«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 44ο
Ο Λευκός Οίκος συνεχίζει τας πιέσεις
Οταν εξέπνευσε και η παράτασις της 10ης Δεκεμβρίου χωρίς να σημειωθή πρόοδος στην επίλυσι του Κυπριακού, το θέμα της βοηθείας επανήλθε στο Κογκρέσσο. Ο Λευκός Οίκος εχρησιμοποίησε όλη την επιρροή του, με ειδικούς απεσταλμένους στον λόφο του Καπιτωλίου. Το κεντρικό επιχείρημα ήταν ότι οι διπλωματικές προσπάθειες που κατεβάλλοντο από τα ενδιαφερόμενα μέρη και άπο το Στέητ Ντιπάρτμεντ εχρειάζοντο περισσότερο χρόνο για να καρποφορήσουν. Το Κογκρέσσο υπό τις αφόρητες πιέσεις, απεδέχθη την άποψι αύτη και παρέτεινε την προθεσμία μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 1975.
Υπήρχαν, όμως, ήδη ενδείξεις ότι η παράτασι της προθεσμίας απλώς θα διηυκόλυνε την παράδοσι πολεμικού υλικού προς την Τουρκία χωρίς να έχη καμμιά ουσιαστική επίδρασι στις προσπάθειες για την επίλυσι του Κυπριακού. Σύμφωνα με μια αποκαλυπτική δήλωσι του γερουσιαστού Έντουαρτ Κέννεντυ –την οποία με προφανή αμηχανία αναγκάσθηκε να παραδεχθή το Στέητ Ντιπάρτμεντ– στην περίοδο Αύγούστου–Νοεμβρίου 1974, ενώ εγινόταν όλη εκείνη η προσπάθεια για να διακοπή η βοήθεια προς την Τουρκία, η χώρα αύτη είχε λάβει από την ‘Αμερική βαρύ πολεμικό υλικό αξίας διπλασίας σχεδόν της δοθείσης κατά το τρίμηνο που προηγήθη της εισβολής στην Κύπρο.
Μπροστά στα δεδομένα αυτά, οι φιλελληνικές δυνάμεις άρχισαν να προετοιμάζωνται για την μάχη που θα εδίδετο στίς 5 Φεβρουαρίου, όταν θα εξέπνεε και η καινούρια παράτασι. Κινητοποιήθηκε πάλι ο Ελληνισμός της Αμερικής. Ο Εθνικός Κήρυξ είχε δημοσιεύσει στις 3 Νοεμβρίου, παραμονές τότε των βουλευτικών εκλογών, ονομαστική κατάστασι των βουλευτών και γερουσιαστών που είχαν πρωτοστατήσει στον αγώνα για την διακοπή της βοηθείας προς την Τουρκία. Την επομένη είχε δημοσιεύσει άλλο κατάλογο, την φορά αυτή με τα ονόματα εκείνων που είχαν πάρει “φιλοτουρκική” θέσι.
Το μήνυμα του Εθνικού Κήρυκος προς την Ομογένεια ήταν αρκετά ξεκάθαρο ώστε να μην χρειάζεται σχόλια. Η Ομογένεια αποτελούσε πολιτική δύναμι, με την ψήφο το κυριώτερο όπλο της. Τα αποτελέσματα των εκλογών υπήρξαν ευνοϊκά για την φιλελληνική πλευρά. Ελάχιστοι από τους φίλους της Ελλάδος απέτυχαν –ανάμεσα τους ο βουλευτής Πέτερ Κύρος από τό Μαίην.[1]
Όταν το θέμα της βοηθείας προς την Τουρκία ήλθε και πάλι στο Κογκρέσσο στις 4 Φεβρουαρίου, η Ομογένεια είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος με συνεχείς επαφές και παραστάσεις – προς τα μέλη του Κογκρέσσου. Το βασικό επιχείρημα –που άλλωστε το εθεμέλιωνε η ίδια η πραγματικότης– ήταν ‘οτι δεν είχε επιτευχθή καμμιά πρόοδος προς επίλυσι του Κυπριακού. Και ο ίδιος ο Κίσσινγκερ αναγκάσθηκε, τελικά, να παραδεχθή ότι είχε επιτευχθή “κάποια πρόοδος” αλλά όχι “ουσιώδης”, όπως απαιτούσε ο νόμος.
Το Κογκρέσσο διέκοψε τελικά την βοήθεια Στις 5 Φεβρουαρίου. Ο Κίσσινγκερ εχαρακτήρισε την διακοπή ως “τραγωδία” και προσέθεσε ότι η διακοπή θα σκληρύνη την τουρκική στάσι, χωρίς να συμβάλη στην διευθέτησι του Κυπριακού.
