«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 49ο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. In Memoriam

Χρίστου Παν. Μαλασπίνα[1]

 

Ο Μπάμπης Μαρκέτος γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1912. Πατέρας του ο Παναγιώτης (Νικολέας) Μαρκέτος, έμπορος. Μητέρα του η Άννα Μαρκέτου το γένος Πιλάλη. Ο Μαρκέτος, τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Νικολέα και της Άννας, βρέθηκε μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1939.

Ο Μπάμπης Μαρκέτος, αναδείχθηκε σε μαχητικό δημοσιογράφο με πολυσχιδή δράση. Άτομο με σταθερές δημοκρατικές αρχές ταυτίστηκε με την εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ (Ε.Κ.) της Νέας Υόρκης (έτος ιδρύσεως 1915) την οποία κατεύθυνε, από το πόστο του εκδότη – διευθυντή, με επιτυχία την 30ετία 1947-1977. Κάλυψε πολλούς τομείς που αφορούσαν στις σχέσεις της Ομογένειας των ΗΠΑ με την Ελλάδα. Έδωσε σκληρούς, αλλά πάντα καθαρούς αγώνες για τη γλώσσα, την Κύπρο και κάθε εθνικό ζήτημα της γενέτειρας, αναδεικνύοντας την εφημερίδα σε έπαλξη εθνικών αγώνων και φάρο του ελληνισμού. Πίστευε –και αγωνίστηκε γι αυτό με επιτυχία σε δύσκολες συγκυρίες–  ότι η ελληνική Ομογένεια έπρεπε να είναι ενωμένη και δραστήρια, αποφασιστική στη διατήρηση της ελληνικότητά της. Εργάστηκε συστηματικά για την ενίσχυση των δεσμών της με τη ελληνική μητρόπολη, καταλογίζοντας, όμως, στην τελευταία, ότι ουσιαστικά έμεινε ασυγκίνητη και αδιάφορη μπροστά στην Ομογένεια και το επιτελούμενο σπουδαίο έργο της.

Είναι φορές που κάποιο απρόσμενο γεγονός παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου. Για τον Μπάμπη Μαρκέτο αυτό συνέβη ένα Φθινοπωρινό πρωινό του 1924. Ο δωδεκάχρονος μαθητής τότε δεν μπορούσε να φαντασθεί καθώς ανηφόριζε με τα πόδια τον δρόμο που οδηγούσε από την Αγία Ευφημία, το χωριό του, στα Ποταμιανάτα – όπου ήταν το Σχολαρχείο- ότι δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα βρίσκονταν στην μακρινή και άγνωστή του Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Και από εκεί στην Νέα Υόρκη και στο τιμόνι του Ε.Κ. διαπρέποντας στον εκδοτικό χώρο. Ο παρ’ ολίγον ναυτικός, όπως άλλωστε και η πλειονότητα των κατοίκων του νησιού.

Εκείνο το πρωινό έμελλε, όμως, να καθορίσει δραματικά τη ζωή του. Ο 12χρονος τότε Μπάμπης, έγινε άθελά του μάρτυρας ενός άγριου φονικού. Καθώς ανηφόριζε με τα πόδια τον κακοτράχαλο δρόμο, ακούστηκε η εκπυρσοκρότηση μιας κυνηγητικής καραμπίνας. Λίγα μέτρα μπροστά του τα σκάγια έβρισκαν το κορμί ενός μεσήλικα καραγωγέα, του Οδυσσέα, που σωριάζονταν νεκρός μπροστά σχεδόν στα πόδια του, μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Η θέα του αγριεμένου φονιά που έσπευδε να απομακρυνθεί αλαφιασμένος από τον τόπο του εγκλήματος, δεν τρομοκράτησε μονάχα τα σπουργίτια που φώλιαζαν στις φυλλωσιές των δένδρων. Έσπειρε τον πανικό και στην παιδική ψυχή του Μπάμπη, που έντρομος πήρε τα πίσω – μπρος σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να βρεθεί όσο μπορούσε μακρύτερα από το σημείο που είχε σημειωθεί το φονικό.

