Στα χέρια της Ομογένειας o χειρισμός των κινήσεων για τα Ελληνικά, αναφέρει ο Σύμβουλος Εκπαίδευσης του Γεν. Προξενείου στη Μελβούρνη

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΡΚΟΥ

Από:Neoskosmos.com

«Είμαστε έτοιμοι να υπογράψουμε με την κυβέρνηση της Βικτώριας το Μνημόνιο Εκπαιδευτικής Συνεργασίας και ευελπιστώ πως αυτό θα γίνει στους επόμενους μήνες» δήλωσε στο «Νέο Κόσμο» ο Σύμβουλος Εκπαίδευσης της Ελλάδας στη Μελβούρνη κ. Βασίλης Γκόκας. «Η συμφωνία μας με το Υπουργείο Παιδείας της Βικτωρίας αυτή τη φορά, στηρίζεται στα συμφωνηθέντα του 2011, με βάση το Μνημόνιο εκπαιδευτικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελληνική και στη Βικτωριανή κυβέρνηση που υπογράφτηκε το 2000».

Εμείς έχουμε πάρει την έγκριση της Ελλάδας να υπογράψουμε, λέει, και αναφέρεται στις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς για ορισμένες τελευταίες βελτιώσεις, όπως για παράδειγμα να δεχθεί αν καταστεί δυνατόν, να πληρώνει η βικτωριανή κυβέρνηση τις δαπάνες για την έλευση εκπαιδευτικών ή βοηθών εκπαιδευτικών να διδάξουν ελληνικά στη Μελβούρνη, πράγμα που γίνεται με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν άλλες κοινοτικές γλώσσες στην Πολιτεία. Η Ελλάδα διέθετε και εξακολουθεί να διαθέτει, εκπαιδευτικούς για τη διδασκαλία των ελληνικών στα κρατικά σχολεία. Τώρα, λαμβάνοντας υπόψη και την οικονομική κατάσταση της χώρας, γίνεται προσπάθεια να αναλάβει μέρος της κάλυψης του κόστους και η Βικτώρια. Προσπάθεια γίνεται να αναλάβει η Βικτωριανή πλευρά να καλύψει και το μικρό κόστος των περίπου 70-80 δολαρίων ανά μαθητή, για τη συμμετοχή των περίπου 35 μαθητών από τη Βικτώρια στις εξετάσεις για την απόκτηση του πιστοποιητικού ελληνομάθειας που χορηγεί το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σε αυτό το Μνημόνιο, προτεραιότητά μας είναι η ανάγκη διαρκούς θεσμικής επικοινωνίας με το Υπουργείο Παιδείας της Βικτώριας, υπάρχει Έλληνας εκπαιδευτικός σε μόνιμη επαφή με το τοπικό Υπουργείο και το ίδιο γίνεται από την πλευρά της Πολιτείας που εκπροσωπείται από την κ. Μαρινέλη, καθώς και το να υπάρχουν συναντήσεις για την εκτίμηση της πορείας της συνεργασίας μας σε τακτά χρονικά διαστήματα» λέει ο κ. Γκόκας. Η Ελλάδα βρίσκεται στο δρόμο της υπογραφής νέων επικαιροποιημένων Μνημονίων εκπαιδευτικής συνεργασίας με τις κυβερνήσεις της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Νότιας Αυστραλίας, ενώ επιδιώκει να υπογράψει ανάλογη εκπαιδευτική συμφωνία, έχοντας υποβάλλει ήδη τις πρώτες της προτάσεις και με την τοπική κυβέρνηση της Βόρειας Περιοχής.

«Η περίοδος που διανύουμε για τα Ελληνικά είναι μεταβατική, δεν μπορούμε να κρίνουμε το τώρα ή να προγραμματίσουμε το μέλλον, όπως με τους όρους των δεκαετιών του 1970 και του 1980», αναφέρει ο κ. Γκόκας. Δεν έχουμε πλέον την πρώτη γενιά που μιλούσε ελληνικά στο σπίτι, που ίδρυε και χρηματοδοτούσε ελληνικά σχολεία.
«Τα ελληνικά βρίσκονται σε καλό σημείο, καλύτερα από άλλες ομογένειες, όπως του Καναδά ή των ΗΠΑ, ομογένειες με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της Αυστραλίας. Πρέπει όμως να ανησυχούμε για την πορεία μας τώρα, πρέπει να γίνει ένα νέο ξεκίνημα».

