Το πρωτογενές έλλειμμα επιβάλλει ακόμη και απολύσεις υπαλλήλων.

PHOTO MYSELF
Γράφει ο  Νίκος Αναγνωστάτος
Πολύς θόρυβος τις τελευταίες μέρες, εν όψει επικείμενων απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων, κάτι που μαρτυρεί ότι δεν υπάρχει γνώση της πραγματικότητας ή εθελοτυφλία για στενούς προσωπικούς ή πολιτικής φοβίας λόγους, οπότε εν πολλοίς μπορείς να χαρακτηρίσεις τα δάκρυα ως κροκοδείλια.  Για να γίνει εκτενώς αντιληπτό τι εννοούμε, θα φέρουμε παράδειγμα μια επιχείρηση, ως μικρογραφία  του κράτους.
Ο κάθε συνετός επιχειρηματίας, φροντίζει τα έξοδά του να είναι πάντοτε λιγότερα από τα έσοδά του, έτσι ώστε να προκύπτει και κάποιο κέρδος, αφού ο σκοπός μιας επιχείρησης  είναι το κέρδος και αυτό είναι δεκτό. Σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης, όπως συμβαίνει τώρα, τα έσοδα μειώνονται και αν η μείωση εξαντλεί το κέρδος χωρίς προοπτική ανάκαμψης και κινδυνεύει να έχει διαχειριστικά ελλείμματα, μειώνει τις δαπάνες του, συμπεριλαμβανομένης και της απόλυσης εργαζομένων. Αν δεν απολύσει εργαζομένους και συνεχίζεται να αυξάνονται οι ζημίες, κάποια στιγμή θα κλείσει η επιχείρηση και τότε θα απολυθούν όλοι οι εργαζόμενοι. Απολύοντας λοιπόν μόνο όσους χρειάζεται για να επιβιώσει η επιχείρηση, προστατεύει έτσι τόσο την επιχείρησή του, όσο και τους υπόλοιπους εργαζομένους.
Αν μεταφέρουμε το πιο πάνω σκεπτικό στο Δημόσιο, ως οιονεί μια μεγάλη επιχείρηση, θα πρέπει μια νουνεχής κυβέρνηση οι δαπάνες της να μην υπερβαίνουν τα έσοδά της, διότι άλλως δημιουργείται αυτό που λέμε «δημοσιονομικό έλλειμμα», το οποίο καλύπτεται με δανεισμό, έναν δανεισμό τον οποίο διόγκωσαν υπέρμετρα άφρονες κυβερνήσεις, μεταφέροντας το βάρος αποπληρωμής τους στις επόμενες γενιές. Όσο ένα κράτος έχει τη δυνατότητα να δανείζεται, δεν δημιουργείται ιδιαίτερο εσωτερικό πρόβλημα Έρχεται όμως νομοτελειακά η στιγμή κατά την οποία ο εξωτερικός δανεισμός καθίσταται από υπέρμετρα επιβαρυντικός με υψηλά επιτόκια, μέχρι πλήρης αδυναμία δανεισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν δεν υπάρχουν εξωτερικά στηρίγματα, η χώρα «πτωχεύει», δηλαδή ο λαός υφίσταται τις δυσμενείς μέχρι αιματηρές συνέπειες, κατά τις οποίες ο λαός υποφέρει, όπως λίγο-πολύ κατά την κατοχή.
Σε μια τέτοια δυσμενή και δυσχερή κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα και δεν είναι η ώρα να αναλύσουμε το πώς και το γιατί, ούτε αν θα έπρεπε να έχουμε ενεργήσει έτσι ή διαφορετικά από την αρχή. Όντες στο μάτι του κυκλώνα, επειδή είμαστε μέλος της Ενωμένης Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, δημιουργήθηκε μηχανισμός στήριξής μας, ως το μη χείρον μέτρο, το οποίο όμως, ως συνήθως συμβαίνει, μας υπαγορεύει όρους, καλώς ή κακώς, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα αντιρρήσεων.
