Έφυγε για πάντα μια σπουδαία Ελληνίδα από την ελληνική παροικία της Αυστραλίας

H Μαίρη Ρέβη

H Μαίρη Ρέβη

21 Nov 2013
Του Α. Μ. ΤΑΜΗ

Στις 5.30 τα ξημερώματα της Τρίτης, 19 Νοεμβρίου 2013, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο μία Ελληνίδα που καταξίωσε το ελληνικό όνομα στις εμπορικές αγορές της Ευρώπης, ανέδειξε νέες προπτικές στη μόδα και αναδείχθηκε η ντίβα των αγορών στην γυναικεία και παιδική μόδα στην Αυστραλία. Η εκλιπούσα Μαίρη Ρέβη, υπήρξε μέντορας, μπροστάρης και σύμβουλος πολλών νέων γυναικών που διεκδικούσαν επαγγελματική θέση στις αγορές. Μεγάλη προσωπικότητα κύρους στο χώρο της τριτοβάθμιας παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων, που συνέβαλε με τις γνώσεις της και την αυθεντικότητά της. Λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, σπουδαστής της ελληνικής ιστορίας, γυναίκα που διψούσε για γνώσεις και για ζωή. Η ζωή της υπήρξε ένα χρονικό μαρτυρίας, διαρκούς προσφυγιάς και μετανάστευσης, αλλά και αέναης προσφοράς και δημιουργίας.

Η Μαίρη Ρέβη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρια της Αιγύπτου. Ο πατέρας της ήταν ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (1907-1956) και μητέρα της η Νίνα Αμιέλ (1914-1998). Οι γονείς της μητέρας της ήσαν ο Victor Amiel και η Dinah Forti. Ο πατέρας της γεννήθηκε στη Σμύρνη από εύπορους γονείς, τον Ιωάννη και την Μαρία, οι οποίοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν ως πρόσφυγες στην Αλεξάνδρεια με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Χαράλαμπος κατόρθωσε σε νεαρή ακόμη ηλικία να αναμιχθεί στο εμπόριο και σύντομα άνοιξε εντυπωσιακό κατάστημα στην καρδιά της Αλεξάνδρειας, στην οδό Fouad, κατάστημα ανδρικών ειδών που εισήγαγε κοστούμια και καπέλλα από τη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Δεν γνώριζε τότε ο άτυχος Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, ο οποίος σύντομα έφυγε από τα γήινα, ότι η θυγατέρα του Μαρία, μερικές δεκαετίες αργότερα θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο ως υπεύθυνη αγορών των πολυκαταστημάτων του Myer στις ίδιες αγορές του Παρισιού, του Λονδίνου και της Ρώμης, από μια άλλη Αλεξάνδρεια της Ασίας, τη Μελβούρνη.

Μετά τον γάμο τους το 1933, ο Χαράλαμπος και η Νίνα μετοίκησαν στο πολυπολιτιστικό προάστιο Salah El Deen, όπου γεννήθηκε η Μαίρη Παπαδοπούλου στις 17 Νοεμβρίου 1934. Η οικογένεια απολάμβανε άνετη ζωή και συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες της ελληνικής εκεί παροικίας, αν και τα σύννεφα του ντόπιου εθνικισμού κατά των αποικιοκρατών άρχισαν να εμφανίζονται σχεδόν αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου. Το 1956 η οικογένεια πέρασε σκληρή δοκιμασία όταν ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, όπως παλαιότερα και οι άλλοι του αδελφοί, επεβίωσε νέος από καρδιακή προσβολή, δύο μόλις εβδομάδες μετά τον γάμο της θυγατέρας του Μαίρης με τον συμπάροικό της, Νίκο Παϊδούση, το Σεπτέμβριο του 1956, έναν φιλοπρόοδο νέο, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Ίμβρο από Χιώτες γονείς.

