«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 61ο

 

 

VII. Η Εθνική κρίσις

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ

 

Το γράμμα του Μακαρίου.— Και η απάντησις των Αθηνών.— Η αγωνία των Ελλήνων.— Του Βασιλέως και του Καραμανλή.— Η συγκίνησις του Ελληνισμού του Λονδίνου.— Κανείς δεν επερίμενε τις εξελίξεις… — Ό Σαμψών ανέτρεψε… το καθεστώς. — Αισθή­ματα ανησυχίας, πατριωτικής εξάρσεως, φυλετικής πίστεως και οργής.— Μετά την περιπέτεια, χρειάζεται ψυχραιμία, αυτοσυγκέντρωσις και ενότης.

 

Του Διευθυντού μας κ. Μπάμπη Μαρκέτου

 

«Υπάρχουν εις τήν ζωήν των εθνών κρίσεις, αι οποίαι δύ­νανται να μεταβληθούν εις αφετηρίαν εθνικής αναγεννή­σεως και ενός καλυτέρου μέλλοντος».

 

Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

 

         ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974

 

ΛΟΝΔίΝΟΝ (Τετάρτη 24 Ιου­λίου), ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΣ. – Πόσο ραγδαία εξελίχθηκαν τα γεγονό­τα… Άρχισαν με το γράμμα του Μακαρίου. Σ’ αυτό έβλεπε κανείς τον νέο κίνδυνο. Ο Πρόεδρος της Κύπρου εδήλωνε προς τον Στρατηγό Γκιζίκη πως δεν ήταν κανένας διωρισμένος Νομάρχης από το κα­θεστώς των Αθηνών, δια να δέχε­ται από αυτό την κακομεταχείρισί του. Και οτι έπρεπε να φύγουν οι ‘Ελληνες αξιωματικοί της Εθνο­φρουράς. Ότι αισθάνεται ότι η ζωή του κινδύνευε συνεχώς από τις διάφορες σκοτεινές δυνάμεις του καθεστώτος. Ότι δεν επρόκειτο να αλλάξη γνώμη επί των όσων έγραφε, Και, τέλος, ότι το κείμενο της επιστολής του δεν ήταν απόρ­ρητο. Το Στρατιωτικό καθεστώς δεν το έδωσε, βέβαια, στη δημοσι­ότητα. Το έδωσε, όμως, ο Μακά­ριος στην Κύπρο. Το κείμενο του Προέδρου έπεσε και στα δικά μας χέρια,   στην  Ελλάδα,  πριν   κατασχεθούν, καθώς έφθασαν, τα Κυ­πριακά φύλλα. Το στείλαμε, αμέ­σως, και δημοσιεύθηκε στον «Ε­θνικό Κήρυκα», της11ης και  12Ης Ιουλίου.

 

 

 

Στο γράμμα έβλεπε κανείς τον νέο κίνδυνο. Τι θα έκαναν οι στρατιωτικοί μπροστά στην πελώρια πρόκλησι του Μακαρίου; Πνεύμα συνεργασίας δεν υπήρχε πλέον. Τα περιθώρια είχαν εξαντληθή. Δημοσιεύθηκε τότε στον Αθηναϊκό Τύ­πο ότι ο Πρεσβευτής κ. Λαγάκος μετέφερε την απάντησι του Στρατηγού Γκιζίκη στον Μακάριο. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι ο Στρατηγός Γκιζίκης ποτέ δεν έστειλε γραπτή απάντησι. Ο κ. Λαγάκος με τα ταξίδια του μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου μετέφερε, απλώς, προφορικά μηνύματα των δύο πλευρών στο διάστημα που α­κολούθησε, μέχρι την ώρα που το Ελληνικό “Εθνος και η παγκό­σμια   κοινή   γνώμη   επληροφορούντο με αίσθημα καταπλήξεως, ορ­γής και οδύνης, την πραγματική απάντησι του στρατιωτικού καθε­στώτος στο γράμμα του Μακα­ρίου. Την μοιραία απάντησι.

 

Στη λογική σκέψι, η επιστολή του Μακαρίου δημιουργούσε ένα κλίμα ανησυχίας και εντάσεως, αλλά δεν επέτρεπε στη φαντασία να φθάση εκεί όπου το στενό μι­λιταριστικό πνεύμα και η ψυχολο­γία της κατατροπώσεως παντός αντιφρονούντος, έφερε τα πρά­γματα. Στην εσχάτη, δηλαδή, λύσι: Την διαγραφή, την ανατροπή και την δολοφονία του αντιφρο­νούντος.

