Η επιστολή στο ΒΗΜΑ της 30-10-1949 του γιατρού από την Ελευθερούπολη Καβάλας αναφέρεται στον ελληνισμό της Τσαρικής Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, με αφετηρία του χρονολογικού τόξου το έτος 1905 και τέρμα το 1949, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Παραθέτει, πλην άλλων, συγκεκριμένα πληθυσμιακά στοιχεία για τον αριθμό των Ελλήνων, αλλά περιγράφει και στιγμιότυπα της πρώτης επαναστατικής εξέγερσης κατά του τσαρικού καθεστώτος, αμέσως μετά το Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (5.2.1904-5.9.1905), κατά τον οποίον η αυτοκρατορία των Ρομανώφ υπέστη ταπεινωτική ήττα από την ανερχόμενη Ιαπωνία. Έτσι, όταν ο 18ετής συντάκτης της επιστολής αποφασίζει να επισκεφθεί όλα τα σημεία του Καυκάσου, εις τα οποία ενοικούν ελληνικοί πληθυσμοί, «πέφτει» στη μεγάλη ληστεία που διέπραξε στην πρωτεύουσα της Γεωργίας Τιφλίδα, για λογαριασμό των Μπολσεβίκων, ο νεαρός τότε Ιωσήφ Τζουκασβίλη, ο μετέπειτα τρομερός Στάλιν. Το κάπως σχοινοτενές της επιστολής κλείνει μ’ έναν ελεγειακό θρήνο για την τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσίας από τους διωγμούς των Μπολσεβίκων. Ως προς τον αριθμό όμως των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης της εποχής της δημοσίευσης της επιστολής, «ο πρόεδρος του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων», Ελευθέριος Παυλίδης, με επιστολή του στο ΒΗΜΑ της 1-11-1949, αναβιβάζει τον αριθμό των Ελλήνων, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Ελληνικής Πρεσβείας της Μόσχας εις «πολλαπλάσια του υπό του κ. Κοσμίδου αναφερόμενου αριθμού», δηλαδή πολλαπλάσια του αριθμού των 30.000 που δίδει στην επιστολή του ο Γ. Κοσμίδης.
Τέλος, αν κάποιος παλιός Καβαλιώτης, γνωρίζει κάτι για το γιατρό Γ. Κοσμίδη, ας το καταθέσει στις φιλόξενες στήλες του «Κ.Τ.».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής του Γ. Κοσμίδη, στο ΒΗΜΑ της 30-10-1949.
«Εις το «ΒΗΜΑ» είδα τον εκτοπισμό 17.000 περίπου Ελλήνων εκ της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Γεωργίας εις την περιοχήν πέραν της Κασπίας θαλάσσης, Καζακστάν, Ουζμπεκιτάν, Σιβηρίαν κ.λπ. περιοχάς της αχανούς Ρωσίας με τας τραγικάς συνεπείας διά την επιβίωσίν των, αι οποίαι, ως γνωστόν τοις πάσι, αι τοιαύται εκτοπίσεις αποβλέπουν εις την τελείαν αυτών εξολόθρευσιν, λόγω των στερήσεων, κακουχιών, του ψύχους και αμερημνησίας κ.λπ. εκ μέρους των Ρωσικών αρχών.
«Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες, πόσοι είναι και πόθεν μας ήλθον»; Ιδού ένα ερώτημα το οποίον έθεσεν μία εφημερίς της Τιφλίδος, πρωτευούσης της Γεωργίας το 1905, μετά το Ρωσοϊαπωνικόν πόλεμον, το «Τιφλίσκι Λιστόκ» εφημερίς εκδιδομένη τότε Ρωσιστί και η οποία εκαυτηρίασε τότε, το πρώτο συνελθόν Πανελλήνιον Συνέδριον εν Τιφλίδι, προς διατύπωσιν των αιτημάτων, των αφορώντων το ελληνικόν στοιχείον. Κατά την εποχήν εκείνην, ως γνωστόν, εξερράγη η πρώτη επανάστασις εν Ρωσία και όλα τα έθνη, τα ενοικούντα εις την αχανή εκείνην αυτοκρατορίαν 111 εν όλω συνήλθον εις Συνελεύσεις και διετύπωσαν τα αιτήματα των. Συνεπώς, εθεώρησαν καλόν να συνέλθουν και οι Έλληνες του Καυκάσου εις ιδίαν Συνέλευσιν των και διετύπωσιν 20 τον αριθμόν αιτήματα. Εκ του γεγονότος τούτου η εφημερίς «Τιφλίσκι Λιστόκ» απηύθυνε το ανωτέρω ερώτημα. Ήμουν την εποχήν εκείνην μαθητής τελειόφοιτος του γυμνασίου Τραπεζούντος, του «φροντηστηρίου», ως απεκαλείτο. Παραθέριζον εις τη λουτρόπολιν των Μεγάλων Δουκών της Ρωσίας εις το Μπορζόμ, η οποία ήτο και η Δευτέρα θετή πατρίς μου. Η παρατήρησις της εφημερίδος περί των Ελλήνων του Καυκάσου, ήτο τόσον δηκτική, ώστε παρά τη νεαράν ηλικίαν μου-18ετών-παρά την επαναστατικήν περίοδον της εποχής εκείνης, έλαβα την απόφασιν, διά μίαν παράτολμον, κατά την τρομεράν εκείνην επαναστατικήν περίοδον, περιοδείαν, ανά τον Καύκασον, περί εξακριβώσεως του αριθμού του ελληνικού πληθυσμού του Καυκάσου. Η πρώτη ημέρα ήτο η κάθοδος μου εις την Τιφλίδα. Την ημέραν εκείνην, ο Ιωσήφ Τζουκασβίλι-ο νυν Στάλιν-αρχηγός επαναστατών, επετίθετο εναντίον μεταφορικού χρηματικού οχήματος, εκ δέκα εκατομμυρίων ρουβλίων, της αυτοκρατορικής Τραπέζης και διά των ριφθέντων 10 βομβών, κατόρθωσε να διαπράξη το ποσόν… Η πόλις της Τιφλίδος επί τριήμερον ήτο πανικοβλημένη και τα καταστήματα και αι οικίαι εκλείσθησαν ερμητικώς. Ανέμενα επί τριήμερον διά να καθησυχάση ολίγον η κατάστασις και να συνεχίσω το ταξίδι μου προς τας διαφόρους περιοχάς του Καυκάσου και τας πόλεις όπου υπετίθετο, ότι διαβιούν Έλληνες, ανακαλύπτων και το κρυσφύγετον τυχόν αυτών, διά να παρουσιάσω την ολικήν κατάστασιν, την πραγματικήν εικόνα και το ολικόν, ει δυνατόν, αριθμόν των Ελλήνων του Καυκάσου. Το συμπέρασμα εκ της τοιαύτης περιοδίας μου ήτο το ακόλουθον, το οποίον εν συνόψει δίδω σήμερον, ανεξαρτήτως του άλλου ελληνισμού της Νοτίας Ρωσίας διά το οποίον θα ηδυνάμην να δώσω ετέραν περιγραφήν.
Τώρα δίδω μόνον τα του ελληνισμού του Καυκάσου, κατά τας επισήμους ρωσικάς στατιστικάς, ας συνέλεγαν κατά τόπους, κατά την περιοδίαν μου, ως και εξ εξηκριβωμένων πληροφοριών των κοινοτικών ελληνικών αρχών του τόπου! Περιοχαί Τιφλίδος και Τσάλκας 40.000, Κάρς 40.000, Αρδαχάν 20.000, Σοχούμ 40.000, Βατούμ-Πότι 15.000, Βλαδικανκάς-Γρόζνι-Δερμπέντ 10.000, Βακού 5.000, Καυκασκάγια-Μαϊκόπ 15.000, Σταυρόπολ-Γκεωργκιέβα 5.000, Αικατερινοδόρ και Στανίτσες 15.000, Νοβοροσίσκ Στανίτσες 15.000, Τουσφέ-Σότσι-Γκάγκρα 15.000. σύνολον 235.000.
Της δε Νοτίας Ρωσίας:
Οδησσού, Σεβαστουπόλεως, Γιάλτας, Ευπατώρια, Αλ Συμφερουπόλεως, Θεοδοσίας, Ανάπα, Κέρτς, Μαριουπόλεως, Ροστοβίου, Ταϊγανίου, Κιέβου, Χαρκόβου, Μόσχας, Πετρουπόλεως και Σιβηρίας κ.λ. πέραν της τότε Κασπίας χώρας Τάσκεντ κ.λ. της αχανούς Ρωσίας. Σύνολον 40.000.
Εν συνόλω ο πληθυσμός των Ελλήνων της Ρωσίας ανήρχετο εις 650.000 κατά τας επισήμους Ρωσικάς στατιστικάς της εποχής εκείνης, τας οποίας στατιστικάς-Καλοδόρ-συνέλεξα προς επιβεβαίωσιν της αληθείας του αριθμού των Ελλήνων. Παρήλθον εκείνοι οι χρόνοι ανεπιστρεπτί, διά τον ελληνικόν πληθυσμόν. Η Δευτέρα επανάστασις του καθεστώτος, εσάρωσε τον ομογενή πληθυσμόν και ως λαίλαψ εξερρίζωσε τους Έλληνας. Δεν θέλω να θίξω το σοβαρόν ζήτημα ότι, οι κατά καιρούς ελληνικαί κυβερνήσεις δεν εφρόντισαν εγκαίρως διά την περισυλλογήν της εθνικής ημών ταύτης δυνάμεως και τώρα, ύστερα από το ανεπανόρθωτον εις βάρος των ομογενών της Ρωσίας, γίνεται κατόπιν εορτής, η δήλωσις περί αμέσου επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων εις τας εσχατιάς της αχανούς επικρατείας Ελλήνων του Καυκάσου και της Νοτίας Ρωσίας. Αι ανωτέρω πληροφορίαι μου δεν δύνανται σήμερον να προσφέρουν τι το πρακτέον, πλην της επιδοκιμασίας της σημερινής αποφάσεως της εθνικής κυβερνήσεως, περί του αμέσου επαναπατρισμού των εναπομεινάντων ολίγων Ελλήνων, των υπολογιζομένων τη σήμερον εις 17+13=30.000 εις Καύκασον και Νοτίαν Ρωσίαν.
Ποία ήτο η μέριμνα, των κατά καιρούς Ελληνικών κυβερνήσεων, διά τον πληθυσμόν αυτόν των 650.000 Ελλήνων απάσης της Ρωσίας; Επί του ζητήματος αυτού θέλω να δώσω έστω και εις πολύ παρωχημένον χρόνον, αλλά ως καταστάλαγμα της τελείας αγνοίας της ελληνικής εν τη διασπορά δυνάμεως του έθνους. Ακούσατε: Επί υπουργίας του αειμνήστου Αθαν. Ευταξία το 1909-1910 όντος υπουργού Οικονομίας, κατά την επαναστατικήν περίοδον του 1909-1910 ηθέλησε διά λόγους οικονομίας να καταργήση τα ελληνικά προξενεία της Ρωσίας, πλην της Πρεσβείας μας, διότι εν τη Βουλή διετυπώνετο τότε, ότι είναι τελείως άχρηστα, καθόσον εις την Ρωσίαν διέμενον μόνον 5.000 Έλληνες. Ήμουν φοιτητής πρωτοετής και εκαθόμουνα εις το θεωρείον της Βουλής. Παρ’ ολίγον το νομοσχέδιον θα εγίνετο δεκτόν εφόσον ο υπουργός διαβεβαίωνε την τότε βουλήν περί του ελαχίστου αυτού αριθμού των Ελλήνων. Κατάπληκτος ήκουον αλλά δεν ηδυνάμην να διαμαρτυρηθώ από το θεωρείον, εδέησε όμως ο αείμνηστος Παπαμιχαλόπουλος, όστις περιοδεύον τον πόντον, έφθασε εις Καύκασον μέχρι του Κάρς, να ανέλθη εις το βήμα και λαβών το λόγον να διαμαρτυρηθή αναφωνών: «Τι πράττετε κύριε υπουργέ!… Ο ελληνισμός του Καυκάσου και μόνον δηλαδή της περιοχής της Κάρς, ανέρχεται εις 40.000 Έλληνας». Και εματαιώθη η ψήφισις του Νομοσχεδίου εκείνου, περί καταργήσεως των Ελληνικών προξενείων εν Ρωσία. Και τώρα, επί τον ποταμόν Βόλγα καθήμενοι οι εξόριστοι μας αδελφοί, κλαίουν απαρηγόρητοι, οραματιζόμενοι τη μητέρα Ελλάδα, τους αδελφούς τους ευτυχήσαντας να διαφύγουν τας ταλαιπωρίας».
Σχόλια Facebook