε εμείς πως από ό,τι μέχρι τώρα παραθέσαμε στο κείμενο τούτο, και που ήταν αποτέλεσμα και συμπέρασμα των υπαρχόντων αδιάσειστων στοιχείων, βοά η μαχητική ακατάπαυστη αντιπαράθεση του E.K. και προσωπικά του Μπάμπη Μαρκέτου απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς.
Θα παραθέσουμε δύο-τρία μόνον από τα αναρίθμητα δείγματα της Απαστράπτουσας πραγματικότητας.
Χαρακτηριστικά θα πούμε εδώ ότι η Ελένη Βλάχου αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όταν επέστρεψε από το Λονδίνο στην Αθήνα και επανακυκλοφόρησε την Καθημερινή – την έκδοση της οποίας είχε αναστείλει σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της επιβολής δικτατορικού καθεστώτος από τους συνταγματάρχες ζήτησε αποκλειστική συνεργασία από τον E.K., η οποία ξεκίνησε νωρίς το 1975 και συνεχίστηκε μέχρι και το 1977.
Θα αναφέρουμε ακόμη ότι ο Εθνάρχης Μακάριος, αμέσως μετά το εναντίον του πραξικόπημα, κυνηγημένος και ο ίδιος από την απερίσκεπτη βαρβαρότητα του αφανούς δικτάτορα Ιωαννίδη (1974), κατέφυγε στη Νέα Υόρκη στον ΟΗΕ, και επισκέφθηκε τα γραφεία του δημοκρατικού E.K. Παρέμεινε εκεί αρκετές ώρες για να ξεκουραστεί, απευθύνοντας από την ιστορική τούτη εφημερίδα συγκινητικά λόγια στο Μπ. Μαρκέτο και την Ομογένεια.
Άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας, ο πρώην εκδότης της εφημερίδος βρίσκονταν σε στενή παρασκηνιακή συνεργασία με τον αυτοεξόριστο στο Παρίσι Κων. Καραμανλή και τους άλλους πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδος, προωθώντας, συντονίζοντας και μεθοδεύοντας τη συνένωση του πολιτικού κόσμου, ώστε να αποτελέσει τον καταλύτη απέναντι στους πραξικοπηματίες.
Εξάλλου, ο γνωστός δημοσιογράφος Βάσσος Τσιμπιδάρος, που εργάζονταν στο Λονδίνο, είχε προσληφθεί τα χρόνια εκείνα ως ειδικός ανταποκριτής του Ε.Κ. κατόπιν προσωπικής υποδείξεως του Κων. Καραμανλή ως απευθείας σύνδεσμός του με την εφημερίδα, στην οποία πρώτα καταχωρούνταν οι αντιστασιακές του δηλώσεις και ύστερα στον υπόλοιπο Τύπο.
Όπως, μάλιστα, αναφέρει σε σχετικό του γράμμα το 1973 ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, απευθυνόμενος προς τον εξόριστο στρατηγό Βιδάλη, εσωκλείοντας και κείμενο ειδικά γραμμένο για τον Ε.Κ., “αυτό είναι το πνεύμα θυσίας που κατέχει σήμερα τους Ελληνες. Σε παρακαλώ φρόντισε να δημοσιευθεί το ταχύτερο. Ευχαριστώ εκ μέρους όλων μας. Και τώρα ας μην ξεχνάμε. Έγινε η ενότητα που ζητούσε ο Μαρκέτος.”
Η ημέρα της αυτοκατάρρευσης του στρατιωτικού καθεστώτος βρήκε τον Μπάμπη Μαρκέτο στο Λονδίνο. Από εκεί είχε συνεχείς τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Κων. Καραμανλή στο Παρίσι, ενώ παράλληλα επισκέπτονταν τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο στο ξενοδοχείο Κλάριτζες όπου διατηρούσε τότε το γραφείο του. Ηταν οι μεταμεσημβρινές ώρες της 23ης Ιουλίου 1974, ημέρα Τρίτη. Μία μέρα νωρίτερα είχε προηγηθεί παρατεταμένη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο. Ούτε εκείνος, ούτε ο Καραμανλής ή κανείς άλλος από τους παράγοντες προέβλεπαν τις ραγδαίες εξελίξεις.
Και στους δύο ο Κεφαλήν εκδότης, μπροστά στην καταστροφή που είχε επιφέρει στην Κύπρο ο Αττίλας, ανέπτυξε επιχειρηματολογία ότι έπρεπε να κάμουν κάτι, ταξιδεύοντας με το ένα ή το άλλο πρόσχημα στην Αμερική, που περίπου απαθής παρακολουθούσε τα δρώμενα. Υποστήριζε ότι ο καθένας χωριστά όφειλαν να βρεθούν στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ουάσιγκτον, στο φιλελληνικό περιβάλλον του Κογκρέσου ώστε να ασκήσουν την επιρροή τους, για την κατά το δυνατόν ευνοϊκή υπέρ της Ελλάδος δραστηριοποίηση του Στέητ Ντιπάρτμεντ.
Στους ενδοιασμούς που ανέκυπταν από το γεγονός ότι δεν υπήρχε επίσημη πρόσκληση από την Αμερική παρέθεσε το επιχείρημα ότι αν ταξίδευαν ιδιωτικώς, από όσα το πρωτόκολλο προσδιόριζε, θα υπήρχε μία πρώτη επίσημη υποχρεωτική επαφή τουλάχιστον με το Στέητ Ντιπάρτμεντ.
Ο Κωνσταντίνος υιοθέτησε την ιδέα με την προϋπόθεση ότι θα την υπεστήριζε και ο στρατηγός Βιδάλης. Ο πρόεδρος Καραμανλής προβληματίστηκε σοβαρά και ζήτησε δύο μέρες καιρό για να απαντήσει. Στο μεταξύ είχε κανονισθεί νέο τηλεφωνικό ραντεβού του Μαρκέτου μαζί του για το βράδυ της ίδιας μέρας. Αυτό το τηλεφώνημα, όμως, δεν έγινε ποτέ. Δύο, μόλις, ώρες από εκείνη τη στιγμή, ο Καραμανλής έπαιρνε στο Παρίσι το μήνυμα του Αβέρωφ και ετοίμαζε τις βαλίτσες του για την Αθήνα…>>

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:

Ο Μπάμπης Μαρκέτος απεβίωσε το 1998, σε ηλικία 86 ετών, στην κατοικία του στην Αθήνα όπου είχε επιστρέψει και όπου ζούσε με τη σύζυγό του Αθανασία Γαζιάρη-Μαρκέτου. Ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, στην Αγία Ευφημία Κεφαλληνίας.