Πως θα μπορούσε να λειτουργεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ: 5ο

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Παραθέτουμε σήμερα αυτούσιο το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Μπάμπη Μαρκέτου, “Οι Ελληνοαμερικανοί”, σχετικά με το εμπάργκο. Τα όσα προηγήθηκαν έδειξαν τη δύναμη που αντιπροσώπευε και εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει η Ομογένεια στις ΗΠΑ, υπό τις κατάλληλες, όμως, προϋποθέσεις.  Προτιμήσαμε να αφήσουμε τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. Όσα αναφέρονται στο βιβλίο, γραμμένα σε χρόνο πριν του 1977 και, επομένως, με την αξία της -τότε- επικαιρότητας των γεγονότων που περιγράφονται, φωτίζουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθεί ο εκτός Ελλάδος ελληνισμός, όχι μόνο για να έρχεται αρωγός, σύμμαχος και υποστηρικτής της ελληνικής πατρίδος, αλλά, συγχρόνως, και να προβάλει, αναδεικνύει, να πιστοποιεί και να αυξάνει συνεχώς τη δική του δυναμική και δημιουργική παρουσία στις χώρες εγκατάστασης.

‘Ενα ισχυρό ελληνικό λόμπι στην Αμερική, εκτός της όποιας βοήθειας μπορεί να προσφέρει στη γενέτειρα, αυτομάτως και μόνον από την ύπαρξή του αναδεικνύει την πρόοδο, την επιρροή και την περίοπτη θέση στην όποια ευρίσκεται η παροικία στο πολιτικό, οικονομικό, πνευματικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας αυτής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες φορές η ισορροπία μεταξύ αποδήμων και εθνικού κέντρου διαταρράσσεται ή, πάντως, περνά από φάση χαλάρωσης των δεσμών. Τούτο οφείλεται σε διαφόρους παράγοντες, κυρίως, όμως, σε έλλειψη επαρκούς επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών.  Το εθνικό κέντρο αμελεί να κρατά σε διαρκή ενημέρωση την ομογένεια. Αρνείται να διαβουλευτεί μαζί της πάνω στα διάφορα θέματα. Κάποτε ενεργεί απερίσκεπτα υπό την “καθοδήγηση” αυτοχριζόμενων “συμβούλων” για τον Απόδημο Ελληνισμό ή υπό το κράτος της άλφα ή της δείνα ανάγκης.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Όποιος περνά από ένα αμερικανικό ή όποιας άλλης χώρας Πανεπιστήμιο, δεν καθίσταται αυτομάτως και γνώστης της ομογενειακής πραγματικότητας, ιδιότητα που θα έπρεπε, εντούτοις, να είναι απαραίτητη προκειμένου να εκπληρώσει  κάποιος με επιτυχία τα καθήκοντα του συμβούλου. Επομένως, πέραν των όποιων ακαδημαϊκών τίτλων, ποιοί θα μπορούσαν με μεγαλύτερη επιτυχία να επωμισθούν έναν τέτοιο ρόλο;  Άνθρωποι της ομογένειας, άνθρωποι που έχουν χρηματίσει πρόεδροι συλλόγων, σωματείων κλπ., άνθρωποι που έχουν διοικήσει, που έχουν ζήσει, που έχουν ζυμωθεί με τα θέματα της Ομογένειας, που έχουν αγωνισθεί μαζί με την ομογένεια. Που την γνωρίζουν και τους αναγνωρίζει. Κυρίως, έχουν πλήρη επίγνωση των προβλημάτων, των αιτημάτων και των στόχων της.