Αμέσως μετά τον γάμο τους, ο Νίκος και η Μαίρη Παϊδούση με τη μητέρα τους, Νίνα Αμιέλ μετανάστευσαν στην Αυστραλία, μαζί με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες τους, εξαιτίας των ιστορικών μεταλλάξεων που ζούσε η μετα-αποικιακή Αίγυπτος. Από το Port Said όπου ταξίδευσαν επιβιβάστηκαν στο πλοίο Τασμάνια, το επιλεγόμενο πλοίο των «νυφών» και διέσχισαν τον Ινδικό ωκεανό με πλώρη την Αυστραλία. Αποβιβάστηκαν στην πόλη της Μελβούρνης την τρίτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, μόλις είχαν αρχίσει οι Ολυμπαικοί Αγώνες της Μελβούρνης και εγκαταστάθηκαν αρχικά στην κατοικία της αδελφής του Νίκου, Νιώβης και του συζύγου της, Κώστα, στο Parkville. Η Μαίρη θυμόταν εκείνες τις πρώτες ημέρες της στη μεγάλη πόλη της πράσινης ηπείρου του Νότου:

Όταν κατεβήκαμε στη Μελβούρνη ένιωθα ασφαλής αλλά και περίεργα ανήσυχη. Όλα εξελίσσονταν γύρω μου ταχύτατα. Σε ένα μήνα μέσα έχασα τον πατέρα μου και παντρευτήκαμε με τον Νίκο. Τον επόμενο μήνα ξεκινήσαμε για την Αυστραλία. Ο Νίκος ήταν περήφανος άνθρωπος. Δεν ήθελε να έρθουμε ως μετανάστες. Έτσι μάς προσκάλεσαν οι δικοί του, οι οποίοι μάς περιέβαλαν με αγάπη και ζεστασιά στη Μελβούρνη. Είχα τελειώσει το Γυμνάσιο στην Αλεξάνδρεια, μιλούσα Ιταλικά, Γαλλικά, Αγγλικά και Αραβικά πέρα από τη μητρική μου γλώσσα την Ελληνική. Ήθελα να εργαστώ, να ζήσω, να προσφέρω, είχα όνειρα και φιλοδοξίες.

Μία γνωστή της, ευαίσθητη Ελληνίδα, τη σύστησε στους προϊστάμενους των πολυκαταστημάτων Myer. Στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων είχαν αφιχθεί στη Μελβούρνη χιλιάδες αλλόγλωσσοι τουρίστες και τα μεγάλα καταστήματα ζητούσαν άτομα που μιλούσαν ξένες γλώσσες. Η Μαίρη ανέλαβε υπηρεσία στο τμήμα της ένδυσης των νέων στον πέμπτο όροφο του καταστήματος. Γρήγορα διαισθάνθηκε τον πλούτο των ευκαιριών που προσέφερε το εμπορικό περιβάλλον της. Ύστερα από δύο χρόνια μεθοδικής εργασίας στο τμήμα της νεανικής μόδας, ήδη συνέλαβε μέσα της όνειρα και ιδέες που έδιναν στην αγορά γενικά του νεανικού ρούχου νέα διάσταση, νέα προπτική. Εργαλεία ανέλιξης μέσα της ήταν η φιλοδοξία και η σκληρή εργασία, αφού η εταιρεία πλήρωνε ήδη γενναιόδωρες αμοιβές σε μορφή bonus.