Σαν έφτασε στο σπίτι λαχανιασμένος και διηγήθηκε κάτωχρος κι’ ανάμεσα σε αναφιλητά στον κυρ Νικολέα, τον πατέρα του, τα τραγικά διατρέξαντα, εκείνος του σύστησε να μη βγάλει τσιμουδιά πουθενά για το τι είχε δει. Χωροφύλακες και αστυνόμοι, ανακρίσεις φάνταζαν όλα απειλητικά στο νου του φιλήσυχου νοικοκύρη, που πάσχιζε με το παντοπωλείο που διατηρούσε να αναθρέψει σωστά τη φαμίλια του. Πέντε παιδιά – δύο αγόρια και τρία κορίτσια -, το Σπύρο, το Μπάμπη και τις θυγατέρες Ευτυχία, Κάτε και Βασιλική και την γυναίκα του κυρά Άννα.

Η συμβουλή έπεσε στο κενό. Στα άλλα παιδιά του σχολαρχείου, τους συμμαθητές του, που τα είχε συναντήσει στην άτακτη επιστροφή του στο χωριό, ο Μπάμπης είχε αφήσει με μισόλογα, υπονοούμενα και άναρθρες κραυγές να αντιληφθούν τα διατρέξαντα. Ετσι, όταν οι χωροφύλακες έφθασαν στο σπίτι του, ο ισχυρισμός πως δεν ήξερε, δεν είχε δει, δει είχε ακούσει τίποτε δεν διευκόλυνε, αντίθετα δυσκόλεψε, την όλη κατάσταση.

Οι χωροφύλακες ζητούσαν να ανακαλύψουν το δράστη του εγκλήματος. Και η μαρτυρία του 12χρονου τους ήταν απαραίτητη. Επεστράτευσαν φοβέρες, βρισιές και απειλές που επέτειναν το σοκ στην παιδική ψυχή του. Είπαν πως θα ξαναγυρνούσαν σε λίγες μέρες για να τον πάρουν μαζί τους. Ούτε σκέψη πια για μαθήματα. Ο δρόμος προς το σχολαρχείο προξενούσε τρόμο ακόμη και στα όνειρά του. Μόνη έγνοια πλέον να γλυτώσει το παιδί. Ετσι βρέθηκε ο νεαρός μαθητής αποκομμένος από τα μαθήματα στα οποία ξεχώριζε, στην Αθήνα, φιλοξενούμενος σ’ έναν θείο του που τον σύστησε σ’ ένα φούρναρη για τον επιούσιο.

Λίγους μήνες αργότερα, επέστρεψε στο νησί. Όχι, όμως, για να παραμείνει. Όφειλε να παρουσιαστεί ως μάρτυρας στο ποινικό δικαστήριο που συνεδρίαζε στο Αργοστόλι. Τον συνόδεψε εκεί ο συνέταιρος του πατέρα του Μακανιάς, άνθρωπος περισσότερο εξοικειωμένος στα δικαστικά πράγματα.

Η κατάθεση του μικρού Μαρκέτου δεν φώτισε και πολύ τα καθέκαστα. Ο δράστης του φονικού είχε διαφύγει, άλλωστε, όπως ελέγετο, στην Αλβανία. Ετσι η όλη συνταρακτική υπόθεση πήρε την οδό προς το αρχείο.

Ο Μαρκέτος επέστρεψε στην πρωτεύουσα. Το συγκλονιστικό γεγονός της δολοφονίας του άτυχου Οδυσσέα διέκοψε βίαια και οριστικά τις σπουδές του.

Τ’ ανήσυχο πνεύμα του μικρού δεν το ‘βαλε όμως κάτω. Επτά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 20 ετών βρέθηκε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό της εταιρίας Δρανδάκη την ομώνυμη εγκυκλοπαίδεια. Έξι τόμους κατάφερε να πουλήσει σε γνωστούς παράγοντες, μέσα σ’ ένα εξάμηνο, κάτι που θεωρήθηκε από τους αρμόδιους της εταιρίας ως μεγάλη επιτυχία, στα μέτρα και τα σταθμά της εποχής.

Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα η στράτευσή του στην Αεροπορία, μόνος αυτός απ’ όλο το χωριό που ξέφυγε από την πεπατημένη θητεία στον στρατό ξηράς. Η ευφυΐα που διέθετε του εξασφάλισε μία καλή θητεία στο Υπουργείο της Αεροπορίας. Τιμητικά εξεπλήρωσε το καθήκον στην καλύτερη πορεία που προσφέρθηκε επί του προκειμένου. Όταν απολύθηκε γνώρισε έναν α’ μηχανικό του εμπορικού ναυτικού. Τον Μάστρο – Διονύση.

Κοσμογυρισμένος και ευκατάστατος ο ναυτικός εντυπωσίασε τον Μαρκέτο που είδε στο πρόσωπό του τον καλύτερο κόσμο που συνεχώς αναζητούσε. Φίλοι της οικογενείας συνηγόρησαν να μπαρκάρει και ξεκίνησε ένα ταξίδι με εμπορικό πλοίο. Αφού διέσχισε τους ωκεανούς έφτασε μετά από παρατεταμένο ταξίδι στις Η.Π.Α., κάτω από συνθήκες συγκινησιακές του νεαρού Μπάμπη τον οποίο είχε βοηθήσει να μπαρκάρει ως καμαριέρης του πλοιάρχου ο Μάστρο – Διονύσης.

Καθώς το καράβι βρισκόταν αγκυροβολημένο στον Άγιο Φραγκίσκο αναμένοντας να ξεφορτώσει και να πάρει την ρότα της επιστροφής στην πατρίδα, ο Μαρκέτος έγινε δίχως να το επιδιώξει, μάρτυρας ενός τριγωνικού επεισοδίου που ήλθε να ανατρέψει τα σχέδιά του. Η περαιτέρω παραμονή του στο πλοίο θα έφερνε σε δεινή θέση τη γυναίκα του πλοιάρχου η οποία απεγνωσμένα ζητούσε τη σιωπή του. Συνεννοήθηκε με τον Μάστρο-Διονύση τον αρχιμηχανικό. Στην συνέχεια, με γνώση του πλοιάρχου στον οποίο προφασίστηκαν ασθένεια αποφασίστηκε να εγκαταλείψει το πλοίο. Οταν ο ιατρός Ορφανός ανέβηκε στο σκάφος να εξετάσει κάποιους άρρωστους, τον πήρε μαζί του στο φιλόξενο σπίτι του. Ετσι βρέθηκε, έμεινε και ρίζωσε στον Άγιο Φραγκίσκο ο μετανάστης πλέον Μπάμπης Μαρκέτος.

Ευτυχώς γι’ αυτόν σχετικά γρήγορα ανακάλυψε την μαγεία του έντυπου χώρου. Συνεργάσθηκε πρώτα με τον Άγγελο Μούντανο στην εβδομαδιαία εφημερίδα Νέα Καλλιφόρνια και ύστερα με τον αρθρογράφο Πάνο Ζαμενή στο Προμηθέα.

Από εκεί γνώρισε ως αναγνώστης και τον Ε.Κ. Δεν δίστασε λίγους μήνες αργότερα να αποστείλει επιστολή στον άγνωστό του διευθυντή της εφημερίδας Βάσο Βλαβιανό, με παρατηρήσεις και σχόλια γύρω από την ύλη, το κασέ και τη γενικότερη ανάπτυξη του Ε.Κ. Ο Βλαβιανός εντυπωσιάσθηκε με την ευθυβολία και την οξυδέρκεια των παρατηρήσεων του νεαρού αναγνώστη. Ετσι, όταν περί τα μέσα του 1941 – στα πλαίσια, ενός ταξιδιού του – ο Βλαβιανός επισκέφθηκε τον Άγιο Φραγκίσκο, ζήτησε να τον δει. Το ραντεβού είχε κανονισθεί για νωρίς το απόγευμα.