Μ΄αυτούς, κυρίως, θα πρέπει -κατά την άποψή μας- να διαβουλεύεται το εθνικό κέντρο. Μ΄αυτούς να ανταλλάσσουν απόψεις. Να περνούν θέσεις και μηνύματα.  Ακόμη και όταν οι απόψεις δεν ταυτίζονται, ο διάλογος μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Αντίθετα, η προσπάθεια επιβολής μονομερώς θέσεων από το εθνικό κέντρο, δεν ευδοκιμεί πάντα.  Κυρίως αφήνει μία πικρή γεύση στα στόματα όσων ομογενών υπερασπιζόμενοι τα εθνικά δίκαια και αιτήματα βρίσκονται ξαφνικά ¨εν κενώ” να σκιαμαχούν ως άλλοι Δον Κιχώτες σε ανεμόμυλους… Όπως συνέβη στην περίπτωση της άρσης του εμπάργκο. Όπως συνέβη στο Σκοπιανό. Και σε άλλα θέματα που θα τα δούμε στη συνέχεια του κύκλου αυτού, που αφορά στο πως θα μπορούσε να λειτουργεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ και αλλού.

Ας κλείσουμε τώρα τα σχετικά με το εμπάργκο επιστρέφοντας στο τελευταίο μέρος του οικείου κεφαλαίου του βιβλίου του Μπάμπη Μαρκέτου, πρώην εκδότη-διευθυντή του ¨Εθνικού Κήρυκος” της Νέας Υόρκης.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ

Η σχετικώς ευνοϊκή απόφασι του Κογκρέσσου για την μερική άρσι του περιορισμού τής πωλήσεως όπλων προς την Τουρκία, δεν είχε το αποτέλεσμα που ανέμεναν οι υποστηρικτές της. Ή Τουρκία απέρριψε τά αμερικανικά διπλωματικά διαβήματα για την αποκατάστασι της λειτουργίας των βάσεων. Και Στις 12 Νοεμβρίου εζήτησε ενοίκιο για τις βάσεις. Επηκολούθησαν επίμονες διαπραγματεύσεις και τελικά τον Μάρτιο του 1976 απεφασίσθη να ζητηθή από το Κογκρέσσο η έγκρισι ποσού ενός δισεκατομμυρίου δολλαρίων για, μια περίοδο τεσσάρων ετών.

Οταν  ο   πρόεδρος. Φορντ προσήλθε   στο   δείπνο  που δίδει η AHEPA κάθε δύο χρόνια προς τιμήν των μελών του Κογκρέσσου στην Ουάσιγκτων, οι παριστάμενοι χίλιοι και πλέον ομογενείς έδειξαν την δυσφορία τους με την υποδοχή που επεφύλαξαν στον πρόεδρο –αρμόζουσα αλλά χωρίς εγκαρδιότητα– έναντι της αληθινής αποθεώσεως του γερουσιαστού Ηγκλετον που είχε παίξει τόσο κεντρικό και αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την διακοπή της βοηθείας προς την Τουρκία.

Η εμφάνισις του προέδρου Φορντ στο δείπνο της ΑΗΕΡΑ, υστέρα από τον σκληρό αγώνα που εΐχε διεξαγάγει από την πρώτη στιγμή η Οργάνωσις αυτή εναντίον της πολιτικής Κίσσινγκερ, και υστέρα από τις γνωστές συναντήσεις των ηγετών της με τους αρχιτέκτονες της εξωτερικής πολιτικής στον Λευκό Οίκο και στο Στέητ Ντιπάρτμεντ, ήταν φυσικό να προκαλέση έντονο ενδιαφέρον, τόσο στους κύκλους τής Ομογενείας, όσο και στην Ελλάδα. Η λογική προεξοφλούσε ότι ο πρόεδρος Φορντ δεν θα προσήρχετο στο Δείπνο αν δεν είχε να κάνη κάποια βαρυσήμαντη –και φυσικά φιλελληνική– δήλωσι που θα ικανοποιούσε την ελληνοαμερικανική κοινή γνώμη, και θα συνέβαλλε στην βελτίωσι των σχέσεων με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και η ελληνική κυβέρνησις με τους εδώ εκπροσώπους της και ο Τύπος στην Ελλάδα απέδωσαν πολιτική σημασία στον λόγο που θα εκφωνούσε ο πρόεδρος στο δείπνο.

