Bόμβα για τα κριτήρια απόλυσης – Πρώτα η αρχαιότητα και μετά τα προσόντα

“Πρώτα η αρχαιότητα και η οικογενειακή κατάσταση και μετά τα τυπικά προσόντα”. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία στέλνει μήνυμα σε όσες επιχειρήσεις επικαλούνται οικονομικούς λόγους για να ξεφορτώνονται εργαζόμενους με μεγαλύτερη προϋπηρεσία ή/και έγγαμους, προκειμένου να διατηρούν ή να προσλαμβάνουν νεώτερους και φυσικά φτηνότερους.
Η περίληψη της Απόφασης
Άρειος Πάγος 31/2013
Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές.

Περίληψη
Κατά το άρθρο 669 ΑΚ η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και αν καταστεί υπερήμερος να καταβάλει τους μισθούς του σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 ΑΚ.
Εξάλλου, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητος, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας και τη δυνατότητα εξεύρεσης απ’ αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σ’ αυτή

. Με βάση τα παραπάνω η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές.
Με τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσίβλητη είναι αρχαιότερη και μεγαλύτερης ηλικίας των άνω εργαζομένων, που διατηρήθηκαν σε όμοια μ’ αυτή θέσεις εργασίας και είχε περισσότερα οικονομικά βάρη ως έγγαμη και μητέρα ενός τέκνου που σπούδαζε.
Αυτές είχαν προβάδισμα ως προς τα τυπικά προσόντα, τούτο όμως αντισταθμίζεται από την καταφανή υπεροχή της αναιρεσίβλητης στα οικογενειακά βάρη και την ηλικία ως και την εμπειρία αυτής στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή με γνώσεις προγραμματισμού ακόμη και μετά την εγκατάσταση του ως άνω του συστήματος SAP, ενώ παράλληλα διέθετε και μακρόχρονη εμπειρία σε συνήθη καθήκοντα υπαλλήλου γραφείου και βοηθού λογιστού.
Ακόμη η ως άνω αρχαιότητά της (33 ετών σε αντίθεση με τις παραπάνω που είχαν προϋπηρεσία 3 και 4 ετών αντίστοιχα) θεμελιώνει και ενισχύει το “δικαίωμα στη θέση εργασίας” στην προστασία και διαφύλαξη του οποίου, ως μέσου βιοπορισμού και ανάπτυξης της επαγγελματικής και πρoσωπικής υπόστασης του μισθωτού, στοχεύουν τόσο οι νομοθετικοί όσο οι νομολογιακοί περιορισμοί της καταγγελίας.
Η απόδοση, εξάλλου της αναιρεσίβλητης στην εργασία της ήταν άκρως ικανοποιητική και ίδια μ’ αυτή των άνω εργαζομένων που διατηρήθηκαν.
Επίσης αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε απασχόλησε για πειθαρχικά παραπτώματα την αναιρεσείουσα ούτε αρνήθηκε υπηρεσία που αυτή της ανέθεσε και ουδέποτε απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία της.
Κατ’ ακολουθία αυτών η απόλυσή της δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια και όπως επιβάλει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθόσον η αναιρεσείουσα έπρεπε, συνεκτιμώντας τα προαναφερόμενα υπηρεσιακά (αρχαιότητα – εμπειρία-απόδοση) και κοινωνικά κριτήρια (οικογενειακή και οικονομική κατάσταση) υπό τις ιδιαίτερες διακρίσεις για την αναιρεσίβλητη έναντι των άλλων εργαζομένων να καταλήξει στην επιλογή προς απόλυση αντ’ αυτής μιας εκ των δύο ως άνω λοιπών εργαζομένων στο λογιστήριο που διατηρήθηκαν, ως προς τις οποίες το μέτρο θα ήταν λιγότερο επαχθές και η πρόσληψή τους από άλλον εργοδότη ενόψει της ηλικίας των ευχερέστερη λαμβανομένου υπόψη ότι και αυτές, όπως και η αναιρεσίβλητη, δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της αναιρεσείουσας για αλλαγή του τόπου παροχής της εργασίας τους και συγκεκριμένα να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις εγκαταστάσεις της τελευταίας στην Αθήνα, όπου μετέφερε την έδρα της.

Πηγή: iefimerida