Το 1958, τελικά η Μαίρη γνώρισε τον υιό του ιδιοκτήτη των πολυκαταστημάτων, Ken Myer, έναν καλόγνωμο και ευγενικό άνδρα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της μεγάλης αυτής εμπορικής εταιρείας. Μιλούσε τη γαλλική και είχε σπουδάσει στις ΗΠΑ. Σε λίγες εβδομάδες της πρότειναν να αναλάβει τη θέση της βοηθού διευθυντή στο τμήμα της ένδυσης των νέων, με την ευθύνη να το εξωραΐσει, να το αναβαθμίσει και να το αναδείξει. Οι δρόμοι της Ευρώπης άνοιξαν. Ανέλαβε ανιχνευτικές εκστρατείες στο Παρίσι και το Λονδίνο, προκειμένου να γνωρίσει τις εκεί αγορές, να ανακαλύψει τις σύγχρονες μεθόδους, να εντοπίσει τις μεγάλες εταιρείες μόδας των τζιν και των πουκαμίσων που δρούσαν με αντικείμενο τη μόδα νέων ηλικίας 12 έως 17 ετών. Εκεί η Μαίρη, πρώτη στην Αυστραλία, εμπνεύστηκε και θέλησε να εφαρμόσει τη μόδα unisex παρά τις αντιρρήσεις των προϊσταμένων της και εισήγαγε πανταλόνια τζιν και πουκάμισα και για τα αγόρια και για τα κορίτσια. Το θέμα έφτασε στη διοίκηση του Myer. Εάν το εγχείρημα αποτύγχανε θα έφεραν την ευθύνη και ο γιος του ιδιοκτήτη και τα άτομα που τη στήριζαν και της είχαν αναθέσει ένα προϋπολιγισμό πάνω από 100.000 λίρες την εποχή εκείνη. Το εγχείρημα αποδείχθηκε απόλυτα επιτυχές. Το εμπόρευμα της Ευρώπης έγινε ανάρπαστο και τα κέρδη της εταιρείας αυγάτισαν. Από εκεί ξεκίνησε η επαγγελματική της απογείωση. Σύντομα ανελίχθηκε σε θέσεις υψηλής ευθύνης, ανέλαβε την ευθύνη των αγορών των πολυκαταστημάτων στη Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ, διαχειριζόμενη προϋπολογισμούς εκατομμυρίων δολαρίων. Ήρθε σε επαφή και καθοδήγησε δεκάδες νέους και νέες, ανέλαβε μέντορας σε ανερχόμενους διοικητικούς παράγοντες, συμβούλευσε, επέπληξε, διοίκησε αυστηρά και διεύθυνε τμήματα στα πολυκατστατήματα του Myer και αργότερα των πολυκαταστημάτων μόδας Portman.

Στενοί συνεργάτες στην μεγάλη αυτή σταδιοδρομία στάθηκαν αρχικά ο σύζυγός της Νίκος και μέχρι του θανάτου της τον Ιανουάριο του 1998 η μητέρα της Νίνα, η οποία και αφιερώθηκε να υπηρετεί σε όλη της ζωή τη μονάκριβη θυγατέρα της, Μαίρη και τον εγγονό της Τηλέμαχο (Μιχάλη), ο οποίος γεννήθηκε το 1964. Το 1981 η Μαίρη και ο Νίκος διέλυσαν το γάμο τους και η Μαίρη παντρεύτηκε έναν καταξιωμένο επιχειρηματία και γενναιόδωρο επαγγελματία, τον Αναστάσιο Ρέβη, ο οποίος είχε γεννηθεί επίσης στην Αλεξάνδρεια, από ευπατρίδη πατέρα, τον Σπυρίδωνα, και μια καλόγνωμη και ενάρετη μητέρα, τη Γεωργία Σκυβαλάκη. Οι γονείς του Τάσου Ρέβη διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην άφιξη στη Μελβούρνη δεκάδων οικογενειών φίλων τους από την Αλεξάνδρεια, προσφέροντάς τους αγάπη, στέγη και εργασία. Ο Τάσος είχε αφιχθεί στη Μελβούρνη με τη μητέρα του και τον αδελφό του, Γεώργιο, με το ιαταλικό πλοίο Oceania που ανήκε στην εταιρεία Lloyd-Trestino, στις 21 Mαΐου 1952. Αργότερα, με τη Μαίρη ο Τάσος αναδείχθηκε ευεργέτης των ελληνικών γραμμάτων και αμύντορας του Ελληνισμού σε θέματα που αφορούσαν την Εταιρεία Ελληνικών Μελετών και έΕρευνας, της οποίας υπήρξε και ιδρυτικώς Πρόεδρος.