Την σημασία που απέδιδε και ο ίδιος ο Λευκός Οίκος στην ομιλία του προέδρου, καταδεικνύουν και όσα διημείφθησαν στις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επαφές που είχε η σύνταξις του Εθνικού Κήρυκος με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, κ. Μάϋρον Κουρόπας, στις 5 Απριλίου, ήμερα του δείπνου.

Από τις πρωινές ώρες τής ημέρας εκείνης, εζητήθη από τον κ. Κουρόπας να δοθή στον Εθνικό Κήρυκα το κείμενο, εγκαίρως, για να δημοσιευθή αμέσως μετά το δείπνο. Είθισται να δίδεται το κείμενο ενός προεδρικού λόγου ενωρίτερα στά δημοσιογραφικά όργανα. Συνεπώς, το αίτημα του Εθνικού Κήρυκος δεν αποτελούσε καινοτομία. Αλλά στην περίπτωσι αυτή άρχισε μια σειρά αναβολών που έδειχναν ότι υπήρχαν δυσχέρειες για τον καθορισμό τοϋ τρόπου με τον οποίο ο πρόεδρος θα αντιμετώπιζε το θέμα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, το κείμενο του προεδρικού λόγου παρέμεινε μυστήριο.

Σε επτά αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες του Εθνικού Κήρυκος, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, καθώριζε την ώρα της επιδόσεως του κειμένου για να την αναβάλη στην επόμενη επαφή, για λίγο, μαζί με την διαβεβαίωσι ότι το κείμενο δεν θα αργούσε πολύ και την εξήγησι οτι η βραδύτης ωφείλετο στο ότι εγίνοντο μερικές τροποποιήσεις της τελευταίας στιγμής.

Αλλά και ή δυστοκία αυτή συνέβαλε στην πεποίθησι ότι το κείμενο θα ήταν όντως βαρυσήμαντο για να απαιτή τόσο επίπονη καΐ παρατεταμένη προετοιμασία, ή, τουλάχιστον, υπήρχαν αντίρροπες απόψεις μέσα στο προεδρικό περιβάλλον, που έπρεπε να ευθυγραμμισθούν.

Το ότι κάτι συνέβαινε, επιβεβαιώθηκε έμμεσα κατά την τελευταία επικοινωνία του Εθνικού Κήρυκος με τον Λευκό Οίκο, αργά το απόγευμα της 5ης Απριλίου, όταν δόθηκε η απροσδόκητη πλέον απάντησι ότι απεφασίσθη τελικώς να μη δοθή για δημοσίευσι το επίσημο κείμενο της ομιλίας πριν από το δείπνο, αλλά την επομένη το πρωί, στις 10.

Στην προσλαλιά του προς τους συνδαιτυμόνες, ο πρόεδρος Φορντ, απέφυγε και να αναφερθή καν στα καυτά θέματα που συνεκλόνιζαν τον Ελληνισμό. Μίλησε για την παραδοσιακή φιλία της Αμερικής με την Ελλάδα, απεκάλεσε τον κ. Καραμανλή “εξέχοντα ηγέτη του ελεύθερου κόσμου,” μίλησε με τα πιο θερμά λόγια για τον Ελληνισμό της Αμερικής και την συμβολή του στην πρόοδο και την ανάπτυξί της, αλλά για την Κύπρο, για τους πρόσφυγες, για το ενα δισεκατομμύριο δολλάρια προς την Τουρκία, για το Αιγαίο, ούτε λέξι.

