«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 23ο
Ο άνθρωπος βέβαια έχει τη δύναμη να προσαρμόζεται στις καταστάσεις, στις ανάγκες (η να χάνεται, που τότε ξεχνιέται), και δε βρήκαν καλύτερες συνθήκες οι πρωτοπόρες άλλης καταγωγής που προηγήθηκαν –η ελληνική μετανάστευση είναι από τις τελευταίες στην Αμερική.
Άλλος παράγουν είναι τό οτι οι πρωτοπόροι ήταν από γερό ανθρώπινο υλικό –στο σώμα, στο νου και στην ψυχή. Αλλοιώς δεν τολμούσαν να γυρεύουν τύχη στην άκρη του κόσμου, όπως ήταν τότε η Αμερική, όπως τη νόμιζαν. Ούτε και άφηνε ο γονιός, όση οικονομική ανάγκη κι’ αν είχε, να φύγη το αγόρι του, και περισσότερο το κορίτσι του, που εξασκούσε γερό έλεγχο επάνω του τότε, να μισέψη για κόσμο άγνωστο και μακρυνό, όπως ήταν εκείνους τους καιρούς η Αμερική.
Έχει λοιπόν γερές, καλές, καταβολάδες η νέα γενιά, η ελληνοαμερικανική. Μα το κυριώτερο κεφάλαιο της σε ξεχωριστή μόρφωση και πνευματικά ανεβάσματα, π’ ανοίγουν το δρόμο και σ’ άλλες δραστηριότητες, ίσως να ήτανε η μεγάλη στοργή της ελληνίδας μάνας. Ποιον άλλον είχε δικό της δίπλα της στο μεγάλο ξένο κόσμο που βρέθηκε απ’ τα παιδιά της, και τον άντρα της που όμως λίγο τον έβλεπε! Η αγραμματωσύνη της και η επιμονή της να μη μάθη τη γλώσσα του τόπου, και να μη τη μιλάη με τά παιδιά της και γίνουν πιο ξένα με τις ρίζες τους στάθηκε ευεργετική γι’ αυτά.
Οι Κοινότητες
Στήν περίπτωσι της Εκκλησίας, το πρόβλημα ήταν διαφορετικό. Η ολότης σχεδόν των ιερέων στα προπολεμικά χρόνια προήρχετο από τήν Ελλάδα. Ο ρόλος του ιερέως στην Ελλάδα –όπου οι περισσότερες κοινωνικές λειτουργίες εξυπηρετούνται από άλλους έξω-εκκλησιαστικούς φορείς–είναι καθαρά εκκλησιαστικός. Στήν Αμερική, οι ελληνορθόδοξοι ιερείς ανεκάλυπταν ταχύτατα ότι ο ρόλος τους ήταν πολύ πιο ευρύς και περίπλοκος. Πολλοί δεν είχαν τά εφόδια για να ανταποκριθούν στις επηυξημένες απαιτήσεις. Όχι, βέβαια, από έλλειψι καταρτίσεως θεολογικής. Κάθε άλλο. Η αδυναμία συνίστατο κατά μέγα μέρος στις πολιτιστικές τους εμπειρίες και στους εθιμοτυπικούς και κοινωνικούς τους προσανατολισμούς.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας[1] διέγνωσε την ανάγκη να αποκτήσουν οι Κοινότητες ιερείς που να γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία τις ιδιοτυπίες της αμερικανικής κοινωνίας και τις ειδικές ανάγκες των νέων της δεύτερης γενεάς, στα χέρια των οποίων αργά ή γρήγορα θα περνούσε η ευθύνη για την διατήρησι της ελληνικής Ορθοδοξίας στην Αμερική. Το 1937, η Αρχιεπισκοπή απέκτησε στην πόλι Πόμφρετ (Pomfret) στην Κοννέκτικατ, μια ιδιοκτησία με εκατόν σαράντα οκτώ στρέμματα γης, στην οποία και εγκατεστάθη η Θεολογική Σχολή, που θα εξεπαίδευε τους νέους αμερικανογεννημένους ιερείς. Για την συλλογή του ποσού που εχρειάζετο για τήν αγορά και την εγκατάστασι της Σχολής, η Αρχιεπισκοπή εστράφη προς την Ομογένεια. Στήν επιτυχία του εράνου συνέβαλε ιδιαίτερα ο Εθνικός Κήρυξ, όπως επισημαίνει ο Θεοδ. Σαλούτος. Η Θεολογική Σχολή άρχισε να λειτουργή στις 3 Οκτωβρίου 1937 με τρεις καθηγητές και δεκατέσσερεις φοιτητές. Κι’ ήταν η ίδρυσις της Θεολογικής μια ακόμα καταβολάδα στο ρίζωμα της Ομογενείας.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου (1920–1940) –που είναι και η περίοδος κατά την οποία η δεύτερη γενεά αρχίζει να ωριμάζη και να αποτελή ένα νέο, βασικό παράγοντα στην δομή και την σύνθεσι της Ομογενείας –δεν ήταν ευνοϊκή για την ανάπτυξι “φιλελληνικού” πνεύματος μεταξύ των νέων της δεύτερης γενεάς. Τα γεγονότα από την Ελλάδα κατά τις δυο αυτές δεκαετίες, δεν πρόσφεραν πολλές ευκαιρίες για εθνική υπερηφάνεια. Τά αλλεπάλληλα κινήματα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η πολιτική αστάθεια καί ανωμαλία, που τελικά ωδήγησε στην επιβολή της Μεταξικής δικτατορίας,[2] η φτώχεια της Ελλάδος την εποχή εκείνη, και, από την άλλη πλευρά, η τάσις των Αμερικανών να δείχνουν περιφρόνησι προς τους μετανάστες από τα Βαλκάνια και τις σλαυϊκές χώρες, και η τρομερή έλξι που ασκούσε πάνω στους νέους η Αμερική και ο αμερικανικός τρόπος ζωής, όλα αυτά επενεργούσαν αρνητικά σε κάθε προσπάθεια που απέβλεπε στο να ενισχύση και να προβάλη την ελληνικότητα των ομογενών της δεύτερης γενεάς.
