«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 51ο

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

 

“Ο Μαρκέτος που γνώρισα”

 

Του Χρήστου Μαλασπίνα

 

Η προσφορά της αγωνιστικής εφημερίδος και η ενεργητική, ομόθυμη και ανιδιοτελής συνεισφορά της Ομογένειας είχε τις ρίζες της πολύ βαθιά στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική καταστροφή, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ύστερα, στη γερμανική κατοχή μετά τον πόλεμο και στη διάρκεια του εμφυλίου σπαραγμού. Κρίκος, σύνδεσμος και σημαιοφόρος-υπερασπιστής των ελληνικών εθνικών δικαίων ο Ε.Κ. μαζί με την Ομογένεια, όλες τις φορές και σε κάθε περίπτωση ήταν εκεί στις επάλξεις για να προσφέρουν τη δική τους συμπαράσταση και βοήθεια.

Αξιομνημόνευτος είναι ο πραγματικός ξεσηκωμός του 1947, όπου οι ομογενείς έστειλαν και ξαναέστειλαν τρόφιμα, ρούχα και κάθε λογής άλλα αγαθά εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων για να επουλωθούν οι πληγές του ελληνισμού από τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο. Ύστερα η προσφορά για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα όπου, μάλιστα, διορίστηκε πρώτος διοικητής ο γιατρός Νικόλαος Μαυρής, ένας ομογενής που είχε ζήσει για πολλά χρόνια στην Νέα Υόρκη.

Και όταν ήλθαν τα καλύτερα χρόνια, η Ομογένεια με την έμπρακτη πάντα προτροπή του Ε.Κ .και την καθοδήγηση του Μπάμπη Μαρκέτου, διοργάνωνε τα ομαδικά ταξίδια της στην γενέτειρα.

Ηδη από το 1955 η εφημερίδα είχε πρωτοστατήσει, οργανώνοντας διαγωνισμούς επισκέψεως παιδιών της νέας γενεάς στην Ελλάδα, με τα υπερωκεάνια πλοία τής Greek Line, ενώ ακολούθησε η αποστολή μιας ομάδος 12 μητέρων Ελληνοαμερικανίδων με επικεφαλής την Οικοδέσποινα του Ε.Κ. την μακαρίτισσα Μίνα Ιωαννίδου. Τα ταξίδια συνεχίστηκαν και πύκνωσαν τα επόμενα χρόνια, καθώς η Ομογένεια εξακολουθούσε να προσφέρει, δυναμωμένη οικονομικά από όσα κατόρθωσε να αποταμιεύσει με τη σκληρή εργασία.

Η AHEPA έκτιζε το νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Οι πρώτοι Ελληνοαμερικανοί θα άρχιζαν σιγά-σιγά να εισέρχονται στο Κογκρέσο. Εκατοντάδες άλλοι ομογενείς θα κατόρθωναν να καταλάβουν επίζηλα οικονομικά, ομοσπονδιακά, πολιτειακά, διοικητικά και δικαστικά αξιώματα σ’ ολόκληρη την Αμερικανική Συμπολιτεία.

Το 1965 άρχισαν να φθάνουν οι νέοι μετανάστες, αλλάζοντας, σιγά-σιγά τη μορφή της ελληνοαμερικανικής κοινωνίας. Για την αλλαγή της νομοθεσίας που μετέβαλε την αναλογία των χωρών που είχαν δικαίωμα να στέλνουν  ορισμένο κατά χρόνο αριθμό μεταναστών, είχε πρωτοστατήσει ο Μπάμπης Μαρκέτος, με προτροπή του οποίου είχαν επισκεφθεί τον Μάιο του 1953 τον τότε πρόεδρο Αϊζενχάουερ οι εκδότες όλων των ξενόγλωσσων εφημερίδων.

Η συνάντηση εκείνη απέβη ιδιαίτερα χρήσιμη, ίσως και αποφασιστική για την αλλαγή της μεταναστευτικής νομοθεσίας.

Έφθασαν, έτσι, στη Νέα Υόρκη νέοι μετανάστες με διαφορετικό πνεύμα και φυσικά καλύτερη κατάρτιση. Ο εμβολιασμός του παλαιού αίματος με το νέο απεδείχθη σωτήριος παρά και το γεγονός ότι τον πρώτο καιρό δεν απεφεύχθη η σύγκρουση του νέου με το παλαιό πνεύμα. Ο κοινός στόχος, όμως, έφερε τη συμφιλίωση και άνοιξε το δρόμο στην καλύτερη περίοδο για την Ομογένεια, για να φθάσει, έτσι, στο σημερινό ζενίθ των κατακτήσεών της, καθώς στο μεταξύ μεγάλωσαν και τα παιδιά των παλαιότερων μεταναστών.