Η απογοήτευσι του πλήθους ήταν ολοφάνερη. Την επομένη, ο πρόεδρος της ΑΗΕΡΑ Β. Τσιργώτης, έστειλε επιστολή στον κ. Φορντ, με την οποία διεδήλωνε υπεύθυνα τα αισθήματα της ΑΗΕΡΑ. Έγραφε: “Υπήρξε τιμή για μας η εκ μέρους Σας αποδοχή της προσκλήσεως μας να μιλήσετε στο δείπνο της 5ης Απριλίου 1976, αλλά τα χειροκροτήματα και η γενική έκφρασι αγάπης, σεβασμού, και αφοσιώσεως προς Σας, ως τον πρόεδρο της χώρας μας, δεν θα πρέπει να παρερμηνευθούν οτι υποδηλούν επιδοκιμασία της πολιτικής που εφαρμόζει ή Κυβέρνησίς σας έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας. Τα μέλη της ΑΗΕΡΑ, ενωμένα, καταδικάζουν την πολιτική αυτή…“

Η επιστολή του Τσιργώτη αντικατόπτριζε πιστά το γενικό αίσθημα. Και θα ήταν αδύνατο να μην επρόσεξε ο πρόεδρος Φορντ το παραλήρημα ενθουσιασμού που υπεδέχθη τους φιλελληνικούς λόγους του γερουσιαστού Ήγκλετον που μίλησε λίγα λεπτά μετά τον πρόεδρο.

Κατά την αποχώρησι του προέδρου, η απογοήτευσις και η δυσαρέσκεια των παρισταμένων έγινε αρκετά αισθητή με την χλιαρότητα και ατονία των τυπικών χειροκροτημάτων.

Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία έλληνος διπλωμάτου με παριστάμενο ελληνοαμερικανό δημοσιογράφο. Καθώς αποχωρούσε ο πρόεδρος, ο δημοσιογράφος είπε χαμηλόφωνα προς τον έλληνα εκπρόσωπο: “Ώδινε όρος…” Και ο διπλωμάτης συνεπλήρωσε:  “Και δεν έτεκε ούτε μυν!”

Ο υπαινιγμός αυτός του έλληνα διπλωμάτη φαίνεται εκ των υστέρων δυσεξήγητος δεδομένου ότι –όπως έγινε γνωστό λίγες μέρες αργότερα– είχαν ήδη φθάσει σε προχωρημένο σημείο οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για την παροχή αποζημιώσεως επτακοσίων εκατομμυρίων στην Ελλάδα για την χρήσι των αμερικανικών βάσεων εκεί. Άλλα δεν ήταν και αδικαιολόγητος ο υπαινιγμός. Εφ’  όσον ο πρόεδρος θα ερχόταν στο δείπνο για να μιλήση, ήταν φυσικό να περιμένουν –τουλάχιστον εκείνοι που εγνώριζαν για τις διαπραγματεύσεις– ότι θα έκανε μνεία της ευνοϊκής αυτής στροφής προς την Ελλάδα.

Το γιατί οι σύμβουλοι του προέδρου τον έπεισαν ότι δεν θα ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια τέτοια εντυπωσιακή αποκάλυψι δεν έγινε γνωστό, αλλά μπορεί κανείς να συμπεράνη ότι αυτό δεν ήταν άσχετο με την δυστοκία που εχαρακτήριζε τις διαπραγματεύσεις.

Η σιωπή, συνεπώς, του Προέδρου ήταν αναπόφευκτο να δημιουργήση στον έλληνα διπλωμάτη την υπόνοια ότι οι διαπραγματεύσεις δεν θα κατέληγαν σε ευνοϊκό αποτέλεσμα και γι’ αυτό και ο υπαινιγμός του “δεν έτεκεν ούτε μυν.”

Αλλά, τελικά, οι διαπραγματεύσεις ωλοκλήρώθηκαν. Λίγες μέρες μετά το Δείπνο, Στις 15 Απριλίου, οι κ.κ. Μπίτσιος  και Κίσσινγκερ εμονογραφούσαν στην Ουάσιγκτων την συμφωνία για τις αμερικανικές Βάσεις στην Ελλάδα. Ή συμφωνία προέβλεπε στρατιωτική βοήθεια 700 εκατομμυρίων δολλαρίων για τέσσερα χρόνια.