Δύο εβδομάδες αργότερα, η τουρκοκρατούμενη της Βορείου Κύπρου αυτοανεκηρύχθη “αυτόνομος”, μια
ακόμη ένδειξι της τουρκικής αδιαλλαξίας. Το βράδυ της
18ης Φεβρουαρίου η Πανελλήνιος Επιτροπή Έκτακτου
Ανάγκης μαζί με την Κυπριακή Ομοσπονδία οργάνωσαν
διαδήλωσι διαμαρτυρίας στην Νέα Υόρκη εξω από την
έδρα των Ηνωμένων Εθνών. Αλλά ήταν πια ολοφάνερο ότι
η Τουρκία δεν έδιδε καμμιά σημασία Στις αποφάσεις των
Ηνωμένων Εθνών γιατί εξακολουθούσε να υπολογίζη στην
συμπαράστασι του Κίσσινγκερ.
Και δεν είχε άδικο. Στις 28 Φεβρουαρίου, υστέρα από πιέσεις του Στέητ Ντιπάρτμεντ, που τώρα χρησιμοποιούσε το επιχείρημα ότι η διακοπή της βοηθείας θα επιδρούσε αρνητικά στην αμυντική δομή του ΝΑΤΟ και τους συμμαχικούς δεσμούς της Αμερικής με την Τουρκία, οι ηγέτες των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στην Γερουσία υπέβαλαν νομοσχέδιο για την επανάληψι της βοηθείας.
Αμέσως οι φιλελληνικοί κύκλοι με επί κεφαλής τον
μαχητικό γερουσιαστή Ηγκλετον συνεπικουρούμενο από
τους βουλευτές Σαρμπάνη, Μπραδήμα, Γιάτρον και Ρόζενταλ, αντέδρασαν έντονα. Και πάλι οι ομογενείς άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλοπάτια του Καπιτωλίου, να τηλεφωνούν στους εκπροσώπους της εκλογικής των περιφερείας από κάθε γωνιά της Αμερικής, να στέλνουν τηλεγραφήματα. Οι Οργανώσεις Hellenic Council of America, Americans for Cyprus Committee, και η Hellenic Medical Society of New York, εδημοσίευσαν μια ολοσέλιδη σχεδόν ανακοίνωσι με τον τίτλο Cyprus: A Crisis of American Policy” στους Νιου Γιορκ Τάιμς, στην Ουάσιγκτων Ποστ και τον Εθνικό Κήρυκα.
Η αντίδρασι που συνήντησε στο Κογκρέσσο η προσπάθεια του Λευκού Οίκου ήταν τόσο έντονη που τελικά η κυβέρνησις επείσθη να εγκατάλειψη την προσπάθεια. Άλλωστε, και στα Ηνωμένα Έθνη, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η αμερικανική αντιπροσωπεία είχε αναγκασθή να ευθυγραμμισθή με την πλειοψηφία. Στις 28 Φεβρουαρίου το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε ψήφισμα που επεκύρωνε για δεύτερη φορά το ψήφισμα 365 της 13ης Δεκεμβρίου και το προηγούμενο ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνελεύσεως της 1ης Νοεμβρίου που εζητούσαν την αποχώρησι των ξένων στρατευμάτων και την επάνοδο των προσφύγων στις εστίες τους,
Για να “καλοπιάση” κάπως την ελληνική πλευρά, ο πρόεδρος Φορντ στο λόγο του προς το Κογκρέσσο Στις 10 Απριλίου εδήλωσε: “Δια να ενισχύσωμεν την δημοκρατικήν κυβέρνησιν της Ελλάδος και να επαναβεβαιώσω μεν και τους εκ παραδόσεως δεσμούς με τον λαόν της Ελλάδος, συζητούμεν εντατικώς μετ’ αυτής ενα πρόγραμμα οικονομικής και στρατιωτικής βοηθείας. Συντόμως θα υποβάλλωμεν εις το Κογκρέσσον συγκεκριμένας σχετικάς προτάσεις.” Αλλά το κίνητρο και οί αντικειμενικοί σκοποί της προεδρικής δηλώσεως ήσαν αρκετά διαφανείς για να ικανοποιήσουν την ελληνική πλευρά.
Συνάντησις με την AHEPA
Αντικειμενικός σκοπός του Λευκού Οίκου, ο οποίος δε άφησε καμμιά ευκαιρία που να μη επικαλεσθή την στρατηγική σημασία της Τουρκίας, παρέμεινε η επανάληψι της βοηθείας. Οι προηγούμενοι μήνες είχαν αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η Ομογένεια αποτελούσε μια δύναμι συμπαγή και αποφασισμένη. Ή επιρροή που είχε στα μέλη του Κογκρέσσου ήταν κάτι που ελάχιστοι δημοσιολόγοι και πολιτικοί παρατηρητές θα είχαν προΐδει ένα μόλις χρόνο πριν, δεδομένου ότι και με τους πιο γενναιόδωρους υπολογισμούς η εν Αμερική Ομογένεια μόλις φτάνει το ενα εκατοστό του συνόλου του αμερικανικοί λαού.
