ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σε ένα ευχαριστώ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΙΙ.
23 Καὶ εἶμαι τὸ μηδὲν καὶ πιστεύω
μὲ περίσσια ἀλαζονεία εἰς τὸ μηδέν.
Καὶ ἔτσι δὲν μπορῶ νὰ ὑπενθυμίσω στὸν ἑαυτό μου,
ὅτι τὴν κατανόηση τῶν πάντων, γνωρίζεις μόνον ἐσύ, Κύριε.
24 Σὲ σένα βρίσκουν καταφύγιο οἱ λευκὲς συνειδήσεις
ποῦ γαληνεύουν τὶς σιωπὲς τῶν νεφῶν.
Σὲ σένα καταφύγιο, οἱ φοβισμένες λάμψεις τῶν ἄστρων
ποῦ πρόκειται νὰ χαθοῦν, μόνο ἡ παρουσία μου
δὲν ἐπιθυμεῖ τὸ καταφύγιο τῆς θαλπωρῆς σου, Κύριε.
25 Κύριε, δώρισαν τὴν γνώση τοῦ θανάτου, στὶς μοῖρες
τῶν παρόντων πεπρωμένων μας.
26 Καὶ τὸ θαῦμα πῆρε τὴν πραγματικὴ ἀξία τῆς ἔννοιάς του,
ὅταν ἀπὸ τὸν Θεὸ παρουσιάσθηκε,
ἡ εὐλογημένη αὐτὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο,
γιὰ νὰ κυριαρχεῖ στὴν ἐπιπολαιότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Γιατί τὸ θαῦμα εἶναι μία σύνοψη γνώσεων,
ποῦ ὑπακούει στὴν ζωή, καὶ τὴν ὑπακούει ἡ ζωή.
27 Ὁ κύριός μου, εἶναι ὁ ἄρχων τῆς ἀρχῆς μου,
ὁ Κύριός μου, εἶναι τὸ τελικὸ ἐμπόδιο, στὸ τέλος μου.
28 Κύριε, σὺ ὁ φωτεινότερος Ἥλιός μου, προστάτεψε
ἀπὸ τὸν δόλο, τὴν μὴ φωτεινοφθορά, τῆς ψυχῆς μου.
Ἥλιε, ὁδηγὲ ἀγγέλων μονάχα,
καὶ ἐρεβοδιώκτη τῆς λανθοφώτιστης ψυχῆς μου.
29 Καὶ εἶναι ἡ νηστεία ἡ ὁδός, ὅπου βασιλεύει ὁ δρόμος σου,
ὁ κουραστικὸς στὴν θνητή μας ἐγωπάθεια.
Ἡ προσευχή μου, ὁ ὁρισμὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ψυχῆς μου,
ἀπ’ὅπου εἰσέρχομαι εἰς τὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγαλείου σου.
Ἡ σιγουριὰ γιὰ τὸ ἔλεός σου, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν καλοσύνη
τῆς προσευχῆς, καθορίζει καὶ τὸ ὄνειρο τῆς ψυχῆς μου, Κύριε.
30 Ἀλλὰ δὲν ἦταν προετοιμασμένη γιὰ τὸ φῶς σου,
ἡ θέληση στὴν ταπεινότητα τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Ἀγάπησε τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἄρνησης, ἡ ἀκοή μου,
κατήχησαν μὲ ψευδῆ δάκρυα τοὺς ὀφθαλμούς μου,
καὶ τώρα μὲ τὴν τιμωρία ποὺ πρέπει, στοὺς ὀφθαλμούς μου,
τὴν ὑγρὴ ἐπιτήρηση τῶν λυγμῶν, ἀπευθύνομαι σὲ σένα, Κύριε.
31 Ἀπέβαλε τὸ θηρίο τῶν ἡδονῶν, ποὺ σᾶ σιωπὴ γλυστρά,
γιὰ νὰ κατασπαράξει λόγους καὶ ποὺ κατοικεῖ ἐντός σου.
Ὅτι ἐσὺ ἐγεννήθης μονάχα,
νὰ’σαὶ φίλος στὴν ἡσυχία, ὅπως ὁ ἀμνὸς τοῦ Κυρίου.
32 Ἁμάρτησε ἡ γλώσσα μου, εἴθε νὰ μὴν εἶναι συμπαραστάτης
στὴν ἁμαρτία μου, καὶ ἡ ἀδελφικὴ σ’αὐτήν, σιωπή μου.
33 καὶ μεῖς ἀποστρέψαμε τὸ πρόσωπό μας,
ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς στοργῆς τοῦ βλέμματός σου,
καὶ ἐνῶ νομίζαμε ὅτι ἡ ἄκαρπη ἐλευθερία μας
θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ τὸ στρέφουμε παντοῦ,
τὸ στρέψαμε στὴν κυριαρχία τοῦ πουθενά.
34 καὶ ἡγηθήκαμε τῆς ἐπιπολαιότητάς μας,
νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀγάπη σου,
ἐμπόδιο ἔτσι σταθήκαμε, στὶς προσπάθειες τῆς καλοσύνης,
νὰ ματαιώνει τὶς ἀνομίες μας, Κύριε.
35 Γιατί ἡ ἁμαρτία, συντρόφευσε τὴν ἀπώλεια τῆς παρουσίας
τῆς καλοσύνης στὴν κάθε μέρα μου, εἴθε ἡ καλοσύνη σου,
νὰ συντροφεύει τὴν ἀπαξίωση τῶν λαθῶν μου, στὴν αἰώνια ὁδό μου.
36 Κύριε, θὰ σὲ ἐπαινέσουν οἱ ἁμαρτίες μου,
μέσα ἀπὸ τὴν φιλία τῆς συγγνώμης μου.
37 Καὶ ἡ σιωπή μου θέλησε νὰ ἀναγγείλει τὸν Θεό,
καὶ ἡ φωνή μου ντράπηκε γιὰ τὴν ἀμέλεια τῆς σιωπῆς της.
38 Διότι ὁ Θεὸς ἐμίλησε καὶ ἐγὼ ἂν καὶ παρών,
θεώρησα ἀνούσια, τὴν παρουσία τῆς ἀκοῆς μου.
Καὶ ὁ Θεός, σιώπησε.
Καὶ τώρα ἀφήνω τὴν συνήθεια τῶν δακρύων,
νὰ ἀφουγκράζονται ἐπιμελῶς τὴν σιωπή του.
ΙΩΑΝΝΗΣ.Η.Μ.ΒΑΣΣΟΣ
Σχόλια Facebook