Ο καθηγητής θα έβλεπε μερικά από τα επίλεκτα μέλη της παροικίας. Ο Μαρκέτος προτίμησε να καθυστερήσει. Ήθελε να έχει την ευκαιρία μιας κατ’ ιδίαν συζητήσεως μαζί του. Οταν έφθασε στο ξενοδοχείο, ο Βλαβιανός ετοιμαζόταν να φύγει. Από τις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν ο καθηγητής επέστρεψε στο κάθισμά του. Τελικά η συνομιλία τους διήρκεσε μερικές ώρες…

Μπορεί να πει κανείς, τελειώνοντας με το θέμα αυτό, τι έφερνε στον νεαρό του Αγίου Φραγκίσκου τη συνάντησή του με τον Βλαβιανό. Από εκεί προέκυψαν τα τεράστια αγαθά, στην ζωή του παρ’ ολίγον ναυτικού της φυσικής ώρας. Ο λόγος και η ανησυχία υπό την οποία διατέλεσε προετοιμαζόμενος για τη συνάντηση με την μοίρα του, με τις αξίες που έλαβε τελικά, ως νεαρός έστω “Ελληνοαμερικανός” των 30 χρόνων σωστής και λαμπρής πρωτοβουλίας όλο το διάστημα το τόσο δημιουργικό όσο υπήρξε η πορεία και η προσφορά του Μαρκέτου στα τμήματα όλης της διαδικασίας.

Στο μεγάλο “τι επετεύχθη” από τότε που θυμότανε τον εαυτό του, με τη ζωή στο κατακόρυφό της, μέχρι τη στιγμή που πέρασε στην τελική καταγραφή της προσφοράς του, απάντηση έρχεται να δώσει ένα επίσημο γράμμα του τότε Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως Γεωργίου Ράλλη με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1976. Σημειώνει εκεί, μεταξύ άλλων, απευθυνόμενος στον Μπάμπη Μαρκέτο, ο μετέπειτα πρωθυπουργός: “Εκείνο όμως για το οποίο μπορώ να σε διαβεβαιώσω είναι η βαθειά μου εκτίμηση για την γνήσια, αδιάκοπη και απαρασάλευτη ελληνική αγωνιστικότητά σου σ΄ αυτή την εθνική έπαλξη που κατέχεις και την τιμάς όσο κανένας άλλος, είτε εδώ είτε στα ξένα. Αν όλοι όσοι κρατάν στα χέρια τους την τέταρτη εξουσία είχαν το δικό σου αίσθημα εθνικής ευθύνης και την δική σου συναίσθηση για την αποστολή του Τύπου, η τύχη αυτού του τόπου θα ήταν καλύτερη.”

Η συνάντησή του Μαρκέτου με τον Βλαβιανό αποτέλεσε εν κατακλείδι το προοίμιο μίας ζεστής, εγκάρδιας και ειλικρινούς φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Ενα χρόνο αργότερα, το 1942 στα τυπογραφεία του Ε.Κ. τυπώνονταν το πρώτο βιβλίο του Μαρκέτου, με τίτλο, Η Ελλάς στο σταυροδρόμι. Η πρώτη έκδοση γρήγορα εξαντλήθηκε και ακολούθησε δεύτερη. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1946) κυκλοφόρησε ένα ακόμη, βιβλίο του, το Χίλιες και μία ελληνικές παροιμίες, σε μετάφραση Άννας Αρπάζογλου και σκίτσα του Τζον Βάσος.

Και τα δύο βιβλία είναι αφιερωμένα από τον εκδότη τους στον Βάσο Βλαβιανό, ο οποίος είχε καταβάλει και τα χρήματα δαπανών των εκδόσεων. Το βιβλίο Η Ελλάς στο σταυροδρόμι είναι ένα αξιόλογο βιβλίο στις 352 σελίδες του οποίου έχουν καταχωρηθεί οι σημαντικότερες ομολογίες των ξένων πολιτικών και δημοσιογράφων για το ελληνικό Έπος του 1940. Οταν έκθαμβη η ανθρωπότητα παρακολουθούσε τους Ελληνες να ταπεινώνουν τους ιταλούς φασίστες του Μουσολίνι υπερασπιζόμενοι το πάτριο έδαφος από την απρόκλητη όσο και προκλητική επιδρομή.

