Στη σκηνή του παραδείσου ο θεατρικός σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής

Mία σπουδαία μορφή του θεάτρου, ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από την ζωή, σε ηλικία 68 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο, αφήνοντας πίσω του μια μακρά και αξιόλογη πορεία.

Όπως έγινε γνωστό, η σορός του σπουδαίου σκηνοθέτη και ηθοποιού, θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα την ίδια ημέρα από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 4 το απόγευμα στο θέατρο της οδού Κυκλάδων.
Με το χέρι στην καρδιά και βαθιά συγκινημένος, ο Λευτέρης Βογιατζής υποκλίθηκε τον Αύγουστο- μπροστά στο όρθιο κοινό της Επιδαύρου που χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, θέρμη και ευγνωμοσύνη έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο- μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού «Αμφιτρύωνα», που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε.
Τον Απρίλιο θα επανερχόταν στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου αλλά λόγω αδιαθεσίας του ηθοποιού ακυρώθηκαν οι παραστάσεις.
Καλλιτέχνης που μοιάζει να επέλεγε πάντοτε τον δύσκολο δρόμο για να κάνει θέατρο, για τον Λευτέρη Βογιατζή κάθε συγγραφέας, κάθε έργο ήταν άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του.
Η πλούσια διαδρομή του
Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα.
«Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει όμως να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα λοιπόν να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω ‘γω; Κανονικός. Αυτό», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή.
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον ρόλο της Γιαγιάς, στον «Κυριακάτικο Περίπατο», σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη.
Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον ‘Αλφρεντ, στις «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης», την επώνυμη ηρωίδα στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους «Βατράχους», τον Ταρτούφο, στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Η ΣΚΗΝΗ» με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε η «ΣΚΗΝΗ», ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: «Η Σπασμένη στάμνα» του Χ. φον Κλάιστ, «Οι Αγροίκοι» του Κάρλο Γκολντόνι, «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Α. Γκριμπογιέντοφ, «Σε φιλώ στη μούρη…» του Γ. Διαλεγμένου για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87.
Το 1988 ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου».
Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία «Κατσούρμπος», του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά».
Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (1996), «Ελένη» του Ευριπίδη, «Η νύχτα της κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου (1998) για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης» και το βραβείο Κάρολος Κουν, βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών, «Οι Πέρσες» του Αισχύλου (1999), «Τέφρα και σκιά» του Χάρολντ Πίντερ (2000).
Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το «Καθαροί πια», όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σ’ εσάς που με ακούτε» και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην, το «Crave» (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, «Το Σχολείο των γυναικών».Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το «Bella Venezia», για το οποίο απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην «Ήμερη» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το «Υστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, το «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ και «Ο Τόκος» του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Στον κινηματογράφο συμμετέχει σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μία μεγάλη φιλία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη», «Beautiful people», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Βαριετέ», «Μελόδραμα»).
Newpost.gr