Το κυριότερο πρόβλημά μας ήταν και είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή οι ζημιές της «επιχείρησης» κράτος, το οποίο οφείλουμε να εξαλείψουμε έτσι και αλλιώς. Είχαμε επομένως υποχρέωση, αν πιστεύαμε ότι έχουμε μια φρόνιμη κυβέρνηση, να μειώσουμε δραστικά τις δαπάνες του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης των απολύσεων υπαλλήλων, όπως θα έκανε ένας φρόνιμος επιχειρηματίας, με δεδομένη την αδυναμία επενδύσεων λόγω της κρίσης, ή δια λογικών και εισπράξιμων φόρων.
Δυστυχώς οι πολιτικοί μας, μη τολμώντας να θίξουν την «ιερή αγελάδα» που λέγεται δημόσιο, για να δείξουν κάποια «δραστηριότητα», αν δεν ήταν ο απώτερος σκοπός τους, στραγγάλισαν το ιδιωτικό τομέα, με εξουθενωτικά μέτρα και υπέρμετρες έκτακτες φορολογίες, εξοντώνοντας έτσι τον τομέα που τροφοδοτούσε με έσοδα στο δημόσιο, δημιουργώντας στρατιές ανέργων. Έτσι ο κόμπος έφθασε στο χτένι και αφού τελείωσαν ολες οι υπόλοιπες προσπάθειες, άσχετες εν πολλοίς, δεν αποφεύγεται πλέον η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να πράξουμε από την πρώτη στιγμή, όπως θα έκανε ο κάθε νουνεχής επιχειρηματίας και μια φρόνιμη κυβέρνηση, για να μειωθεί και στη συνέχεια να εξαλειφθεί το έλλειμμα, χωρίς να εξοντώσουμε τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να μπορεί να τροφοδοτεί το δημόσιο με έσοδα, ίσως τώρα η όλη δημοσιονομική κατάσταση να ήταν ανεκτή και όχι τραγική πλέον. Οι δημόσιοι υπάλληλοι λοιπόν και όποιοι άλλοι τους υποστηρίζουν, να σταματήσουν τα κροκοδείλια δάκρυα, χωρίς να έχει χυθεί κανένα δάκρυ για το ένα εκατομμύριο απολυμένους ιδιωτικούς υπαλλήλους στην τελευταία τριετία και να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εξαλειφθεί το έλλειμμα, ακόμη και το πρωτογενές, από την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να θανατωθούν ακόμη περισσότεροι ιδιώτες.
Ο προβληματισμός είναι τουλάχιστον υποκριτικός, αν όχι ανόητος. Οι απολύσεις ας ξεκινήσουν από τους λεγόμενους επίορκους, έστω και χωρίς τελεσιδικία. Στη συνέχεια οι υπεράριθμοι, διότι υπάρχουν σχεδόν παντού υπεράριθμοι. Ύστερα ας κλείσουν όλες οι περιττές υπηρεσίες ή ακόμη και οι λιγότερο αναγκαίες και φθάνοντας ακόμη και σε αναγκαίες υπηρεσίες, απολύοντας όλων το προσωπικό, με κάποια λογική επιλογή στην τελευταία περίπτωση.
Είναι αντιληπτή η δυσαρέσκεια των υπό απόλυση και αναμενόμενη η διαμαρτυρία τους, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι, ότι αν δεν απολυθεί ένας σημαντικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, υπάρχει κίνδυνος να παρασύρουν έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό, όπως έγινε το 1843 που απολύθηκε περίπου το 50% των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι αιτιολογείται και ο τίτλος του σημειώματος αυτού, ότι αν γίνουν κατανοητά τα πιο πάνω με ειλικρίνεια και θάρρος, θα διαπιστώσουν ότι δεν ωφελούν οι διαμαρτυρίες, εκτός αν υιοθετηθεί η ρήση του Σαμψών, «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
Νίκος Αναγνωστάτος