Εκεί καταγράφεται ακόμη ο θαυμαστός παναμερικανικός ξεσηκωμός των Ελληνο-Αμερικανών για να συμπαρασταθούν αποφασιστικά και γενναία στην δοκιμαζόμενη από τα δεινά του πολέμου γενέτειρα γράφοντας δικές τους σελίδες ηρωισμού και φιλοπατρίας. Αποκαλύπτοντας ακόμη ενδιαφέρουσες πτυχές του ρόλου που διαδραμάτισε ο Τύπος και η Εκκλησία εκείνα τα  φριχτά χρόνια της φασιστικής λαίλαπας που έπληξε όχι μονάχα την Ελλάδα, ούτε μόνον την Ευρώπη, αλλά τον κόσμο ολόκληρο.

Γεμάτο το βιβλίο από υπερούσια λατρεία για την Ελλάδα, ανυπόκριτο έπαινο για την ομόθυμη συμπαράσταση της Ομογένειας και υπερηφάνεια από το ξεχείλισμα του θαυμασμού ηγετών παγκοσμίου ακτινοβολίας για τις Ελληνικές νίκες στο Τεπελένι, στην Κορυτσά και όπου αλλού είχε αποτολμήσει ο Μουσολίνι να στείλει τους μελανοχιτώνες του. Αλλά και  διάσπαρτο από πλημμυρισμένα με θαυμασμό άρθρα κορυφαίων αμερικανών και ευρωπαίων δημοσιογράφων, για το θάρρος, την αποφασιστικότητα και  την γενναιότητα των Ελλήνων να αντιπαραταχθούν μόνοι αυτοί από όλα τα Βαλκάνια και την Ευρώπη στις λεγεώνες του Μουσολίνι.

Μια καταγραφή ιδιαίτερα χρήσιμη και διδακτική στην σημερινή δύσκολη εποχή. Όπου οι πάσης φύσεως διανοούμενοι και οι μεγαλοσχήμονες ηγέτες  του πλανήτη, φαίνεται να έχουν ξεχάσει πόσα οφείλουν στην Ελλάδα για τα όσα μοναδικά και ανεπανάληπτα έχει προσφέρει διαχρονικά στον ελεύθερο κόσμο…

Για χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους, ο Μαρκέτος διετέλεσε εμπορικός αντιπρόσωπος του Ε.Κ. στην Καλιφόρνια. Τα Χριστούγεννα του 1941, εξάλλου, διηύθυνε και επιμελήθηκε το εορταστικό ένθετο της εφημερίδος μετακινούμενος ειδικά προς τούτο στην Νέα Υόρκη. Η επιτυχία που σημείωσε ήταν σημαντική. Επέστρεψε, εντούτοις, στην Καλιφόρνια, καθώς δεν κατέστη δυνατό να συμφωνήσουν με το Βλαβιανό στους όρους και τις προϋποθέσεις που έθετε ο Μαρκέτος, για μια μονιμότερη συνεργασία που επιζητούσε ο καθηγητής. Ακολούθησε πυκνή αλληλογραφία.

Μεταξύ των αράδων προέκυπτε σε κάθε επιστολή του καθηγητή η εκτίμηση που είχε σχηματίσει για το κοφτερό μυαλό του Κεφαλλονίτη. Στα μέσα  του 1942 οι δύο άνδρες όπως προαναφέραμε, συμφώνησαν. Οταν τον Φεβρουάριο του 1945 ο Βλαβιανός χρειάστηκε να ταξιδέψει στο Λονδίνο, ο Μαρκέτος, ως πρώτος βοηθός του τον αναπλήρωσε στα γενικότερα και ειδικότερα καθήκοντά του. Η απουσία του εκδότη ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει τρεις εβδομάδες. Η πολεμική κατάσταση όμως που επικρατούσε στην Ευρώπη τα χρόνια εκείνα τον καθήλωσε. όμως, στην Βρετανική πρωτεύουσα για έξι ολόκληρους μήνες.