Ο πρόεδρος Φορντ απεφάσισε να στραφή προσωπικά πλέον προς την ηγεσία της Ομογενείας και να ζήτηση την συμπαράστασί της. Στις 25 Απριλίου 1975, ή ηγεσία της AHEPA προσεκλήθη στον Λευκό Οίκο για μια σοβαρή σύσκεψι. Στην συνάντησι παρίστατο και ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Κίσσινγκερ. Κατά την σύσκεψι ο πρόεδρος Φορντ ανεφέρθη στην στρατηγική σημασία της Τουρκίας και προέβαλε τον ισχυρισμό οτι ή διακοπή της βοηθείας έβλαψε την προσπάθεια για την εξεύρεσι λύσεως στο Κυπριακό.
Η αντιπροσωπεία της ΑΗΕΡΑ περιελάμβανε έκτος από τον ύπατο πρόεδρο, κ. Ουΐλλιαμ Τσιργώτη και τον αντιπρόεδρο Πήτερ Ντέρζη, τους τότε αξιωματούχους Άλεξ Ντιμάρ, Ντένη Λειβαδά, Ουΐλλιαμ Τσαφάρα, Τζών Πλουμίδη, Πήτερ Μπελλ, Αλ. Βονίτη, Στηβ Μπετζάλο, Τζών Πάπα (ταμία) και την κ. Μαίρη Ντινέλλ, ύπατο πρόεδρο των Θυγατέρων της Πηνελόπης.
Η ηγεσία της AHEPA επέρριψε το βάρος της ευθύνης για την συνεχιζόμενη κατάστασι στην Κύπρο στον τουρκικό σωβινισμό, και στην δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη πεποίθησι των Τούρκων οτι μπορούν να στηρίζωνται στην συμπαράστασί του Λευκού Οίκου. Στις αρκετά πιεστικές παρακλήσεις του προέδρου και του υπουργού των Εξωτερικών να υποστείλη η οργάνωσι την αντίθεσί της προς την επανάληψι της βοηθείας προς την Τουρκία, ο τότε πρόεδρος της AHEPA κ. Τσιργώτης απάντησε ότι η ΑΗΕΡΑ θα ήταν πρόθυμη να υποστήριξη την πολιτική της Κυβερνήσεως για την επανάληψι της βοηθείας υπό τρεις κυρίως ορούς. Όπως αποκάλυψε λίγες μέρες αργότερα σε δηλώσεις προς τον Εθνικό Κήρυκα ο κ. Τσιργώτης οι τρεις οροί ήσαν: 1] Να αποσυρθούν οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής από όλα τά εδάφη που κατέχουν παρανόμως. 2] Να αναληφθή εκ μέρους της Τουρκίας συγκεκριμένη υποχρέωσι, ή να δοθή υπόσχεσι, ότι δεν θα γίνουν περαιτέρω τουρκικές επιθέσεις, και 3] Να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες και εκτοπισθέντες στις εστίες τους “σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 3212 ομόφωνον απόφασιν των Ηνωμένων. Εθνών.” Λίγες μέρες αργότερα ο πρόεδρος της ΑΗΕΡΑ επανέλαβε τά σημεία αυτά σε επιστολή του προς τον πρόεδρο Φορντ.
Στις 16 Μαΐου το προεδρείο της ΑΗΕΡΑ συνηντήθη και πάλι με τον Κίσσινγκερ στο Στέητ Ντιπάρτμεντ, σε μια τελευταία προσπάθεια του υπουργού των Εξωτερικών να επιτύχη μια ευνοϊκή για την πολιτικήν του μεταβολή στην στάσι του Ελληνισμού της Αμερικής. Επρόκειτο να γίνη μια νέα απόπειρα στο Κογκρέσσο για την επανάληψι της βοηθείας, και ο Κίσσινγκερ εγνώριζε οτι εάν συνεχίζετο ο έντονος αγώνας της Ομογενείας η απόπειρα θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.
Ο Κίσσινγκερ είχε ένα σοβαρό λόγο να θέλη την επανάληψι της βοηθείας. Οι Τούρκοι, για να πιέσουν ακόμα περισσότερο την αμερικανική κυβέρνησι, είχαν αρχίσει να κάνουν υπαινιγμούς στά διπλωματικά παρασκήνια οτι θα έκλειναν τις επί τουρκικού εδάφους αμερικανικές βάσεις. Ήταν ένας εμφανής εκβιασμός.
