«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 34ο
Ο σάλος της 20ης Κληρικολαϊκής
Η σοβαρώτερη κρίσις στις σχέσεις του αρχιεπισκόπου Ιακώβου με την Ομογένεια, εξέσπασε τον Ιούνιο του 1970, όταν με δική του πρωτοβουλία η 20η κληρικολαϊκή συνέλευσις απεπειράθη να αντικαταστήση την ελληνική γλώσσα στο τελετουργικό της Εκκλησίας με την “επιχώριο” γλώσσα και, επίσης, να “ανεξαρτοποιήση” την Αρχιεπισκοπή Αμερικής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η αντίδρασις του ελληνοαμερικανικού Τύπου και ενός μεγάλου τμήματος της Ομογενείας υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Οι περισσότερες οργανώσεις, περιλαμβανομένης της ΑΧΕΠΑ, εξεδήλωσαν με ψηφίσματα και ανακοινώσεις την απόλυτη αντίθεσί τους προς τις αποφάσεις της Κληρικολαϊκής. Ουσιαστικά, οι αποφάσεις αυτές της 20ης Κληρικολαϊκής αποτελούσαν την σοβαρώτερη απειλή κατά του ελληνικού χαρακτήρος της εν Αμερική Ορθοδοξίας. Η Εκκλησία είχε αντιμετωπίσει και άλλες δύσκολες ώρες εις το παρελθόν, ιδίως την εποχή του διχασμού και της πολυαρχίας, αλλά τότε δεν απειλούντο οι θεμελιακές βάσεις του θεσμού. Το 1970, όμως, η απειλή εστρέφετο εναντίον της ελληνικής υφής της Ορθοδοξίας και η απειλή προερχόταν από τον ίδιο τον προκαθήμενο της Εκκλησίας.
Η προσπάθεια εκείνη τελικώς απέτυχε, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε επίσημη συνοδική Απόκρισι υπέμνησε στην εν Αμερική Αρχιεπισκοπή ότι βάσει του 1ου άρθρου του Καταστατικού της, αποτελεί “Επαρχία του Κλίματος του Αγιοτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού θρόνου…” και ότι, βάσει επίσης του 2ου άρθρου του Καταστατικού της Αρχιεπισκοπής, “λειτουργική γλώσσα εστίν η Ελληνική, εν η εγράφησαν τα Άγια Ευαγγέλια…”. Η μόνη παραχώρησις του Πατριαρχείου συνίστατο στην επανάληψι της αποδοχής των αποφάσεων του 1964 για την ανάγνωσι του Ευαγγελίου και της Αποστολικής Επιστολής και στην αγγλική.
Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής προσεπάθησε στην αρχή να μείωση την εντύπωσι από την αυστηρή υπόμνησι του πατριάρχου, αλλά τελικά ανέκρουσε πρύμναν και, στην 21η κληρικολαϊκή συνέλευσι, ο αρχιεπίσκοπος εδήλωσε κατά τον “επισημότερον τρόπον” οτι η Αρχιεπισκοπή σκοπεύει να πολιτευθή του λοιπού επί τη βάσει “του 1ου και του 2ου άρθρου του Συντάγματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής” όπως είχε υποδείξει το Πατριαρχείο. Παρά ταύτα, πολλοί ιερείς συνεχίζουν να απαγγέλλουν ή να ψάλλουν σε αγγλική μετάφρασι ύμνους καί ευχές άπό την θεία λειτουργία, με κωμικά ενίοτε αποτελέσματα.
Πολιτικές πρωτοβουλίες
Δυσαρέσκειες και διαφωνίες προκαλεί ενίοτε και η ανάμιξις του αρχιεπισκόπου σε θέματα εθνικής φύσεως, όπως το Κυπριακό. Είναι φυσικό να θέλη ο Αρχιεπίσκοπος να διαδραματίση ενα ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια της Ομογενείας να προώθηση μια δίκαιη και ρεαλιστική λύσι του προβλήματος. Αλλά ο αρχιεπίσκοπος, όπως ο ίδιος ανεγνώρισε σε μια ομογενειακή συγκέντρωσι στην Ουάσιγκτων, δεν είναι δυνατόν να παίξη τον ρόλο Εθνάρχου, αφ’ ενός γιατί η Ομογένεια δεν αποτελεί ενα υπόδουλο τμήμα του έθνους, αφ’ έτερου επειδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ευρίσκεται κάτω από τον τουρκικό έλεγχο, καί τέλος επειδή στην Αμερική έχει συνταγματικώς θεσμοθετηθή ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται οτι οι κοινότητες ασκούν σημαντική επιρροή στα μέλη τους και, συνεπώς, έχουν την δυνατότητα να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο. Και με την απλή ακόμα επίνευσι και ευλογία των ενεργειών που καταβάλλουν οι πατριωτικές οργανώσεις, οι ιερείς και οι κοινότητες μπορούν να υποβοηθήσουν σημαντικά το έργο τους. Αλλά η πρωτοβουλία ανήκει κυρίως στις οργανώσεις που θεωρούνται αποδεκτοί φορείς και νόμιμοι μοχλοί πολιτικής πιέσεως μέσα στα πλαίσια του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό και η προσπάθεια του αρχιεπισκόπου να θέση όλες τις ελληνοαμερικανικές οργανώσεις κάτω από την “ομπρέλλα” του Ηνωμένου Ελληνοαμερικανικού Κογκρέσσου δεν ετελεσφόρησε. Παρά τον πομπώδη τίτλο του, το Κογκρέσσο έχει ελάχιστη δράσι να επίδειξη. Ολόκληρη η μεγαλειώδης προσπάθεια της περιόδου 1974–1976 οφείλεται στον ιερό ζήλο χιλιάδων ομογενών που με τις ποικιλώνυμες οργανώσεις τους έδιναν το “παρών” σε κάθε εκδήλωσι.
Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα –που θεωρεί απαράδεκτη την άμεση ανάμιξι της Εκκλησίας στον πολιτικό και κυβερνητικό τομέα– ευνοεί και αποδέχεται σαν ένα από τα κύρια στοιχεία του την δραστηριότητα των οργανώσεων πολιτών. Συνεπώς, το συμφέρον του Ελληνισμού επιβάλλει να επιτυγχάνεται εκάστοτε ο σωστός καταμερισμός αρμοδιοτήτων και ευθυνών μέσα στα πλαίσια μιας πατριωτικής προσπάθειας με ενιαίους αντικειμενικούς σκοπούς.
Σχόλια Facebook