Σ’ όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο η Ομογένεια επέδειξε μια όντως καταπληκτική ενότητα και συνοχή Διαφωνίες γύρο από το ρόλο οργανώσεων ή της γραμμής που θα έπρεπε να ακολουθηθή υπήρξαν τόσο επουσιώδεις και εξωδερμικές που αν τις αναφέρωμε εδώ το πράττομε μόνο και μόνο για να δείξωμε πόσο επουσιώδεις ήσαν πράγματι, υπογραμμίζοντας έτσι, με την σύγκρισι, την μεγαλειώδη ενότητα και ομοφωνία. Την εξαίρεσι αποτέλεσε ή περίπτωσις των σχέσεων της Αρχιεπισκοπής με την AHEPA.

Η με την πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου Ιακώβου ίδρυσις την άνοιξι του 1975 του Ηνωμένου Ελληνοαμερι­κανικού Κογκρέσσου (United Hellenic American Congress – UHAC) με πρόεδρο τον επιχειρηματία Άντριου Άθενς προεκάλεσε δυσαρέσκεια, Ιδίως στους ηγετικούς κύκλους της AHEPA διότι εκρίθη ότι η ανάμιξις τής Αρχιεπισκοπής στον πολι­τικό αγώνα θα δημιουργούσε προβλήματα, μεταξύ των άλλων και για τον λόγο ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστη­μα αποκλείει την ανάμιξι τής Εκκλησίας στην κρατική πολιτική.

Τον Ιούλιο του 1975 προέκυψε σοβαρό θέμα όταν ο πρόεδρος του UHAC Άντριου Άθενς έστειλε τηλεγράφημα προς τά μέλη του Κογκρέσσου σχετικά με την τότε προσπά­θεια για την μη επανάληψι τής βοηθείας προς την Τουρκία, στο οποίο ανέφερε οτι το UHAC “αντιπροσωπεύει όλες τις ελληνοαμερικανικές οργανώσεις και τους άνω των τριών εκατομμυρίων Αμερικανούς ελληνικής καταγωγής.”

Η πλούσια και εντυπωσιακή δραστηριότητα των τελευταίων τριών χρόνων που προσπαθήσαμε να δώσωμε όσο πιο συγκεκριμένα και περιεκτικά,  δείχνει πως χωρίς ενιαίο κέντρο ηγεσίας, χωρίς φορμαλιστικό συγκεντρωτισμό, η Ομογένεια ξέρει πως να μάχεται και πως να δρα μέσα στα πλαίσια του αμερικανικού πολιτικού συστήματος με ενότητα στους στόχους, σύμπνοια και αυ­θόρμητη και ανιδιοτελή αφοσίωσι στην γενέτειρα και τα αιτήματα του Ελληνισμού.

Η όλη κινητοποίησι των ελληνοαμερικανών, η απήχησι που είχε σε όλους τους κύκλους, σε παγκόσμιο κλίμακα, δεν άφισε, βέβαια, ασυγκίνητη την ελληνική Πατρίδα. Αργότερα θα καταστή, πιστεύομε, δυνατό να ασχοληθή η Ελληνική Πολιτεία με το θέμα από του επιπέδου που η περίπτωσι επιβάλλει, για να γίνη συνείδησι του Έθνους ή δύναμι και η επιρροή του Ελληνισμού της Αμερικής και η αξία που γι’ αυτό αντιπροσωπεύει,

Την απήχησι, πάντως, που είχε στην ελληνική Πατρίδα το ξεσήκωμα των ομογενών, που έδωσε ακτινοβολία στον Ελληνισμό, την καθρεπτίζει, μέχρις ενός σημείου, ένα μήνυ­μα του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή προς την Ομογένεια το οποίο και διαβάστηκε από τον υφυπουργό Εξωτε­ρικών Κ. Σταυρόπουλο στο προαναφερθέν δείπνο της ΑΗΕΡΑ την 5η Απριλίου 1976. Και το παραθέτομε:

Συμπατριώτες,

θα ήταν μεγάλη η χαρά μου αν βρισκόμουν σήμερα ανάμεσα σας για να σας απευθύνω αυτοπροσώπως –και εκ μέρους του ελληνικού λαού– τον θερμό χαιρετισμό της πατρίδος. Δυστυχώς, η ζωηρή αυτή επιθυμία μου δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή. Γιατί συνέπεσε να γίνε­ται η συγκέντρωσίς σας σε ώρες δύσκολες για την Ελλάδα, σε ώρες που καθιστούν ακόμα βαρύτερα τα καθήκοντα της Κυβερνήσεως μου.