Η συμβολή του Μαρκέτου και στο σημείο αυτό υπήρξε καθοριστική, καθώς ο Ε.Κ. απευθυνόμενος προς τους νέους αλλά και τους παλαιούς, αρνούμενος να δεχθεί το διαχωρισμό, συνέχισε συστηματικά την εκστρατεία ενημερώσεως και προτροπής με στόχο και την πολιτική δραστηριοποίηση των ομογενών για την εγγραφή τους σε μεγάλη κλίμακα στους τοπικούς εκλογικούς καταλόγους.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολύπλευρη δραστηριοποίηση της Ομογένειας διαδραμάτισε η αρθρογραφία του Μπάμπη Μαρκέτου. Άφησε εποχή για τη μαχητικότητά, την οξυδέρκειά και τη μετριοπάθειά της. Μετριοπάθεια, η οποία ήταν καρπός περίσκεψης, η οποία οδηγούσε στην υιοθέτηση του χρυσού κανόνα ότι οι χαμηλοί τόνοι δεν αφαιρούν κατ’ ανάγκη τίποτε από την αγωνιστικότητα. Και – γενικότερα – την αυστηρή και αταλάντευτη τήρηση των κανόνων και των αρχών του προσανατολισμού, που επιβάλλουν οι επιταγές του συγκεκριμένου πρωταρχικού προορισμού.

Εκτός από οξυδερκής η αρθρογραφία, που έγινε γνωστή με τα αρχικά “Μπ. Μ.” υπήρξε και αντικειμενική. Απροκατάληπτη. Γι’ αυτό ήταν και διορατική. Ενδεικτικά θα παραθέσουμε στο σημείο αυτό τη σύντομη εισαγωγή για τη σειρά των 12 άρθρων του, που αφορούσαν στο πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος, όπως αυτό είχε εκδηλωθεί το 1965. Σημείωνε εκεί: “Ο αναγνώστης της σειράς των ανταποκρίσεων, η δημοσίευση των οποίων αρχίζει σήμερα,  δεν θα συμφωνήσει μαζί μας αν δεν αποβάλει προς στιγμή την προκατάληψη από την οποία τυχόν κατέχεται.

Ένας τοποθετημένος αναγνώστης, εις την μία ή την άλλη παράταξη, προσκολλημένος εις τας απόψεις του υπέρ ή κατά των προσώπων που υπό μίαν ή άλλην μορφή υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι πρωταγωνισταί του σημερινού ελληνικού δράματος, εις την τελευταίαν ανάλυση και κατά πάσαν πιθανότητα, θα δυσφορήσει ή θα απογοητευθεί εκ των όσων οι παρατηρήσεις μας θα φέρουν εις την προσοχή του. Τούτο δε διότι η αντικειμενικότης και το απρόσωπον των κειμένων που θα ακολουθήσουν θα περικλείουν και στοιχεία που δεν είναι δυνατόν να οδηγούν εις το συμπέρασμα ότι η ευθύνη των όσων έγιναν και γίνονται βαρύνει αποκλειστικώς την μίαν ή την άλλην παράταξη, τον ένα  ή τον άλλον παράγοντα, το ένα ή το άλλο κόμμα”.

Αυτό ήταν το πνεύμα του E.K. Ελεύθερος, αδέσμευτος και ανεξάρτητος από οποιαδήποτε υποχρέωση κομματικής ή προσωπικής υφής. Ηδη από το 1958 είχε διακηρύξει ότι για την Ομογένεια κάθε κυβέρνηση που θα εκλέγονταν από την ελεύθερη βούληση του ελληνικού λαού ήταν καλή κυβέρνηση, όπως εξίσου καλή ήταν και η εκάστοτε αντιπολίτευση στον δικό της σημαντικό ρόλο που είχε να επιτελέσει στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ετσι μπόρεσε, όταν τα πολιτικά καθέκαστα της γενέτειρας είχαν εκτραχυνθεί την περίοδο του 1965, με την επίμονη, επίμοχθη και απροκάλυπτη αρθρογραφία να δώσει το καλό παράδειγμα.

Να απευθυνθεί σε όλους τους ομογενείς – και όχι μόνο στους αναγνώστες του – και να σημάνει προσκλητήριο για μια εθνική συνεννόηση, εκφράζοντας παραστατικά τις ανησυχίες που δικαιολογούσε η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με την ρήξη Γεωργίου Παπανδρέου – Κωνσταντίνου και την παραίτηση του πρώτου.

