ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σε ένα ευχαριστώ…

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΙΙΙ.

39 Ὅτι ὁ Κύριος ἀκούει,

καὶ δὲν τιμωρεῖ τοὺς ὅρους τῆς ζωῆς,

καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς κάθε ζωῆς.

Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀσεβεῖ στὴν ἀξιοπρέπεια

τῆς ἐλευθερίας, τῆς ζωῆς,

καὶ τῆς κάθε ζωῆς, καὶ ἐσκεμμένα δὲν ἀκούει.

 

40 Κύριε, εἰσάκουσαν οἱ ἀπροσεξίες τῶν ὀφθαλμῶν μου,

τὴν ὑγρὴ συμβουλὴ τῶν δακρύων μου.

 

41 Φυλάκισα τὴν Ἀλήθεια

στοῦ ψεύδους τὴν ζωή, ποὺ ὀνομάζεται μαρτύρια.

Τὴν κυριότητα τῶν ἀρετῶν μου,

χάρισα στοῦ θανάτου τὶς ἡδονές,

μὰ ὁ Θεὸς γνώστης, ὅλων τῶν μετριοτήτων μου.

 

42 Καὶ ἔγινα χείμαρρος τὰ ξερὰ μέλη τῆς γής,

κι ἔγιναν ἥλιοι, καὶ τὰ πιὸ μικρὰ ἄστρα, κι ἐσὺ δὲν δέχθηκες

νὰ θορυβηθεῖ ἡ γαλήνη σου, ἀπὸ ὅλα αὐτά, Κύριε.

 

43 καὶ ὁδήγησες τὰ ἄστρα νὰ φυλλάτουν

τὶς ἀγωνίες τῆς ἡμέρας, ὅπως οἱ ψυχὲς φυλλάτουν

τὶς θνητὲς ἀγωνίες, ποὺ ὀνομάζουν σώματα.

Καὶ ἀντάλλαξες τὰ πεπρωμένα τῆς σιωπῆς, μὲ τοὺς ἀνθρώπους

γιὰ νὰ πιστεύουν στὸ αἰώνιο ἔτος τῶν ὀνείρων σου, Κύριε.

 

44καὶ ἀνοίξας μὲ σύμβουλον τὴν μεγαλοκαρδίαν σου,

τὰς θύρας τῆς κιβωτοῦ τοῦ παντός,

καὶ ἐπέτρεψες καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ δικαίωμα

τῆς ζωῆς, νὰ εἰσέλθει στὴν ἐπικράτεια τῆς μεγαλοσύνης σου.

 

45Και ὅρισες τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀρχὴ

οἱ ἐκλεκτοί, μὰ λίγοι Κύριε, ἀκόμα καὶ τώρα, θέλησαν νὰ δείξουν

σεβασμὸ στὴν εἰλικρίνεια, καὶ πραγματικὰ νὰ σ’ ἀγαποῦν.

 

46Και ἤμουν ἐγὼ ὁ βασιλεύς, καὶ ἤμουν ἐγὼ ὁ κυρίαρχος, καὶ σὺ Κύριε

μὲ τὴν σοφία σου μὲ δίδαξες, πὼς ἀκόμη καὶ στὸ κράτος τοῦ τώρα,

ἐσὺ ὁρίζεις ποιὸς ἐξουσιάζει, καὶ γιὰ πόσο τὸ κάθε τί.

 

47Κύριε, στὸ θάνατο μοίρασε τὸ πιὸ ὡραῖο ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα,

τὴν ἀδυναμία, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀφαιρεῖ ἐλπίδες,

ποῦ δίνουν συνεχῶς, τοὺς πολύτιμους χρόνους στὴν ζωή.

 

48 Σὲ θωροῦν τὰ πλάσματα ποὺ δὲν μιλοῦν,

καὶ αὐτὰ ποὺ καυχῶνται πὼς μιλοῦν,

δωρίζουν ἀδιάντροπα τὴν σιωπὴ στοὺς λόγους τους,

ποῦ θέλουν νὰ ὑμνήσουν ἐσένα, Κύριε.

 

49 Ὡσὰν τοξότης καλός, ἐφύλαξες τὶς κινήσεις

ποῦ θὰ χαροποιοῦσαν τὸν θάνατο, ἀπὸ τὰ βέλη σου, Κύριε.

Καὶ μεῖς δωρίσαμε ἐκδορὲς θανάτου στὶς ζωές μας,

μὲ τὰ δικά μας βέλη.

 

50 Καὶ ἔδωσες διὰ ἀνάγνωση τοὺς νόμους ποὺ ἀναφέρονται,

μονάχα στὴν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς, σὲ μᾶς Κύριε.

Καὶ μεῖς ἀπαγγείλαμε μὲ ἀνευθυνότητα νόμους, ποὺ ἄφηναν

ἄφωνο, ἀκόμη καὶ τὸ χρέος τοῦ θανάτου.

 

51 Γιατί ὁ Κύριος θέλησε νὰ κινηθεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν κίνηση τοῦ αὐτή,

ἐγεννήθησαν οἱ ζωὲς τῶν ἔργων του.

 

52 Γιατί ὁ Κύριος σιώπησε, καὶ διδάχθηκαν

γαλήνη ἀκόμη καὶ οἱ φόβοι τῆς ἐλπίδας,

ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν μεταξύ τους διαμάχες, γιὰ πάντα.

 

53 καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου, κυνηγοὶ τῶν ἐντυπώσεων,

ποῦ τὶς εἰκόνες ποὺ βλέπουν,

ὅταν ἡ ζωὴ μᾶς συμφώνησε μὲ τὰ μάτια

τὴν εὐδαιμονία τῶν εἰκόνων, στὸ νοῦ θὲ νὰ δωρίζουν,

καὶ μὲ τὴν αὐταπάτη τοῦ παρόντος, νὰ τὸν ξεγελοῦν.

 

Καὶ ἔτσι δὲν ἐπιτρέπουν στὸν νοῦ μου, καὶ στὶς ἄλλες μου αἰσθήσεις,

αὐτὸ ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ παρόντος, νὰ ἀναζητᾶ.

ΣΥΝΕΧΕΙΑΙΩΑΝΝΗΣ.Η.Μ.ΒΑΣΣΟΣ