Μ. Τρίτη: Θεέ μου, βοήθαμε να τον ιδώ, τα πόδια του να φιλήσω, κι ας πεθάνω…

ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ  (Αρχιεπισκοπή Αμερικής)

Ειδικά για την Panhellenic Post

Όσο και σκληρόκαρδος να είναι κανείς, δεν θα μείνει ασυγκίνητος μπροστά στη μεγάλη σκηνή που έλαβε χώρα στο σπίτι του Σίμωνος του Λεπρού, στη Βηθανία.

Ο Χριστός, ακούστηκε πως περνάει τους δρόμους του χωριού. Και όλοι έτρεξαν να απολαύσουν τα όμορφα λόγια του. Κανένας δεν μένει ασυγκίνητος ακόμα και αν μια γνωστή πόρνη , σε όλο το χωριό για την κακή διαγωγή της με τους Ρωμαίους στρατιώτες θορυβήθηκε και η ψυχή της να ρωτάει τους διαβάτες «Καλέ, που πάτε; Ποιος είναι εκείνος που σας έκανε να χάσετε το νου σας;»

Μα όλοι την περιφρονούν και την αποπαίρνουν. «Φύγε από μπροστά μας, παλιογύναικο, μήπως και με τα μάτια σου ακόμη μολύνεις το δάσκαλο που ήλθε να αγιάσει το χωριό μας».

Εκείνη βέβαια, χωρίς να δώσει σημασία στα πικρά λόγια του κόσμου, ακολούθησε ασυναίσθητα.  Σε μια στιγμή τρομαγμένη κοντοστέκεται. Λες και ένας δυνατός αέρας που εσκέπαζε τα αναμμένα κάρβουνα της καρδιάς της, τράβηξε το πέπλο τής ζωής της όλης.

Η πόρνη, με δακρυσμένα μάτια, ό,τι χρήματα είχε βγάλει από τους διεφθαρμένους Ρωμαίους στρατιώτες τρέχει και αγοράζει ένα αλαβάστρινο βάζο με πολύτιμο μύρο. Και τρέχει λες και τη σηκώνανε αγγελικά χέρια. Βρίσκεται μέσα στο σπίτι του Σίμωνος όπου ο Χριστός δίδασκε. Ο κόσμος βέβαια περνούσε βιαστικός για να δει τον Χριστό. Και όσοι την έβλεπαν γύριζαν το κεφάλι και το βλέμμα τους αλλού.

Σε λίγο ακούγεται ολοκάθαρα η βοή του κόσμου ότι Εκείνος έρχεται. Η πόρνη μέσα στα φυλλοκάρδια της λέγει, θεέ μου βοήθα με , στηρίζεται στον τοίχο γιατί τα πόδια της έτρεμαν. Κόντευε να σπάσει η καρδιά της., Θεέ μου, βοήθαμε να τον ιδώ, τα πόδια του να φιλήσω, κι ας πεθάνω…

Λοιπόν τώρα, ο μεγάλος καρδιογνώστης, φαίνεται στην καμπή του δρόμου. Γυρίζει ήρεμα το βλέμμα του προς την πόρνη και με τα διαπεραστικά του μάτια τη «διαβάζει». Δηλαδή διαβάζει ‘όλο της το παρελθόν, όλο της το βίο. Εκείνη κιτρινίζει, χάνει τον εαυτό της, κλονίζεται. Μα δίχως να το καταλάβει, βρίσκεται μπροστά στα πόδια του χριστού, με δακρυσμένα μάτια να λέει “έλεος Κύριε, έλεος ζητώ. Έλεος δεν υπάρχει και για μένα την αμαρτωλή;”

Πολλοί βέβαια που την είδαν έλεγαν: βρε το θάρρος της ελεεινής να μολύνει τα πόδια του Αγίου. Μερικοί ήταν έτοιμοι να την περιλάβουν και να την πετάξουν έξω. Αλλά μια ματιά του Χριστού προς όλους αυτούς, τους καθήλωσε.

Τότε η πόρνη ανοίγει το πανάκριβο εκείνο βάζο με το πολύτιμο μύρο, πλένει την κεφαλήν και τα πόδια του Σωτήρος Χριστού. Μοσχοβόλησε όλο το σπίτι και όλη η γειτονιά από την υπέρθεον αυτή δύναμη της εξάγνισης και της μετανοίας. Της Εξάγνισης και της μετανοίας της πόρνης.