Στις 19 Μαΐου 1975 η Γερουσία με πλειοψηφία μιας μόνον ψήφου (41 έναντι 40) ενέκρινε ενα νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο που εξουσιοδοτούσε τον πρόεδρο Φορντ να άρη την απαγόρευσι που είχε θεσπίσει το Κογκρέσσο Στις 5 Φεβρουαρίου, εάν κατά την κρίσι του επεβάλλετο η επανάληψις. Το νομοσχέδιο προφανώς είχε άμεσο συσχετισμό με τον τουρκικό εκβιασμό.
Αμέσως η Ομογένεια ετέθη και πάλι σε κίνησι. Επί αρκετές εβδομάδες ή ηγεσία του Κογκρέσσου –που βασικά απεδέχετο τις απόψεις του Λευκού Οίκου– απέφυγε να πιέση τά πράγματα, αναζητώντας συμβιβαστικές λύσεις που θα ικανοποιούσαν την Τουρκία, χωρίς να προκαλούν την απόλυτη αντίθεσί της πλειοψηφίας των βουλευτών και γερουσιαστών. Τελικά, στις 13 Ιουλίου, η Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Βουλής ενέκρινε μερική επανάληψι της παροχής οπλών τα οποία είχε ήδη αγοράσει και πληρώσει η Τουρκία υπό τον όρον οτι τά όπλα αυτά δεν θα εχρησιμοποιούντο στην Κύπρο για τον ανεφοδιασμό των εκεί τουρκικών δυνάμεων. Η απόφασι αυτή της Επιτροπής δεν ήταν τελεσίδικη. Απαιτούσε την επιψήφισί της από την ολομέλεια της Βουλής, και φυσικά και από την Γερουσία
Με πρωτοβουλία Πανελληνίου Επιτροπής Εκτάκτου Ανάγκης έγιναν αμέσως προετοιμασίες για μια μαζική διαδήλωσι στον χώρο του Καπιτωλίου. Με την συμπαράστασι της AHEPA, της GAPA, της Πανηπειρωτικής και των άλλων οργανώσεων, της Free Cyprus Coalition της Ουάσιγκτον, και άλλων οργανώσεων, πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου η τρίτη κατά σειρά ογκώδης διαδήλωσις έξω από το Καπιτώλιο. Η εκδήλωσις ήταν όντως εντυπωσιακή και εκαλύφθη από τον Τύπο και την Τηλεόρασι περισσότερο από τις προηγούμενες συγκεντρώσεις στην Ουάσιγκτων.
Στις 24 Ιουλίου, ή Ολομέλεια της Βουλής κατεψήφισε το “φιλοτουρκικό” νομοσχέδιο με 223 ψήφους έναντι 206. Ο πρόεδρος Φορντ σε δηλώσεις του είπε οτι η άρνησις της Βουλής να αναθεώρηση την απαγόρευσι της 5ης Φεβρουαρίου “μόνο σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη θα προξενήση εις τά ζωτικά συμφέροντα της εθνικής αμύνης των Ηνωμένων Πολιτειών.”
Χωρίς καθυστέρησι, ή Τουρκία έθεσε σε εφαρμογή τον εκβιασμό που είχε επιλέξει. Με απόφασι τής τουρκικής κυβερνήσεως, όλες οι επί τούρκικου εδάφους αμερικανικές βάσεις ετέθησαν υπό τουρκικό έλεγχο και διεκόπη η λειτουργία τους.
Η αμερικανική κυβέρνησις και οί σύμμαχοι της στο Κογκρέσσο ενόμισαν οτι η τουρκική ενέργεια θα “συνέτιζε” την δύστροπη πλειοψηφία του Κογκρέσσου. Άλλες δυο απόπειρες που έγιναν για να άνοιξη και πάλι το θέμα απέτυχαν. Κα! τελικά, η όλη υπόθεσις μετετέθη στον Σεπτέμβριο.
Ο πρόεδρος Φορντ, με προφανή δυσφορία, επέκρινε το
Κογκρέσσο σε μια τηλεοπτική του συνέντευξι Στις 7 Αυγούστου, λέγοντας ότι η απόφασις του Κογκρέσσου για την διακοπή “ήταν η πιο εσφαλμένη απ’ όσες είδα κατά τά 27
χρόνια που υπηρέτησα στο Κογκρέσσο.”
[1]Maine: Πολιτεία των Η.Π.Α., η μεγαλύτερη από τις Πολιτείες που αποτελούν την Νέα Αγγλία, στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, στα σύνορα με τον Καναδά.
Σχόλια Facebook