 

 

 

“Οταν φθάσουν τά γεγονότα εκεί, στο εθνικό έγκλημα, την ανοησία, το πελώριο σφάλμα, την άσκησι αυτής της βίας, της ωμής και της απάνθρωπης, εκείνης που προδίδει και σύγχυσι και έλλειψι παντός δισταγμού, τότε, για να επιτελέση κανείς το καθήκον του, στο δικό του χώρο, εκεί όπου κα­λείται από τις ανάγκες της δικής του αποστολής, μπροστά στον νε­ώτερο κίνδυνο που έδειχνε ότι μπορεί να οδηγήση σε εθνική συμφο­ρά, σπεύδει να φθάση στο πόστο της δικής του, διαφορετικής — της ανεμπόδιστης δραστηριότητος.

 

Υπ’ αυτό το πνεύμα, βρεθήκα­με, από την Αθήνα, στο Λονδίνο, την Πέμπτη της περασμένης εβδο­μάδος. Το αεροπλάνο μας ήτανε από τα τελευταία που σηκώθηκαν για το εξωτερικό. Στο Λονδίνο πε­ράσαμε τις ημέρες των τραγικών γεγονότων. Την αγωνία του κακού που περιτριγύριζε την πατρίδα μας. Εκείνη την αγωνία που ο ένας Έλληνας μετέδιδε στον άλλο καθώς μιλούσε, καθώς την έβλεπε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, σ’ όλη του την έκφρασι, στα μάτια που ήταν κόκκινα από την αγρυπνία, στη νευρικότητα της ώ­ρας της  προσκολλήσεως  στο  ένα και στο άλλο ραδιόφωνο, στις συσκευές της τηλεοράσεως, στα τηλεφωνικά ακουστικά, στις εφη­μερίδες. Την αγωνία και την κα­κουχία όλων των απλών ανθρώ­πων και όλων των παραγόντων. Του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που η φωνή του στο τηλέφωνο ήταν γε­μάτη από πόνο και από έναν παλ­μό άγχους μαζί και διαμαρτυρίας, καθώς διαφαινόταν η αρετή της ψυχραιμίας και της αυτοσυγκεντρώσεως.

 

Την αγωνία, τέλος, ολοκλήρου του Ελληνικού Λονδίνου και του Παρισιού, ατό την Πέμπτη κιόλας, και ύστερα την Παρασκευή, όλη την ήμερα και όλη την νύχτα, κά­θε ώρα και κάθε λεπτό, όταν οι Τούρκοι ανοίχθηκαν με την αρμά5α τους για να φθάσουν στην Κύ­προ, στο πλαίσιο των διακηρύξεων του Ετζεβίτ, που ήταν… φιλικώτατα αδιάλλακτος, που ήθελε να λάβη τις «απαιτούμενες προφυλά­ξεις», που ήταν ένας Ανατολίτης πονηρός και ακάθαρτος, πολεμι­κός και ειρηνόφιλος, ευγενικός και βάρβαρος, ένας γενναίος άναν­δρος που θέλησε να επωφεληθή της δύσκολης στιγμής, της μεγάλης δοκιμασίας του Ελληνικού Έ­θνους. Την Πέμπτη και την Παρα­σκευή, και περισσότερο το Σάββατο και την Κυριακή, η αγωνία και η έξαψι είχαν φθάσει στο κα­τακόρυφο. Και το Ελληνικό Λον­δίνο και το Παρίσι είχαν αναστατωθή.

 

 

 

Ραγδαία η εξέλιξι των γεγονό­των… Αστραπιαίο, μας έλεγαν, υπήρξε το πραξικόπημα των Α­θηνών του 1967. Μέσα σε λίγες ώ­ρες ώρθωσαν το ανάστημα τους οι πραξικοπηματίας Και κυριάρχη­σαν. Ύστερα από 7 χρόνια και 93 μέρες έπεσαν, όπως ήλθαν, μέσα σε λίγες ώρες. Και αιφνιδίασαν καθώς, την ύστάτη στιγμή, οι διά­δοχοι της πρώτης  ομάδος  υπέκυψαν στο θέλημα της εθνικής επιταγής.

 

Ούτε ο Καραμανλής, ούτε κανείς άλλος στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ούτε στην Αμερική, περίμενε αυτό που έγι­νε, όπως έγινε, άλλο τόσο αναίμα­κτα, χωρίς το κακό να φθάση στο χειρότερο, στον κίνδυνο εκείνο πού θα λάβαινε μορφή ανεπανόρθωτης, πλέον, εθνικής συμφοράς.

 

 

 

Ήλθε ο Σαμψών για να. . . ανατρέψη το στρατιωτικό καθε­στώς. Η εκλογή του για το εθνικό έγκλημα κατέβασε στο επίπεδο του την υπόστασι του στρατιωτικού καθεστώτος. Το απεγύμνωσε. Το έσυρε στη γωνία της απόλυτης α­πομόνωσης. Το εφυλάκισε. Το τοποθέτησε στο περιθώριο της πλή­ρους αδυναμίας. Και οι στρατηγοί από εκεί, επί τέλους, ανένηψαν. Αντέδρασαν, επροβληματίστηκαν, επανέκτησαν τη συνείδησι του μέ­τρου, του χρέους και του εφικτού, όπως το έβλεπαν οι άλλοι και όχι όπως το έβλεπαν εκείνοι. Ο Σαμ­ψών, λοιπόν, ανέτρεψε τό στρατιω­τικό καθεστώς. . .