Τότε ακούστηκε ο Χριστός να λέει: Καημένο μου παιδί, που σε έριξε η αμαρτία. Που σε κύλησε. Μα η καρδιά σου δεν έχει κακίες μέσα της, έχει αγάπη. Και όποιος έχει αγάπη είναι παιδί του Θεού. Αλλά του Θεού τα παιδιά δεν πρέπει να πέφτουν τόσο χαμηλά. Γι αυτό τα δάκρυα της μετανοίας σου και τα δικά μου, της αγάπης, σε πλένουν, σε καθαρίζουν σε εξαγνίζουν και σε υψώνουν στη θέση που σου αξίζει. Τέκνο μου, αφίενται σοι οι αμαρτίες. Διότι αγάπησες πολύ.

Να, λοιπόν, ό,τι η κακία καταστρέφει, η αγάπη διορθώνει. Τα δάκρυα, λοιπόν, της μετανοίας και τα δάκρυα της αγάπης του Χριστού, το Μύρο το οποίο η πόρνη έπλυνε τα πόδια του Χριστού, εμπνεύστηκε για όλο το σκηνικό, η μεγάλη υμνογράφος, εμπνεύστηκε η Κασσιανή και έγραψε το περίφημο δοξαστικό.

«Κύριε, η γυναίκα που κυλίστηκε μέσα στο βούρκο, και λέρωσε ότι καλό και ωραίο είχε, που εσύ ως δημιουργός της είχες χαρίσει, τώρα κατάλαβε την αγάπη της θεότητάς Σου και σαν να ήταν μία από τις αγνές γυναίκες, που σου άλειψαν με μύρα και δάκρυα το πανάχραντο σώμα Σου, την Αποκαθήλωση από το Σταυρό, πήρε και αυτή πολύτιμο μύρο στα αμαρτωλά της χέρια και ήλθε κοντά σου, με δυνατούς χτύπους στην καρδιά της. Με καυτερά δάκρυα στα μάτια της. Σου προσέφερε το μύρο. Σε είδε αγνό και άγιο και αισθάνθηκε πιο βουρκωμένη τη δική της ζωή.

Αλίμονο Κύριε σε μένα, σου είπε με σπαραγμό, γύρω μου σαν ατέλειωτη νύχτα με σκεπάζει ο οίστρος της ακολασίας. Σκοτεινή νύχτα σαν τον Άδη, νύχτα μαύρη χωρίς φεγγάρι ο έρως της αμαρτίας.

Δέξου μου Κύριε τις πηγές των δακρύων. Τίποτε άλλο δεν έχω να σου προσφέρω, εκτός από τα καυτερά μου δάκρυα. Που Εσύ έχεις τη δύναμη τα σύννεφα να συνεπαίρνεις, τα νερά της θάλασσας να δαμάζεις. Σκύψε Χριστέ μου να ακούσεις τους στεναγμούς της αμαρτωλής μου καρδιάς. Σκύψε να ακούσεις τους λυγμούς μου. Εσύ, που με τη μεγάλη σου θυσία έγειρες τους ουρανούς προς τη γη για να φέρεις σε αυτήν τη χαρά των αγγέλων. Άφησέ με Κύριε να φιλήσω με τα αμαρτωλά μου χείλη τα άχραντά σου πόδια. Άφησε με να τα βρέξω με τα δάκρυα της συντριβής μου και με τα μύρα της λατρείας μου.

‘Αφησέ με να τα σφουγγίζω έπειτα με τα ξέπλεγα μαλλιά μου που συ κύριε πλούσια μου χάρισες. Εγώ τα μεταχειρίστηκα για σχοινί και σύρθηκα στο βούρκο. Η Εύα εκείνη την ημέρα στον παράδεισο έφερε το δειλινό της ανθρώπινης ευτυχίας. Κρύφτηκε μόλις άκουσε τον κρότο των βημάτων του Θεού. Μα εγώ Χριστέ μου, με το θάρρος της αγάπης σου. ήλθα στα πόδια σου. Τα αμαρτήματά μου είναι πολλά ως της θάλασσας η άμμος. Αμέτρητες είναι οι Θείες βουλές σου. Μη με διώξεις από κοντά σου Κύριε. Άσε με σωριασμένη μπροστά στα πόδια σου να στέκω όλη μου τη ζωή. Κύριε, συγχώρεσε με. Το έλεός Σου είναι υπερπλούσιο και αμέτρητο».