Η Φορολογική αλήθεια των ομογενών

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Η κατάθεση του φορολογικού νομοσχεδίου, το βράδυ της Πέμπτης, στη Βουλή, δίνει την ευκαιρία στην κυβέρνηση, αλλά και σε όλα τα κόμματα, να ξαναδούν το ζήτημα της φορολόγησης των Ομογενών.

Ήδη το ΣΑΕ, με επιστολή της Γραμματέως Δρ. Όλγας Σαραντοπούλου, προς το Υπουργείο Οικονομικών και κοινοποίηση στον Πρωθυπουργό και σε άλλους αρμόδιους παράγοντες, θέτει το θέμα της δίκαιης φορολόγησης των Αποδήμων Ελλήνων.

Η Βουλή, που θα κληθεί να ψηφίσει το νομοσχέδιο, θα έχει την ευχέρεια να σταθμίσει όλες τις παραμέτρους του ζητήματος αυτού. Να δει την φορολογική αλήθεια των ομογενών.

Διότι οι εκδοχές είναι πολλές και είναι και αποφασιστικής σημασίας. Εξάλλου, κρίσιμες είναι και οι περιστάσεις. Εδώ και στο εξωτερικό. Έχει σημασία, πρωτού ληφθούν αποφάσεις, να προηγηθεί η γνώση.  Άνευ αυτής και οι καλύτερες των προθέσεων ναυαγούν στα ρηχά νερά…

Δεν μιλάμε για το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να πληρώνουν φόρους οι ομογενείς. Αυτό είναι αυτονόητο. Οι έχοντες και κατέχοντες ακίνητη περιουσία ή άλλα εισοδήματα στην Ελλάδα, ομογενείς, ασφαλώς πρέπει να καταβάλουν τους φόρους που τους αναλογούν, τηρουμένων των αρχών της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας.

Το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μας, είναι η εθνική πολιτική που καθορίζει τις αποφάσεις και για την φορολογία των ομογενών.  Ένα είδος οικονομικής διπλωματίας; Που περνάει, όμως, μέσα και από τις Συμπληγάδες της Ευρωπαϊκής άποψης περί δυσμενούς διάκρισης και ίσων ευκαιριών. Με απλά λόγια, μιλάμε για τον τρόπο που επιλέγει το μητροπολιτικό κέντρο να προσεγγίζει την Ομογένεια.  Τι ακριβώς περιμένει από αυτήν; Πού ελπίζει και σε τι αποβλέπει, για το γενικότερο, φυσικά, καλό του ελληνισμού;

Η επιπόλαια προσέγγιση του θέματος εκ μέρους κάποιων συμβούλων, μακριά από τους φυσικούς γνώστες του αντικειμένου, με το οποίο εντούτοις χρόνια ασχολούνται ως η κατ εξοχήν φορολογική αρχή (!) η επιδερμική θεώρηση εκ του μακρόθεν και η σύντομη περιηγητική ματιά, δεν είναι η σύγχρονη  απάντηση στο παλιό πρόβλημα.

Οι στόχοι, οι επιδιώξεις και οι δυνατότητες. Ο σχεδιασμός και η μακροπρόθεση πρόβλεψη. Η επιτυχής άσκηση επιρροής που περνάει και μέσα από την κρισάρα της οικονομικής ευρωστίας της παροικίας. Αυτή θα ήταν μία ορθολογιστική προσέγγιση. Να την περιμένουμε;

Η προβολή, η αναγνώριση και η καταξίωση, η ανέλιξη και η κατάκτηση έρχονται με τον καιρό, με κόπο και με ιδρώτα. μην το ξεχνάμε αυτό… Και δεν θα κουραστούμε να το γράφουμε: Όλοι οι ομογενείς δεν είναι πλούσιοι…

Σε όλα αυτά τα ζητήματα, η απάντηση όφειλε να έχει δοθεί προ πολλού και η εθνική στρατηγική και στο ζήτημα αυτό, να είναι σήμερα σύνηθες και αμετακίνητο  παρελκόμενο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας…

Η σημαντικότερη, μέχρι σήμερα, προσπάθεια για τη χάραξη μιάς εθνικής στρατηγικής για τον Απόδημο Ελληνισμό, εκδηλώθηκε το 1974,  από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση και τον ίδιο τον Κων. Καραμανλή. Δυστυχώς προσέκρουσε στην άποψη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιακώβου (του τελευταίου της κραταιάς, τότε, Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής) σύμφωνα με την οποία «και το τελευταίο σέντς των ομογενών ανήκει εις την Εκκλησία τους».

Η άποψη αυτή απέτρεψε τη δημιουργία προϋποθέσεων οικονομικής συνεργασίας της ομογένειας με τη γενέτειρα με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού με εγγυημένο επιτόκιο και συγκεκριμένη διάρκεια. Που θα απέφερε -τότε-  οικονομικό, εθνικό και συναισθηματικό κέρδος.

Μία άλλη άποψη, υπουργού της κυβερνησέως Ανδρέα Παπανδρέου, τη φορά αυτή, ότι η Ελλάδα, ενόψει (εκείνο τον καιρό) και της εισόδου της στην νομισματική ένωση,  δεν είχε πλέον ανάγκη από συνάλλαγμα, οδήγησε στην κατάργηση του αφορολόγητου στην μεταβίβαση ακινήτων που αγόραζαν ομογενείς  με εισαγωγή συναλάγματος.

Δυστυχώς, η εκατέρωθεν κοντόφθαλμη πολιτική, των ετών εκείνων, συνέτεινε στην αποτροπή μεταφοράς περαιτέρω ομογενειακών κεφαλαίων στη γενέτειρα.

Κάτι παρόμοιο εγκυμονείται κίνδυνος να συμβεί  και τώρα, εάν υιοθετηθούν μέτρα είτε που κάνουν δύσκολη τη ζωή των ομογενών, όπως είναι το «Πιστοποιητικό Φορολογικής Κατοικίας», είτε όταν καλούνται να πληρώσουν φόρο για εισοδήματα που ήδη έχουν φορολογηθεί στο εξωτερικό.

Σε κάθε περίπτωση το όλο ζήτημα αξίζει μιάς προσεκτικής προσέγγισης και μιας, με ανοικτούς πόρους, διερεύνησης των συνθηκών και των πραγματικών γεγονότων, έξω από το στενόκαρδο πλαίσιο της κρίσης.

Από την άλλη πλευρά, είναι κρίμα που το ΣΑΕ περίμενε να φθάσει εδώ όπου σήμερα βρίσκεται,  για να καταδεχθεί να υιοθετήσει πρωτοβουλία μέλους του προεδρείου και να εγείρει φωνή σε ένα ¨καυτό” θέμα της ομογένειας δικαιολογώντας, έτσι, τον “διεκδικητικό” του χαρακτήρα. Κάτι που έχει εξαλειφθεί από το  νομοσχέδιο για το νέο ΣΑΕ και που ελπίζουμε ότι, τελικά, στη διαβούλευση, θα επανανέλθει.