Περί τα μέσα Μαΐου η σύζυγος του Βλαβιανού, Καίτη, το γένος Νικολάου αντιμετώπισε πρόσκαιρο οικονομικό αδιέξοδο. Ζήτησε από τον Μαρκέτο να τη βοηθήσει να βρουν ένα χρηματικό ποσό σε μετρητά. “Να σας δώσω εγώ”, ήταν η απάντηση που έλαβε. Η συμπαθέστατη κυρία εξέφρασε αμέσως την απορία της, “Και εσύ από πού θα τα βρεις;” “Από τον ‘Κήρυκα’ φυσικά, της απάντησε. “Μη μου πεις ότι έχει λεφτά η εφημερίδα”, είπε έκπληκτη. “Θα με τρελάνεις! Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο… Δεν σε πιστεύω!…”

Κι’ όμως, ό,τι της είχε πει ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Σε λίγα λεπτά της ώρας ο ταμίας του Κήρυκα της μετρούσε το ποσόν που χρειαζόταν. Για τέσσερις μήνες που ο Μαρκέτος έκανε το γενικό κουμάντο, είχε επιτύχει ένα μικρό  θαύμα. Είχε καταφέρει να περισσέψουν χρήματα.

Με τις περγαμηνές αυτές, τις οικονομίες που είχε στο μεταξύ αποταμιεύσει και τα όσα πρόσθετα απαιτήθηκε να δανειστεί, ο “Κήρυκας” πέρασε στα δικά του χέρια στις 15 Μαρτίου του 1947.

Οι δυσκολίες του έργου που αναλάμβανε ο Κεφαλλήνιος εκδότης ήταν μεγάλες. Φαίνεται ωστόσο ότι είναι φυσικό, όσο ίσως και αναπόφευκτο, ένας εκδότης να ταυτίζεται με την εφημερίδα που διευθύνει, στην οποία προσφέρει από τον εαυτό του. Την παρουσιάζει και τη μορφοποιεί ανάλογα με τις δικές του εκτιμήσεις και τα δικά του κριτήρια, όπως κατορθώνει να τα αξιολογεί. Αντανακλά σ’ αυτήν τις σκέψεις του, τις  αρχές του, το χαρακτήρα του, τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις του, στο ρόλο που έχει αναλάβει.

Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να συνειδητοποιήσει ένας αμύητος τα προβλήματα που αντιμετωπίζει από τη θέση του ένας διευθυντής μιας ομογενειακής εφημερίδος.

Τα πρώτα του χρόνια, δυσκολότερα για χίλιους και δύο λόγους, ήταν κυριολεκτικά συντριπτικά μπροστά στην ανάγκη του ακατάπαυστου προβληματισμού, τη ρύθμιση της λειτουργίας των διαδικασιών που πρέπει να προηγηθούν για να υπάρξει, κατά το δυνατόν, ασφαλής η υπόθεση της καθημερινής  επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό.

Το πλεονέκτημα της πεντάχρονης στενής συνεργασίας, που είχε προηγηθεί, με τον αείμνηστο καθηγητή, δεν ήταν από μόνο του ικανό να αντεπεξέλθει στην αποκλειστική ευθύνη. Χρειάστηκε να οπλιστεί ο νεαρός εκδότης με τη θέληση εκείνη που όφειλε να κατισχύσει των αντικειμενικών δυσκολιών, μέσα πάντοτε στα προδιαγεγραμμένα πλαίσια, ώστε να αποδειχθεί άξιος του πρωταγωνιστικού ρόλου που είχε αναλάβει να διαδραματίσει.

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ


[1] Ο Χρίστος Μαλασπίνας είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του Γραφείου Αθηνών του Εθνικού Κήρυκος, Νέας Υόρκης