 

Οι Τούρκοι εκινήθηκαν με του Σαμψών την σημαία. Την σημαία, δηλαδή, του σφάλματος που αντι­προσώπευε και που έδειχνε ότι προσέφερε στους Τούρκους την ευ­καιρία της άνανδρης πολεμικής εισβολής στο ιερό Ελληνικό Κυ­πριακό έδαφος. Ο Σαμψών, χωρίς να το θέλη, χωρίς και να το γνωρίζη, αντιπροσώπευε κατάστασι που ήταν μοιραίο να στραφή εναν­τίον εκείνων που θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν. Δεν έφταιγε ο ί­διος. Του εζήτησαν να πράξη ό,τι έπραξε. Ανέλαβε την εκτέλεσι του ολέθριου σχεδίου που άλλοι είχον προετοιμάσει. Τελικά, άνοιξε την πόρτα του Φρενοκομείου από το οποίο για 7.1/2 σχεδόν χρόνια κυβερνούσε την Ελλάδα η Στρατιωτική Δικτατορία

 

Πάντα υπήρχε και θα υπάρχη το πρόβλημα όχι πώς θα μπη κα­νείς στο χώρο μιας δικτατορίας, αλλά το πώς θα εξέλθη από αυτόν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου το είχε διακηρύξει.  Και  είχε τόσο  δίκηο!

 

Μα ήλθε ο Σαμψών, το σφάλμα, με άλλες λέξεις, που αντιπροσώ­πευε, και έφερε τους Τούρκους. Αυτούς, τους περισσότερους Τούρ­κους, που τώρα καταπατούν τον Κυπριακό χώρο. Αυτό υπήρξε το μεγάλο τίμημα!

 

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο Καραμανλής εις το Λονδίνο και το Παρίσι, δεν ήθελαν να πιστέ­ψουν ότι την χθεσινή Τρίτη θα αυτοδιελύετο το στρατιωτικό καθε­στώς. Είχαν πικρή πείρα. Την περασμένη Πέμπτη και την Παρα­σκευή, το Σάββατο, την Κυριακή και την Δευτέρα, ήταν κατηφείς και ανήσυχοι. Η ανακωχή της Δευτέρας τους είχε αφαιρέσει ένα μέρος από την αγωνία των προ­ηγουμένων ήμερων. Είχε ξεπερασθή το χειρότερο. Είχε κάπως εκτονωθή το αποπνικτικόν κλίμα του Σαββάτου και της Κυριακής, όταν η κρίσις είχεν αποκορυφωθή.

 

 

 

Οι Κύπριοι του Λονδίνου είχαν ξεσηκωθή. Οι νεώτεροι εξ αυτών ζητούσαν να φθάσουν στην Κύπρο για να πολεμήσουν τους Τούρ­κους. Ένα αεροπλάνο με 150 εθε­λοντές έφυγε για την Κύπρο την Κυριακή.

 

Τις πρωινές ώρες της Κυριακής σ’ όλες τις 17 Ελληνορθόδοξες εκκλησίες του Λονδίνου, ο κόσμος προσευχήθηκε με κατάνυξι. Για να σταματήση το κακό. Για να νική­σουν οι μαχόμενοι Κύπριοι τους Τούρκους. Γιά να μη υποστή μεγα­λύτερα πλήγματα το Ελληνικό “Εθνος. Γιά να φύγη το στρατιωτικό καθεστώς.

 

Το απόγευμα του Σαββάτου και την Κυριακή, με τις σημαίες και   τά   λάβαρα   των   Σωματείων τους, οι Ελληνοκύπριοι του Λον­δίνου εξεδήλωσαν τις ανησυχίες τους και διεμαρτυρήθησαν με καλά οργανωμένες και πειθαρχημένες, όπως γίνεται στο Λονδίνο, διαδη­λώσεις. Και ήτανε, σαν “Ελληνες, μοιρασμένοι σε δύο παρατάξεις. Ήταν οι Μακαριακοί και οι πολύ λιγώτεροι, οι ελάχιστοι, αντιμακαριακοί. Δικαίωμά τους. Αναφαίρετο και δημοκρατικό.