Ενδεικτικά θα παραθέσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από άρθρο – έκκληση του εκδότη που δημοσιεύθηκε πέντε μόλις μέρες πριν από το στρατιωτικό  πραξικόπημα στην Ελλάδα: “Αι προσεχείς ημέραι και εβδομάδες είναι, τω όντι, κρίσιμοι. Και αξιούμεν τώρα από την ηγεσίαν του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, να δηλώσει ότι αποστρέφεται την ανωμαλία και να επιβεβαιώσει τα κατά κόρον λεχθέντα, ότι δεν θα επιτρέψει όπως η Ελλάς εισέλθη εις την περιπέτειαν της εκτροπής και της απαισίας δικτατορίας”, έγραφε. Και συνέχιζε: “Ουδέποτε κατά την τελευταία 20ετίαν, ευρέθη η Ελλάς εις παρομοίας φύσεως πολιτικήν κρίσιν. Που είναι μαζί εθνική και ηθική. Και ουδέποτε πολιτικοί άνδρες της Γενέτειρας, έφερναν μεγαλυτέρας των σημερινών, ευθύνας.” (Ε.Κ. 16 Απριλίου 1967)

Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν οδυνηρό για τον Ελληνισμό. Την ίδια κιόλας μέρα, με κύριο άρθρο απερίφραστα ξεκαθάριζε τη θέση του τοποθετούμενος απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς ο Μπάμπης Μαρκέτος για ολόκληρη την επταετία.

Μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο “Το Πραξικόπημα”, έγραψε στην πρώτη σελίδα ο Μαρκέτος χαρακτηριστικά: “Κατεχόμεθα υπό το αίσθημα πίστεως ότι η Δικτατορία επαναφέρει την Ελλάδα πενήντα χρόνια πίσω. Οτι προσβάλλει την αξιοπρέπεια παντός εντίμου ανθρώπου. Οτι οδηγεί προς το ζοφερόν άγνωστον”.

Και τόνιζε: “Η πολιτική ηγεσία, παρά τα σφάλματά της και την χρεωκοπίαν της, καθίσταται, τώρα, περισσότερον παρά ποτέ συμπαθής. Και ευρισκόμεθα παρά το πλευρόν της”.

Και σε άλλο σημείο πρόσθετε: “Και τώρα ακόμη, προς αυτήν την πολιτική ηγεσία στρεφόμεθα δι’ ελπίδος. Να ενωθεί τώρα, αν είναι δυνατόν, και να αντιτάξει τώρα την άρνησή της και την απόφασή της να εργασθεί για να προστατευθεί η Ελληνική Πατρίς από τους κινδύνους που την περιτριγυρίζουν και να επανέλθει, το συντομότερο, εις την ευθείαν οδό”.  (Ε.Κ 21 Απριλίου 1967).

Η αταλάντευτη αυτή στάση του Μπάμπη Μαρκέτου απέναντι στην δικτατορία συνεχίστηκε και τα εφτά χρόνια της θλιβερής παρένθεσης. Της “χειροτέρας περιπέτειας” όπως την είχε αποκαλέσει σε άλλο άρθρο του τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα. Παράλληλα ο E.K. δεν έπαυσε να προσκαλεί το καθεστώς να εφαρμόσει τα συντάγματα που το ίδιο συνέτασσε και να οδηγήσει την Ελλάδα στη δημοκρατία.

Όλα αυτά είναι άλλωστε γραμμένα και αποτυπωμένα στα φύλλα της περιόδου, τα οποία μαζί και με τους προηγούμενους τόμους της εφημερίδος φυλάσσονται με πρωτοβουλία του πρώην εκδότη σε μικροφίλμ στο Ινστιτούτο Patch, στη Φιλαδέλφεια.

Επίσης καταγράφονται συνοπτικά μαζί και με τους αναπόφευκτους Προβληματισμούς των μεμονωμένων περιπτώσεων, σε μακροσκελή αναδρομή στην αλήθεια, με τίτλο “Προβληματισμοί μιας Δεκαετίας” που δημοσιεύθηκε στον E.K. στις 21 Απριλίου 1975.

Γιατί ήταν πράγματι σκληρός ο αγώνας, στην έκταση που δύσκολοι και οδυνηροί ήταν και οι ποικίλοι καθημερινοί προβληματισμοί μέσα στην ιδιαιτερότητα των περιστάσεων. Μάλιστα κάτω και από την ιδιοτυπία της αποστολής που έχει να εκπληρώσει μια εφημερίδα που εκδίδεται και κυκλοφορεί στη δεύτερη πατρίδα, η οποία απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από την πρώτη.