Η Μαίρη Ρέβη δεν περιορίστηκε στην επαγγελματική της καριέρα. Πλούσια σε δράση και προσφορά παρέμεινε σε όλη της τη δημιουργική ζωή. Όταν αφυπηρέτησε από τα επαγγελματικά προσέφερε τον πολύτιμο χρόνο της στην ανέλιξη του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίον λάτρευε και στα ελληνικά γράμματα τα οποία στήριξε και υπηρέτησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής της. Από το 1996 συνδέθηκε με το Εθνικό Κέντρο Ελληνικών Μελετών και Έρευνας και την οργάνωση των Φίλων που σχηματίστηκε. Τον επόμενο χρόνο ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου La Trobe, Prof. Michael John Osborne, την προσκάλεσε στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΚΕΜΕ μαζί με τον σύζυγό της Τάσο, δίπλα στους Ζήση Δαρδάλη, Δημήτρη Δόλλη, Πασχάλη Ζαπάρα, Στυλιανό Αγγελοδήμου, τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας, Γεώργιο Βέη και τον Κύπριο Ύπατο Αρμοστή, Ανδρέα Γεωργιάδη. Δύο χρόνια αργότερα, η Μαίρη Ρέβη προσκλήθηκε επίσημα από το Πανεπιστήμιο La Trobe να καταστεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου (University Council), τις εργασίες του οποίου παρακολούθησε ενελλιπώς προσφέροντας τις γνώσεις της από το 1998 έως το 2009, όταν και παραιτήθηκε. Τον Οκτώβριο του 2006 το Ίδρυμα Α. Ωνάση την προσκάλεσε επίσημα με τον σύζυγό της στην Αθήνα ως μέλη της διοικούσας του ΕΚΕΜΕ για να αποδοθεί στο ΕΚΕΜΕ και τον διευθυντή του το Διεθνές Βραβείο Ωνάση. Με την απόφαση της νέας διοίκησης του Πανεπιστημίου La Trobe να διαλύσει το ΕΚΕΜΕ το 2008, η Μαίρη δίνει επικούς αγώνες στο πανεπιστημιακό Συμβούλιο προβάλλοντας τις σοβαρές αντιρρήσεις της και διαχωρίζοντας τη θέση της. Λίγους μήνες αργότερα θα παραιτηθεί από τη θέση της.

Η μη έγκαιρη διάγνωση της πάθησής της από τις αρχές του 2011 την οδήγησαν σε μια περιπέτεια πολλών μηνών, στη διάρκεια των οποίων έδειξε ωριμότητα, αξιοπρέπεια και ευγένεια ψυχής. Η Μαίρη υπήρξε αναμφισβήτητα μια γυναικεία προσωπικότητα κύρους και υπερηφάνειας του απόδημου Ελληνισμού. Αυστηρή με τον εαυτό της και με τους άλλους, διεκδικούσε για τον εαυτό της και για τους άλλους ποιότητα και κύρος σε όλες της τις ενέργειες. Δεν έκανε κάτι από χάρη. Πίστευε σε αυτό που έκανε και αγωνιζόταν να το πραγματοποιήσει. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αδικία αλλά και την ατιμωρησία. Είχε λόγο και άποψη και διεκδικούσε με πάθος το δίκαιο και τη δκαιοσύνη. Ευεργέτησε επαγγελματικά τους εργοδότες της, προσέφερε γενναιόδωρα στους συνεργάτες της, τίμησε την αποστολή της και υπηρέτησε τον Ελληνισμό από θέσεις ευθύνης.

Έφυγε με αξιοπρέπεια, δίπλα στους δικούς της ανθρώπους. Δίπλα της μέχρι το τέλος ο σύζυγός της Τάσος, κοντά της ο γιος της Μιχάλης με τα αγόρια του, τα εγγόνια της, που υπεραγαπούσε και μετέβαινε ακόμη και στις άλλες πολιτείες της Αυστραλίας, ώστε να παρευρίσκεται μάρτυρας στις αθλητικές τους επιδόσεις. Ωστόσο, δίπλα της μέχρι την τελευταία της πνοή στάθηκε η σεμνή και καλόγνωμη νύφη της η Ντέπυ, να κοιμάται δίπλα της, να της κρατά το χέρι μέχρι την τελευταία της πνοή, μήνες, εβδομάδες ημέρες…Το μεγαλείο της αγάπης και της προσφοράς μετασαρκώνεται στην όμορφη αυτή ύπαρξη που προσφέρεται και συμπάσχει μαζί με την πεθερά της που σβήνει, μέχρι το τέλος.

Ζήτησε να μάς δει με τη σύζυγό μου, λίγες ώρες πρίν από το μεγάλο ταξίδι. Την χαιρετήσαμε προσφέροντας την αφοσίωση και τη φιλία μας, όπως έκανε κι αυτή όλα αυτά χρόνια. Της μιλήσαμε τις στερνές ώρες που έφευγε δηλώντας την αγάπη μας στο πρόσωπό της … Θα τη θυμόμαστε…

Πηγή:Neoskosmos.com