 

Αλλά και στις Εκκλησίες και στις διαδηλώσεις και στη γνωστή γωνία τοϋ Χάϋντ Παρκ, ένα ήτα­νε το σύνθημα που κυριαρχούσε, που ξεχώριζε, επεσκίαζε τις δια­φορές και εδέσποζε διάπλατο και κατάφορτο από το αίσθημα και τον παλμό του τρισχιλιετούς Ελληνοκυπριακού θαύματος. Το σύνθημα να φύγη ο εισβολέας, να επιστρέψη στην Τουρκία του, να τιμωρηθή. Το ίδιο σύνθημα επικρατούσε και στις συνεντεύξεις που Ελληνο­κύπριοι και Έλληνες έδιναν στις ραδιοφωνικές εκπομπές και τα προγράμματα της Τηλεοράσεως.

 

 

 

Το Λονδίνο, όλες τις μέρες της αγωνίας, της οργής και της αγρυπνίας, ήτανε καθολικώτατα Ελληνικό. Και έλεγαν οι Άγγλοι ραδιοεκφωνητές του Λονδίνου και σχεδόν όλοι οι ανταποκριτές του Β.Β.C. από τh Λευκωσία, την Α­θήνα, την Ουάσιγκτον, την Βόννη κλπ., ότι ναι μεν οι Τούρκοι παρεβίασαν την υπόσχεσί τους για να φθάσουν στην πραγματικότητα της εισβολής, οι Έλληνες, όμως, έφε­ραν την αρχική ευθύνη γιατί εκεί­νοι ώργάνωσαν το έγκλημα εναν­τίον της Κύπρου και εκείνοι, οι Έλληνες, ανέτρεψαν το νομικό καθεστώς υπό το οποίον  ή Μεγα­λόνησος διατελούσε.

 

Παρά ταύτα, το Λονδίνο ήταν Ελληνικό. Κυριαρχούσε η άποψι ότι ή εισβολή ήταν αδικαιολόγητη. Ο Ετζεβίτ είχε εξαπατήσει όλες τις κυβερνήσεις του Δυτικού Συνασπισμού.   Άλλα   έλεγε   και   άλλα έπραττε. Εκινδύνευε η ειρήνη, η ύφεσις, το ΝΑΤΟ και ολόκληρο το οικοδόμημα που στηρίζει την ισορ­ροπία των δυο υπερδυνάμεων.

 

Σ’ ενα τόνο Ελληνικό, ένα αίσθημα ανησυχίας, αλλά και πατριωτικής εξάρσεως, ταραχής και φυλετικής πίστεως, οργής άλλα και αυτοσυγκεντρώσεως, γράφτηκε στο Λονδίνο ένα κομμά­τι των ημερών και των ωρών των δραματικών γεγονότων που, τελι­κώς, ώδήγησαν στον θρίαμβο της χθεσινής Τρίτης. Το ίδιο θα πρέπει να έγινε και παντού, όπου αλλού, υπήρξαν συγκεντρωμένοι “Ελλη­νες, όπως πολύ καλά γνωρίζομε οτι έγινε στη Νέα Υόρκη και παντού στις Ελληνοαμερικανικές παροικίες.

 

Υπάρχει, τώρα, ή ευχή όλων εκείνων που κινητοποιήθηκαν να μην ύπαρξη το κανένα χειρότερο. Κοντά στην ευχή υπάρχει και η δι­καιολογημένη περισσότερη προσ­δοκία του καλύτερου. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες, οι φυσικοί ηγέτες του λαού, θα αντεπεξέλθουν αν και ο λαός θα τους συνδράμη με την συμπαράστασί του γιά να φέρουν εις πέρας την μεγά­λη αποστολή που έχουν επωμισθή.

 

Χρειάζεται πάντοτε ή ψυχραι­μία και η αυτοσυγκέντρωσις. Μόνο με αυτή την προοπτική και αυτή την δέσμευσι, δικαιούμεθα να είμεθα αισιόδοξοι. Από το μεγάλο κακό αναμένομε το καλύτερο που τόσο μας χρειάζεται. Η ενότητα τοϋ λαού θα επιτρέψη να έλθουν γρηγορώτερα οι καρποί. Πέρασε το Έθνος μια κρίσι. Μια περιπέ­τεια. Βουτήχθηκε, πριν απ’ αυτή, στην αθλιότητα μιας μακρόχρονης εφιαλτικής «παρενθέσεως». Μα η μεγάλη κρίσις αποτελεί τώρα παρ­ελθόν. Από αυτήν θα αντλήσωμεν δυνάμεις γιά να αποδειχθή αυτό που είπε και ο Καραμανλής όταν, υστέρα από τόσα χρόνια, έφθασε στην αγαπημένη του Πατρίδα: «Υπάρχουν», είπε, «εις την ζωήν των Εθνών κρίσεις αι οποίαι δύνανται να μεταβληθούν εις αφετηρίαν εθνικής αναγεννήσεως και ενός καλυτέρου μέλλον.

ΑΥΡΙΟ, Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