Είναι, αγαπητοί μου, ακατάλυτοι οί δεσμοί που μας ενώνουν –δεσμοί αίματος και πνεύματος– εμάς που ζούμε στον ελλαδικό χώρο με σας που πέρα από αυτόν, αποτελείτε το μεγαλύτερο και δυναμικώτερο κομμάτι του Ελληνισμού. Και έχετε στην πράξι επανειλημμένως αποδείξει τις ελλη­νικές αρετές που εμπνέουν τη σκέψι σας και κατευθύνουν τις δραστηριότητες σας. Έχετε προ παντός αποδείξει, ως υποδειγματικοί πολίτες της μεγάλης Δημοκρατίας που σας αγκάλιασε, την φιλοπατρία σας και προς αυτήν και προς την Γενέτειραν που κλείνετε μέσα στη ψυχή σας.

Η πολύμοχθη επιτυχία σας επιβεβαιώνει την πραγματική δύναμι και την ηθική αξία του Ελληνισμού που σαν ιδέα ενυπάρχει –οπουδήποτε της γης– στην έννοια της δημοκρατίας και τη σύμμετρη επιδίωξι της ατομικής και συλλογικής ευημερίας.

Εμείς, από το στενό γεωγραφικό χώρο που ζούμε, παρακολουθούμε με θαυμασμό την προκοπή σας και με ευγνωμοσύνη την συμπαράστασί σας στους αγώνες του Έθνους. Έτοιμοι να αποδυθούμε, αν χρειασθή, σε καινούρ­γιες εθνικές προσπάθειες υπολογίζομε σε σας όσο και στους Εαυτούς μας. Ξεύρουμε, άλλωστε, και από το απώτερο όσο και από το πρόσφατο παρελθόν, ότι οί προσδοκίες μας ερμηνεύουν τη θέλησί σας.

Στην Ελλάδα γνωρίζουμε καλά ότι για να αντιμετωπίσουμε τις κρίσιμες περιστάσεις, οφείλουμε να διασφα­λίσουμε την εθνική μας ενότητα. Κι’ ότι πρέπει, για να το επιτύχουμε, να απομονώνουμε όσους την υπονομεύουν γιατί είτε υπερτιμούν συμφέροντα χαμηλότερα είτε γιατί υποτιμούν ανάγκες εθνικές.

Αυτό ισχύει και για σας. Οφείλετε να διατηρήσετε και να ενισχύσετε την εθνική σας ομοψυχία, τόσο μέσα στα πλαίσια της μεγάλης Δημοκρατίας της οποίας είστε επίλεκτοι πολίτες, όσο και στις σχέσεις σας με την πατρίδα απ’  που ξεκινήσατε εσείς και οι πατέρες σας. Έτσι θα μπορέση ο Ελληνισμός σαν ολότης να αποδείξη για μια ακόμη φορά την ηθική ισχύ του και να προάσπιση τα συμφέροντα του που δεν αντιφάσκουν άλλα ταυτίζονται με την ειρηνική και την εν ελευθερία πρόοδο της ανθρωπότητος.

Εύχομαι να ευοδωθούν οί σκοποί της συγκεντρώσεως σας. Εύχομαι επίσης να μη χρειασθή στην επομένη σύνοδο σας ο χαιρετισμός από την πατρίδα να περιέχη έκκλησι για επαγρύπνησι που οι σημερινές περιστάσεις επιβάλλουν σε όλους τους Έλληνες έκτος και εντός της Ελλάδος.

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ.