90 χρόνια ελληνικής ελίτ [1922-2012]
Aπό το μέλλον, το παρελθόν φαντάζει πάντοτε καλύτερο. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής έχει ξεχαστεί, οι συνέπειες των αποφάσεων έχουνκατασταλάξει, η ετυμηγορία της Ιστορίας έχει ξεκαθαρίσει – μέχρι την αναθεώρησή της. Οι λεπτομέρειες στις φωτογραφίες μπορεί να είναι λιγότερες στην προ-ψηφιακή εποχή και τα ονόματα να έχουν λειανθεί από την πατίνα του χρόνου, μια πιο προσεκτική ματιά όμως μπορεί σήμερα να διακρίνει καθαρότερα εντάσεις και υφέσεις, ρήξεις και συνέχειες. Πώς διαφοροποιήθηκαν και πόσο άλλαξαν οι ελληνικές ηγεσίες σε έναν σχεδόν αιώνα Ιστορίας; Από πού ξεκίνησαν και πώς κατέληξαν; Ποιες αναδύθηκαν και ποιες κατέρρευσαν; Ποιο είναι το νήμα που συνδέει τους επιγόνους της Μεταπολίτευσης με την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου;
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (1922 – 1945)
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλασικός εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού αστικού φιλελευθερισμού από τις πολιτικοοικονομικές του απόψεις ως το μπαστούνι και το ημίψηλο, είναι ο άνθρωπος που επισκιάζει την εποχή. Ολα γυρίζουν γύρω του, περισσότερο από κάθε άλλον ηγέτη σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορικής πορείας του ελληνικού κράτους – μια παράταξη δεν βρίσκει για 20 χρόνια άλλον χαρακτηρισμό αυτοπροσδιορισμού από το «αντιβενιζελική». Οι ηγέτες της στηρίζονται αρχικά στο κύρος του βασιλιά: ο Κωνσταντίνος Α’, γιος του Γεωργίου Α’, ενός μονάρχη που βασίλευσε 50 χρόνια με επιτυχίες και αποτυχίες, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής όταν ανεβαίνει στον θρόνο το 1913. Η σύγκρουσή του με τον Πρωθυπουργό, η οποία θα οδηγήσει στον Διχασμό της χώρας, αφορά τόσο δύο ισχυρές προσωπικότητες όσο και τον διεθνή προσανατολισμό του κράτους. Ο Βενιζέλος υπερισχύει φέρνοντας την Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων το 1917 και έκτοτε φθείρεται μόνο από τα δικά του λάθη: ο βασικός του αντίπαλος από το 1926 ως το 1936, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης, περιγράφεται από τη φιλική του «Βραδυνή» ως «απλός, αθόρυβος και ανεπιτήδευτος» – με άλλα λόγια κάθε άλλο παρά χαρισματικός.
Η εποχή μπορεί να μην έχει χαρισματικούς ηγέτες (και να χάνει τον μοναδικό της στο πρόσωπο του Βενιζέλου με τον θάνατό του, το 1936), διαθέτει όμως χαρισματικούς στρατιωτικούς. Μια δεκαετία πολεμικών κινητοποιήσεων, από τους Βαλκανικούς Πολέμους ως τη Μικρασιατική Εκστρατεία, έχει παραγάγει ανθρώπους εξασκημένους στην τέχνη του πολέμου, ικανούς στον χειρισμό των πολιτικών και στην πραγματοποίηση κινημάτων: Νικόλαος Πλαστήρας, πρωτεργάτης της επανάστασης του 1922 που ανατρέπει την κυβέρνηση και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, πρωθυπουργός την περίοδο 1950-1951, Θεόδωρος Πάγκαλος, πραξικοπηματικός πρωθυπουργός το 1925, Γεώργιος Κονδύλης, επίσης κινηματίας και πρόεδρος της κυβέρνησης το 1926, Ιωάννης Μεταξάς, πρωθυπουργός και δικτάτορας από το 1936. Η μετατροπή όλων σε πολιτικούς δεν σημαίνει πολλά: όλοι διατηρούν τις επαφές τους στο στράτευμα και μπορούν ανά πάσα στιγμή να το χρησιμοποιήσουν. Μια «δημοκρατία των στρατηγών», κινημάτων και αντικινημάτων, με μόνο σταθερό πολιτικό διάλειμμα την τελευταία βενιζελική τετραετία (1928-1932), βρίσκει εύφορο ιδεολογικό έδαφος στην αντιμετώπιση του κομμουνισμού – μιας εναλλακτικής προς τα αστικά κόμματα πολιτικής ηγεσίας που κάνει την εμφάνισή της στον Μεσοπόλεμο.
Σε ένα τέτοιο άστατο πολιτικό κλίμα υπάρχει χώρος για νέες φωνές; Αν μη τι άλλο, η εποχή παράγει πνευματικούς ανθρώπους. Η «γενιά του ’30» δίνει ονόματα του βεληνεκούς των Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Στρατή Μυριβήλη, Γιώργου Θεοτοκά, Μ. Καραγάτση – και σε μια παράλληλη ιεραρχία διανοούμενους που αργά ή γρήγορα θα περάσουν στην πολιτική, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανατρέπει σχεδόν τα πάντα, αλλά όχι αυτό. Οταν το 1943 ένας ποιητής του ύψους του Αγγελου Σικελιανού δηλώνει στην κηδεία του Κωστή Παλαμά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» επικαλείται τον εκλιπόντα ως σύμβολο εθνικής ενότητας εν μέσω Κατοχής, αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνει τον ρόλο του λογοτέχνη ως ερείσματος της κοινωνίας.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ (1945 – 1974)
«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», γράφει ο διπλωμάτης ποιητής Γιώργος Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό», περιμένοντας την αναχώρηση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου από την Ιταλία για την Ελλάδα στις αρχές Οκτωβρίου 1944. Μετά την ευφορία της απελευθέρωσης, ακολουθούν οι διόλου ηρωικές, σκοτεινές μέρες των ηγεσιών: όπως επισημαίνει ο ιστορικός Σωτήρης Ριζάς στο έργο του «Από την Απελευθέρωση στον Εμφύλιο» (εκδ. Καστανιώτη), η Δεξιά επιδιώκει την πόλωση, η Αριστερά τη στρατηγική της εξουσίας, το Κέντρο αναλώνεται σε προσωπικές διαμάχες. Ετσι, η διολίσθηση στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο έρχεται με την άσκηση της πολιτικής όχι ως τέχνης του συμβιβασμού αλλά ως τεχνικής ρήξης. Μεταξύ Ψυχρού Πολέμου, της παρέμβασης των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή και των προσωπικών διενέξεων που κουβαλά από το παρελθόν η ελίτ της περιόδου, αυτό που απουσιάζει χαρακτηριστικά είναι το κοινό όραμα: Αλέξανδρος Παπάγος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Παπανδρέου, Σοφοκλής Βενιζέλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ηλίας Ηλιού δίνουν την εικόνα μιας διαιρεμένης πολιτικής τάξης. Θα χρειαστεί η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 για να συμπέσουν όλες οι ελληνικές παρατάξεις στην αναζήτηση του στόχου μιας υγιούς δημοκρατίας. Στο ενδιάμεσο, μια οπερετική χούντα λανσάρει ως σύμβολα εξουσίας τον φοίνικα, το μυστρί και τα μαύρα γυαλιά, ενώ οι στρατιωτικές στολές εκτοπίζουν τα φράκα.
Δεν είναι περίεργο που σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι καλλιτέχνες υπερτερούν σε διακρίσεις των πολιτικών. Ο Μάνος Χατζιδάκις κερδίζει το Οσκαρ το 1963 για «Τα παιδιά του Πειραιά» και ανεβάζει το «Ποτέ την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ μαζί με τους Ζυλ Ντασσέν και Μελίνα Μερκούρη το 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει διάσημο τον χορό του Αντονι Κουίν στον «Αλέξη Ζορμπά» το 1964, ο Γιώργος Σεφέρης τιμάται με το βραβείο Νομπέλ το 1963. Ονόματα ήδη πολυσυζητημένα στην Ελλάδα, τα οποία διά του διεθνούς κύρους τους γίνονται ακόμη σημαντικότερα: σχεδόν 50 χρόνια μετά, ο Μίκης Θεοδωράκης ασκεί ακόμη επίδραση στην κοινωνία με τις θέσεις του.
Κοιτώντας την από την απόσταση του μισού αυτού αιώνα, η εποχή μοιάζει εξαιρετικά δημιουργική: είναι η «Εποχή της όρεξης», όπως εύστοχα τη χαρακτηρίζει στο ομώνυμο πρόσφατο βιβλίο του ο Βασίλης Καραποστόλης. Η «χρυσή εποχή» της βιομηχανίας στην Ελλάδα ταυτίζεται με τα χρόνια των δεκαετιών του 50 και του 60. Μονάδες οικοδομούνται, υποδομές δημιουργούνται, η οικονομία «απογειώνεται» – αν και η προϊούσα ανάπτυξη οφείλεται περισσότερο στην προηγούμενη καθυστέρηση ή τις ζημιές που συσσώρευσαν Κατοχή και Εμφύλιος. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Σταύρος Νιάρχος, ο Τομ Πάπας περνούν με άνεση από τις οικονομικές στις κοσμικές στήλες του Τύπου. Ιχνη ενός πρώιμου λάιφσταϊλ; Περισσότερο μια διάθεση προβολής του υποδείγματος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, όπως στις χώρες-πρότυπα της Δύσης. Στη δεκαετία του 70 αυτό καταρρέει – και μάλλον απότομα. Κάποιοι, όπως ο Τομ Πάπας, στιγματίζονται για τις διασυνδέσεις τους με τη χούντα, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να διευρύνουν την ισχύ τους. Άλλοι, όπως οι παράγοντες της ελληνικής ναυτιλίας που αποτελεί την αιχμή της βιομηχανίας της χώρας, πλήττονται από τη διεθνή συγκυρία: η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας για μία δεκαετία προσγειώνουν απότομα πολλούς. Το όνειρο του «έλληνα μεγιστάνα» παύει να συγκινεί ως επιθυμητό πρότυπο. Η Ελλάδα επιστρέφει στο μετριοπαθές όραμα του μικρομεσαίου.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΩΣΑΪΚΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ (1974 – 2012)
Ο ρόλος των ηγεσιών στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρξε πολύ πιο διαφοροποιημένος. Διερμηνείς του κοινού αισθήματος δεν ήταν πια μόνον οι πολιτικοί. Αντίθετα, μετά την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά ξεκίνησε μια πτωτική πορεία της δημοτικότητάς τους, παράλληλη με την καχυποψία σε βάρος της επιχειρηματικής τάξης: τις δραστηριότητες εφοπλιστών, τραπεζιτών, κατασκευαστών, θα συνοδεύουν κατά καιρούς φήμες για «ευνοϊκές ρυθμίσεις». Αν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι διανοούμενοι, με τη μορφή του Γιώργου Σεφέρη και της δήλωσής του κατά της δικτατορίας το 1971, ή του Μίκη Θεοδωράκη και της μουσικής του, εξέφραζαν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης βγαίνοντας μπροστά από αυτήν, στην εποχή των μέσων μαζικής επικοινωνίας η πρωτοπορία μπορούσε να έρθει από χαμηλότερα. To «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» της Βούλας Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης το 1992, οι κοινωνικοί φορείς που διέφυγαν των κομμάτων την ίδια περίοδο πρωτοστατώντας στο Μακεδονικό ή οι bloggers των χιλιάδων followers της επόμενης δεκαετίας αποτέλεσαν τεκμήρια μιας μεταβολής των προτεραιοτήτων όσον αφορά το εύρος των φωνών που ακούγονταν. Επαναφέροντας την Εκκλησία στο προσκήνιο, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε μόνο ο επιφανέστερος όσων διεκδίκησαν τον λόγο της αυθεντίας από τους πολιτικούς: στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπό προϋποθέσεις, ένας αθλητής, ένας παρουσιαστής, ένα μοντέλο, διεκδικούσαν επί ίσοις όροις την προσοχή του κοινού. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Κώστα Σημίτη, ο οποίος μπορεί να διέθετε ως προνομιακούς συνομιλητές έναν μετέπειτα γνωστό λογοτέχνη, όπως ο Νίκος Θέμελης, ή έναν εξέχοντα διανοητή, όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, αλλά αυτό δεν προσέθετε κάτι στο προφίλ του όπως θα συνέβαινε παλαιότερα. Το «κύρος» του κορυφαίου κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ δεν αποδιδόταν πια απαραίτητα σε όσους θεσμούς παραδοσιακά το ενσάρκωναν ούτε εξαντλούνταν σε αυτούς.
Οχι ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν προσπάθησαν να συμβαδίσουν με τα νέα δεδομένα. Μια αβασίλευτη δημοκρατία δεν ισοδυναμεί με μια βασιλευόμενη, γι’ αυτό και δεν είναι διόλου τυχαία η απουσία του φράκου ως επίσημου κυβερνητικού ενδύματος μετά το 1974. Το ζιβάγκο του Ανδρέα Παπανδρέου, ως στυλ και σύμβολο, είναι το διασημότερο δείγμα της διάθεσης να απομακρυνθεί η σοβαροφάνεια, να λείψει η αίσθηση των μεταπολεμικών δεκαετιών ότι οι κυβερνώντες αποτελούν ελίτ. Οταν με τον καιρό το ηγετικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης θα φθαρεί ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση, θα έρθει η ώρα του Αλέξη Τσίπρα να πετάξει τη γραβάτα, εντός και εκτός Βουλής: δεν είναι ότι τον στενεύει ο κόμπος, είναι η ίδια ανάγκη να τονίσει ότι το μέσον είναι το μήνυμα – της διαφοράς από τους προηγούμενους. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω πρέπει να δει κανείς και το άνοιγμα στα λεγόμενα «νέα πρόσωπα», που έκανε βουλευτή τον Γιώργο Ανατολάκη και έχρισε υποψήφια την Εφη Σαρρή: μια κίνηση προκειμένου να πείσει η ηγεσία τον λαό ότι συμμερίζεται τα ενδιαφέροντά του – γιατί, ως γνωστόν, ο λαός τραγούδι θέλει.
Πριν από την εποχή των «επιγόνων», Κώστα Καραμανλή και Γιώργου Παπανδρέου, η πολιτική ηγεσία της Μεταπολίτευσης μπορούσε να επαίρεται για τα σημαντικότερα επιτεύγματα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας και η πνευματική να την εγκαλεί για θεσμικές ελλείψεις ή κοινωνικές υστερήσεις που θεωρούνταν συμπληρώσεις, όχι βασικές αδυναμίες: δεν έχει περάσει δεκαετία από την εποχή κατά την οποία επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης ήταν η «σύγκλιση» με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε στο ενεργητικό του την ένταξη στην ΕΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου την εξασφάλιση των πακέτων ενίσχυσης, ο Κώστας Σημίτης την είσοδο στο ευρώ. Γράφοντας το 2005 την «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας), ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής μπορούσε να επαινεί τους έλληνες ηγέτες του 20ού αιώνα ότι σε κάθε κρίση είχαν κάνει την ορθή, όπως προέκυπτε εκ των υστέρων, επιλογή: το στρατόπεδο των νικητών σε δύο παγκοσμίους πολέμους, την αποφυγή της μετατροπής της χώρας σε «λαϊκή δημοκρατία» (αν και έπειτα από έναν αιματηρό Εμφύλιο και περιθωριοποίηση τμήματος της ελληνικής κοινωνίας), την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στη μεταολυμπιακή Ελλάδα, οι πενηντάρηδες κληρονόμοι των κυρίαρχων πολιτικών δυναστειών θα κόμιζαν τον οριστικό εκσυγχρονισμό, όπως τον αντιλαμβανόταν ο καθένας – είτε ως «επανίδρυση του κράτους» είτε ως «πράσινη ανάπτυξη». Η ολοκληρωτική αποτυχία τους και η επιστροφή από το πουθενά του Αντώνη Σαμαρά μπορεί να διαβαστεί είτε ως ειρωνεία της τύχης είτε ως ειρωνεία της Ιστορίας: το βέβαιο είναι ότι σήμερα η ανάπτυξη αγνοείται σε κάθε χρώμα, το κράτος αναζητεί επαναθεμελίωση και οι πολιτικές ηγεσίες ένα κάποιο αύριο.
Neoskosmos.gr
Σχόλια Facebook