Κατά μέγα μέρος την εποχή εκείνη, οι νέοι της δεύτερης γενεάς έδειχναν αδιαφορία για τα ελληνικά θέματα. Οι οργανώσεις υπήρχαν γιατί τις κρατούσαν στην ζωή οι ελληνοφερμένοι μετανάστες. Σπάνια κατόρθωναν τότε να προσελκύσουν νέους της δεύτερης γενεάς. Ακόμη και η οργάνωσις νέων της AHEPA, οι Υιοί του Περικλέους, πού απέβλεπε στο να “ενισχύση την αγάπη και τον θαυμασμό προς τον Ελληνικό πολιτισμό, τις παραδόσεις, και τα ιδεώδη,” δεν είχε την εποχή εκείνη μεγάλη απήχησι. Οσάκις εγείρετο κανένα εθνικό ζήτημα, όπως με τα γεγονότα της Κύπρου το 1931,[3] ή με τήν ανακίνησι του θέματος της Δωδεκανήσου, όπου απειλείτο να εξιταλισθή ο πληθυσμός με τά μέτρα τής φασιστικής κυβερνήσεως του Μουσολίνι το 1934,[4] ήταν ο ελληνόφωνος Τύπος και οι ελληνογεννημένοι μετανάστες που εκινητοποιούντο. Αλλά και αυτοί έδειχναν περιωρισμένο σχετικά ενδιαφέρον, γιατί τους απορροφούσαν περισσότερο τα δικά τους προβλήματα, σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας στην Αμερική.
Μπροστά στα δεδομένα αυτά, οι προοπτικές δεν ήσαν ευοίωνες. Οι πιο απαισιόδοξοι, προέβλεπαν οτι με το πέρασμα της γενεάς των εξ Ελλάδος μεταναστών, ο Ελληνισμός της Αμερικής θα απερροφάτο από το αμερικανικό “χωνευτήρι”, και θα χανόταν μέσα στο αμερικανικό σύνολο.
ΑΥΡΙΟ: Ιστορική καμπή: 28 Οκτωβρίου 1940
[1] Αθηναγόρας Ι –κοσμικό όνομα Αριστοκλής Σπύρου– (25 Μαΐου 1886, Βασιλικό Ιωαννίνων – 7 Ιουλίου 1792, Κωνσταντινούπολη): Σημαντικός ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μητροπολίτης Κερκύρας (1922), Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής (1930), Οικουμενικός Πατριάρχης (1948-1972). Πρωταγωνίστησε στη συμφιλίωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, όταν το 1964, μετά από πρωτοβουλία του συνάντησε τον Πάπα Παύλο Στ’ στην Ιερουσαλήμ και λειτούργησε μαζί του.
[2] Για τα κινήματα και τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή κατά την περίοδο του Μεσοπόλεμου βλ. το βιβλίο του Θάνου Βερέμη, Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική, 1916-1936, [Εξάντας], Αθήνα 1977.
[3] Πρόκειται για την εξέγερση του Οκτωβρίου 1931, την πρώτη βίαια αντιπαράθεση του ελληνοκυπριακού στοιχείου με τη βρετανική διοίκηση. Στόχος της εξέγερσης ήταν ο τερματισμός της βρετανικής κυριαρχίας. Οι ταραχές ξεκίνησαν από τη Λευκωσία και εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις. Τελικώς η κατάσταση επανήλθε στην ομαλότητα με τον εκτοπισμό των πρωταιτίων και με τη βοήθεια της ελληνικής (βενιζελικής) κυβέρνησης η οποία αρνήθηκε να ενθαρρύνει τους εξεγερμένους επιλέγοντας να “ενεργήσει σωστά και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που δημιουργούσε η φιλία μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας.”
[4] Από το 1924, επί διοικήσεως Mario Largo, και στη συνέχεια επί διοικήσεως de Vecchi (1936-43), καταργήθηκαν όλα τα προνόμια τα οποία απολάμβαναν οι Έλληνες από την περίοδος της οθωμανικής διοίκησης. Έτσι οι ντόπιοι έπαψαν πλέον να συμμετέχουν στην τοπική διοίκηση και ορίστηκε, ως επίσημη γλώσσα, η ιταλική.
Σχόλια Facebook