Στο άρθρο αυτό, που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η δημοσίευσή του σε μιάμιση σελίδα της εφημερίδας, αναλύονται διεξοδικά η μία και η άλλη περίπτωση προβληματισμού που αντιμετώπισε η εφημερίδα. Όπως αναφέρεται εκεί, προβληματίζεται μια τέτοια εφημερίδα καθώς επιδιώκει να ευρίσκεται σε ασφαλές κλίμα γνήσιας επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό της.

Προβληματίζεται – από το ένα μέρος – πάνω στην τρέχουσα είδηση (που δεν μπορεί δεοντολογικά να αποκρυβεί) και το σχόλιο που συχνά θα την ακολουθήσει. Προβληματίζεται μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο δεδομένο της προασπίσεως της ομογενειακής ενότητας. Και αγωνίζεται. Αγωνίζεται εναντίον των δολίων πιέσεων, διώξεων και παραπομπών στα στρατοδικεία του πολιτικού κόσμου από το αυταρχικό καθεστώς.

Αγωνίζεται όταν παρακολουθεί εκ του μακρόθεν να παραβιάζονται η μία μετά την άλλη οι υποσχέσεις των συνταγματαρχών για την επιστροφή στον ομαλό πολιτικό βίο. Συγχρόνως, όμως, πρέπει και να λύνει, με αίσθημα ευθύνης, γρίφους και γόρδιους δεσμούς. Όπως, λ.χ. – έλεγε κανείς – να πάνε ή να μην πάνε οι ομογενείς στην Ελλάδα στη διάρκεια της χούντας; Να διακοπεί ως τιμωρία για την Ελλάδα η δωρεάν στρατιωτική βοήθεια των Αμερικανών στην πατρίδα ή όχι;

Με άλλα λόγια, να καταστραφεί οικονομικώς η αιωνία Ελλάς, να μείνει άοπλη, έρμαιο των Τούρκων για να κακοπάθουν πρόσκαιρα οι συνταγματάρχες, χωρίς και να παρέχεται η παραμικρή δυνατότητα ή πιθανότητα ανατροπής τους από τους Ελληνοαμερικανούς, ή να καταβληθεί πρόσθετη προσπάθεια για να πεισθούν να εγκαταλείψουν μόνοι τους την εξουσία, ενώ η πατρίς θα διέθετε τη δυνατότητα να συνεχίσει αταλάντευτα την μακραίωνα ιστορική της διαδρομή;

Και ύστερα, να διχαστεί ο Ελληνισμός της Αμερικής ή να μη διχαστεί; Όχι, έλεγε η εφημερίδα. Το τεράστιο τούτο θέμα ο Μαρκέτος το είχε θέσει στην εθνική κρίση του ενός και μόνον παράγοντος που είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποφασιστική επιρροή πάνω του, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. “Η γνώμη μας”, έγραφε ο πρώην εκδότης στο προαναφερθέν άρθρο του “Προβληματισμοί μιας δεκαετίας”, “ήταν πως ο διχασμός δεν θα ωφελούσε την Ελλάδα. Οτι θα έβλαπτε χωρίς και να παρέχει τη δυνατότητα του συλλογισμού ότι ήταν ποτέ δυνατόν να οδηγήσει στην ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος”.

Ένας νέος διχασμός, όμως, των Ελληνοαμερικανών, θα ισοδυναμούσε με νέα, πραγματική συμφορά. Θα έθετε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες μερίδες. Θα παρουσίαζε τις παλιές και χειρότερες ακόμη εικόνες της παρακμής και του εκπεσμού. Θα υπονόμευε και θα εξέθετε στο μεγαλύτερο κίνδυνο το όλο οικοδόμημα. Θα εκμηδένιζε το κεφάλαιο όλων των επιτευγμάτων και δεν θα είχε κανένα ενεργητικό αντίκτυπο. “Ποτέ”, τόνιζε, “δεν θα αποφασίζαμε να αναλάβωμε την τεράστια ευθύνη”.

Και επεσήμαινε εάν ο Κων. Καραμανλής είχε διαφορετική γνώμη, αν επίστευε ότι το γενικότερο εθνικό συμφέρον δικαιολογούσε και αυτήν την περιπέτεια, θα ήταν δύσκολο, ίσως και αδύνατο, για μας να επιμείνουμε στην δική μας άποψη.

Υπ’ αυτήν την έννοια”, συνέχιζε στο ίδιο πάντα άρθρο του, “εθέσαμε το όλο θέμα στον πρόεδρο, σε ταξίδι που κάναμε προς τούτο στο Παρίσι. Κι’ εκείνος, προβληματιζόμενος επίσης, σεμνός πάντοτε και συνετός πολιτικός άνδρας, με αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης, δεν ηθέλησε ευτυχώς να διατυπώσει διαφορετική γνώμη”.