Σχέσεις αποδήμων-Ελληνικής Πολιτείας I

 ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Το ότι τα καθέκαστα στις σχέσεις ελληνικής πολιτείας- Αποδήμων δεν είναι εκείνα που όφειλαν να είναι, δεν αποτελεί μυστικό. Αρκεί μία απλή συζήτηση με ένα ομογενή προκειμένου να διαπιστώσει κανείς την πραγματικότητα. Και αυτή μετουσιώνεται σε μία διάθεση αποστασιοποίησης των ομογενών από τη γενέτειρα.

Ο γράφων συνομίλησε τις τελευταίες ώρες με αρκετούς ομογενείς. Εκ του σύνεγγης, στην Αθήνα και, τηλεφωνικώς, στο εξωτερικό.

Κοινή ήταν η αντιμετώπιση. «Η γενέτειρα δεν ενδιαφέρεται για τα ξενητεμένα της παιδιά. Ούτε και αυτά, όμως, έχουν σκοπό να απευθύνονται στο κενό».

Περισσότερο «πολιτικά» περιέγραψε τα προβλήματα ο Αναπληρωτής πρόεδρος του ΣΑΕ και Συντονιστής Ευρώπης κ. Αμαραντίδης στη συνομιλία που είχαμε μαζί του. (Βλέπε σε άλλες στήλες).  Το ίδιο, όμως, διεισδυτικά ήταν και τα όσα μας είπε γνωστός ομογενής, με δράση στα κοινά, που επισκέπτεται τις ημέρες αυτές τη γενέτειρα.

«Η ομογένεια δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Πρέπει η ίδια να αναλάβει την οργάνωσή της. Πρέπει να γίνει μία αυτεξούσια παγκόσμια δύναμη την οποία θα υπολογίζει το ελληνικό κράτος. Που θα προβάλλει και θα επιβάλλει τα θέλω της».

Μας ξάφνιασε, όχι η στόχευση όσο η αποφασιστικότητα του συνομιλητή μας. Είχε ένα σωρό εύστοχες παρατηρήσεις που όλες κατέτειναν στο ίδιο συμπέρασμα. Η πατρίδα ενδιαφέρεται μόνον για να χρησιμοποιεί κατά το δοκούν τους Αποδήμους. “Από κει και πέρα, μας αγνοεί”…

Η πραγματικότητα δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την δραματική αυτή παρατήρηση. Ακούγεται αδιανόητο η γενέτειρα να διαθέτει μια δυναμική παρουσία στα πέρατα του κόσμου, να έχει αξιόλογα τέκνα της σχεδόν σε κάθε μεγαλούπολη, να παρατάσσει στρατιές επιστημόνων, όλων των ειδικοτήτων, με λαμπρή παρουσία στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια, στις σημαντικότερες πολυεθνικές εταιρίες και στα σπουδαιότερα παγκόσμια Ιδρύματα. Κι όμως, να υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι όλο αυτό το σπουδαίο ηθικό, πνευματικό και υλικό αγαθό  μένει παροπλισμένο.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Αμαραντίδης. Βλέπει κομματικές σκοπιμότητες πίσω από την αδυναμία της ελληνικής πολιτείας να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του ελληνισμού. Να αξιοποιήσει την προέκταση του ελληνικού συνόρου. Να δραστηριοποιήσει το ελληνικό πνεύμα της διασποράς.

Οι γνώμες συγκλίνουν ως προς το αποτέλεσμα. Αποκλίνουν ως προς τα αίτια. Που είναι πολλά. Αποτελεί πραγματική ευχαρίστηση να ακούς ομογενή τρίτης γενιάς να μιλάει θαυμάσια, άπταιστα ελληνικά. Τραγωδία συνιστά το γεγονός ότι τον πλούτο των ελληνικών λέξεων που του έμαθαν ο παππούς και η μητέρα του και τον καλλιέργησε στο ελληνικό απογευματινό σχολειό, τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει την εγκατάλειψη που αισθάνεται από την ελληνική πολιτεία. «Αναλογικά με το πλήθος της εθνικής μειονότητας που αντιπροσωπεύουμε στις ΗΠΑ, αλλά και το χρόνο εγκατάστασής μας στην νέα Γη, έχουμε επιτύχει τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής από κάθε άλλη εθνική μειονότητα. Στην Ελλάδα, όμως, μάλλον αδιαφορούν γι αυτό, εάν δεν μας υποβλέπουν κιόλας…», λέει.

Σκέφτεσαι, είναι δυνατόν τούτη η χώρα να αφήνει να χάνεται τόσο ανθρώπινο δυναμικό; Τι περισσότερο έχουν άλλες εθνικότητες που θριαμβεύουν σε ισχύ παγκοσμίως και όπου η επίσκεψη ενός ή περισσοτέρων στελεχών της του εξωτερικού σε κάποιον κυβερνητικό παράγοντα γίνεται αντικείμενο έκδοσης επίσημου ανακοινωθέντος;

Συλογάσαι, είναι ποτέ δυνατόν να συνεδριάσει το τοπικό Συμβουλίου Εβραϊκών Κοινωνικών Σχέσεων (JCRC) στις ΗΠΑ και να …περάσει αυτό απαρατήρητο στο Ισραήλ; Μήπως περιμένει, τάχα, «εντολή» από το Τελ Αβιβ για να συνεδριάσει; Ή μήπως η σχετικά πρόσφατη ίδρυση της Επιτροπής Εβραιο-Αμερικανικών Θεμάτων της Ιντιάνας (JAACI) ζήτησε την …άδεια του κράτους του Ισραήλ για να συσταθεί;

Για όσους γνωρίζουν και παρακολουθούν τις σχέσεις των διαφόρων «ομάδων πίεσης» στις ΗΠΑ (και αλλού) τα πράγματα είναι ολοφάνερα. Πρώτη προτεραιότητα η αντιμετώπιση των Αποδήμων χωρίς κομματικές παρωπίδες. Δεύτερη, η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. Τρίτη, το ίδιο σπουδαία, η παραχώρηση δικαιώματος «γνώμης» και «άποψης» στους ομογενείς, απογαλακτισμένων από το εθνικό κέντρο.

Όταν φθάνεις στα ανώτατα πολιτειακά αξιώματα ενός κράτους, όταν ηγείσαι ενός παγκόσμιου πνευματικού ιδρύματος, όταν διευθύνεις μία κολοσιαία πολυεθνική, όταν εποπτεύεις ενός ερευνητικού προγράμματος παγκόσμιας εμβέλειας, δεν περιμένεις από τον οποιοδήποτε γενικό γραμματέα της γενέτειρας να σου δώσει κατευθυντήριες γραμμές. Να σε «οργανώσει». Δεν δέχεσαι να σε απαξιώνει μαζί με τις ιδέες σου, τις οποίες ούτε καν καταδέχεται να συζητήσει.

Τελικά, ίσως το πρόβλημα στις σχέσεις εθνικού κέντρου – Αποδήμων, είναι θέμα εκπαίδευσης και κουλτούρας.

Σίγουρα θα χρειασθεί να επανέλθουμε.