«Να υπάρχει εξωστρέφεια, δεν μπορούμε να λέμε ότι τα ελληνικά απευθύνονται μόνος σε εμάς, ότι είναι μια εσωκοινοτική πρόκληση, μόνο» λέει ο κ. Βασίλης Γκόκας.
Η αυστραλιανή πλευρά, με την πολιτική των γλωσσών που έχει, μας δίνει τη δυνατότητα να διδάσκονται τα Ελληνικά σε σχολεία όπως άλλες γλώσσες, οι τύχες τους όμως υποβαθμίζονται και χάνονται προγράμματα διδασκαλίας τους, όπως για παράδειγμα στο Fairfield και στο Γυμνάσιο Bentleigh.

«Στο κρατικό σύστημα για να στηριχτούν τα Ελληνικά χρειάζεται ζήτηση, όπου υπάρχει ελληνικός πληθυσμός οι Έλληνες να θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν ελληνικά, τα στατιστικά στοιχεία μας λένε ότι δεν είμαστε στο καλύτερο επίπεδο συμμετοχής στα ελληνικά προγράμματα, ανάλογα πάντα με την αριθμητική μας δύναμη» συμπληρώνει, κάνοντας μια έκκληση. «Οι ομογενείς ας είναι πιο ενεργοί, να παίρνουν μέρους στα σχολικά συμβούλια, χρειάζεται γενικότερη αφύπνιση. Χρειάζεται μια μεγάλη εκστρατεία για τα ελληνικά στην ελληνική ομογένεια, πρώτα από όλα να πειστούμε να μιλάμε εμείς οι ίδιοι τη γλώσσα μας, σίγουρα χρειάζεται προσπάθεια φορέων, χρειάζονται όμως και χρήματα, για την υποστήριξη και προβολή της γλώσσας».

Τον ρώτησα πως θα χαρακτήριζε αυτήν την πανσπερμία προσπαθειών για τις τύχες των Ελληνικών και μου απάντησε: «Έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό εθνοτικών σχολείων σε όλη τη Μελβούρνη, περίπου 40. Οι Κινέζοι έχουν σχεδόν 13-14. Κάνουν τη δουλειά τους τα κοινοτικά σχολεία, είτε είναι εκκλησιαστικά είτε ιδιωτικά είτε κοινοτικά, αλλά να λειτουργούμε ενωτικά και όχι ανταγωνιστικά,γιατί δυστυχώς υπάρχουν και λίγα παραδείγματα ανταγωνιστικής λειτουργίας».
«Η παροικία μας ζητάει να παίξουμε το θεσμικό μας ρόλο. Έχουμε μια επιτροπή όπου συμμετέχουν όλοι οι φορείς και υπάρχουν σκέψεις για κινήσεις από τον πρέσβη και τη γενική πρόξενο να κάνουμε μια συνάντηση όλων των φορέων στη Μελβούρνη. Επιθυμούμαι να συζητήσουμε όλοι μαζί το πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν φορέα χορηγιών για τα ελληνικά, αλλά και πώς μπορεί να χαραχτεί μια κοινή πολιτική για τα ελληνικά» λέει στο «Νέο Κόσμο», συμπληρώνοντας, ταυτόχρονα, ότι «ο χειρισμός των κινήσεων είναι στα χέρια της ομογένειας πια».

Ως επίλογο στη συζήτησή μας είχαμε τη γνωστοποίηση ότι τον επόμενο μήνα ακαδημαϊκοί από το Εργαστήριο Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών (ΕΔΙΑΜΕ) του Πανεπιστημίου Κρήτης θα επισκεφτούν τη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και την Αδελαΐδα για μια σειρά σεμιναρίων για εκπαιδευτικούς που διδάσκουν ελληνικά σε διάφορες βαθμίδες της Αυστραλίας.