Ενόψει της συνάντησης των Αθηνών

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Η ψυχραιμία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη τούτες τις κρίσιμες ώρες και πρέπει να επικρατήσει σε κάθε βήμα της δημόσιας ζωής της Ελλάδος.  Ένας τομέας, που επίσης χρειάζεται νηφαλιότητα και προσοχή στην προσέγγιση, είναι και ο Οικουμενικός Ελληνισμός, όρος που τείνει πλέον -με την παρότρυνση του ΥΦΥΠΕΞ-  να επικρατήσει του μέχρι σήμερα αποκαλούμενου Απόδημου Ελληνισμού.

Σε λίγες μέρες (6 Σεπτεμβρίου 2012) είναι προγραμματισμένη συνάντηση του προεδρείου του ΣΑΕ με τον Υφυπουργό Εξωτερικών κ. Κων. Τσιάρα. Υπάρχουν ερωτήματα. Γιατί γίνεται η συνάντηση αυτή; Θα είναι αποδοτική; Θα βοηθήσει στο “διά ταύτα”; Υπάρχει συνολικά επεξεργασμένο και συμφωνημένο σχέδιο του προεδρείου για τις εξελίξεις ή πάμε κατά μόνας ή, στην καλύτερη περίπτωση, κατά πλειοψηφία; Αρκεί μιά περιστασιακή πλειοψηφία, έστω και νομότυπη, για να  αποφασίσει θεμελιώδεις για την ύπαρξη του θεσμού, αλλαγές;  Ο κ. Υπουργός τι θα μπορούσε να πει ή να κάνει επιπλέον ή λιγότερο των όσων έχει πει και έχει δρομολογήσει; Με δυό λέξεις, έχει νόημα αυτή η συνάντηση;

Στις δημοκρατίες κάθε συνάντηση, κάθε διάλογος, έχει νόημα. Αρκεί να τηρούνται οι κανόνες. Και εδώ πρέπει να σταθεί κανείς αρτενίζοντας την αλήθεια: Οικουμενικός ή Απόδημος ο Ελληνισμός βιώνει εδώ και αρκετά χρόνια την αδυναμία του ΣΑΕ να σταθεί ως αξιόπιστος και ευρέως αποδεκτός αντιπρόσωπός του. Ζει την  αρνητική εμπειρία της αυτοκατάρρευσης ενός θεσμού που γεννήθηκε με τη φιλοδοξία να αποτελέσει την “ομπρέλλα” που θα ένωνε την Ομογένεια από το ένα στο άλλο άκρο της γης.

Φτιάξανε τον τρούλο, ξεχάσανε τα θεμέλια!

Μέχρις εδώ, όμως. Το ΣΑΕ δεν έχει αρνητικές μόνον σελίδες, έστω και εάν αυτές είναι οι περισσότερες. Υπήρξαν περίοδοι στην διαδρομή του που προσέφερε κάποιο έργο, ιδίως με τα  Κέντρα Υγείας στη Μαύρη Θάλασσα, αν και αυτά μάλλον υπόθεση του Υπουργείου Εξωτερικών έπρεπε να είναι, παρά του ΣΑΕ.

Το ΣΑΕ απέτυχε όχι μόνον γιατί  ορισμένοι από τους ταγούς του ήταν κατώτεροι των περιστάσεων και  επιδόθηκαν σε ταξίδια και σε πανηγύρια. Αυτά κόστισαν -κακώς-  χρήμα στον ελληνικό λαό, αλλά δεν οδήγησαν το ΣΑΕ στην τελική του αποτυχία. Το ΣΑΕ είχε εκ γεννετής μέσα του το μικρόβιο της διάλυσης. Η σύλληψή του όπως και η οργάνωσή του ήταν απότοκος κομματικών εξισώσεων. Κατασκευάστηκε στην Αθήνα και φορέθηκε “καπέλο” στην Ομογένεια. Η αποτυχία ήταν δεδομένη εξ αρχής.

Βέβαια τα πράγματα ούτε ήταν ούτε εξελίχθηκαν τόσο απλά. Η σημερινή κατάσταση πλήρους διάλυσης και ανυποληψίας πέρασε από πολλές ατραπούς, διάβηκε πολλές κακοτοπιές και ευθύνονται πολλοί, σε διαφορετικά μεγέθη και πεδία και στις δύο όχθεις του Ρουβίκωνα. Η οργάνωση της ομογένειας είναι ένα ζήτημα που έρχεται από παλιά και θα πάει μακριά. Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γιατί οι ομογενείς δεν είναι απλή περίπτωση. Κάθε ήπειρος και κάθε κράτος όπου υπάρχουν ομογενειακές παροικίες έχουν τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους προτεραιότητες, τα δικά τους ενδιαφέροντα, τις δικές τους επιδιώξεις. Κάθε ένας ομογενής έχει τη δική του ιστορία, τη δική του προσφορά, τη δική του οπτική γωνία.

Είναι γι αυτό το λόγο άτοπο να προβάλλονται εύκολες λύσεις, να κυκλοφορούν απλοϊκά σενάρια και να διατυπώνονται αβασάνιστες  προτάσεις, που παρά τις καλές προθέσεις, μάλλον δεν συγκλίνουν προς την ανάγκη να υπάρξει μία θεραπεία η οποία θα διέλθει όλα τα απαραίτητα στάδια της ανάρρωσης.

Πρώτα η διαφάνεια στα οικονομικά. Έπειτα, η νομοθετική αντιμετώπιση της κακοφωνίας της διετούς παράτασης της θητείας του προεδρείου.  Στη συνέχεια, η εκλογική διαδικασία η οποία μπορεί να αναδείξει μία μεταβατική ηγεσία  (με τα όποια αδιάβλητα στελέχη της οργάνωσης) που έργο της θα έχει την διεξαγωγή μιας εμπεριστατωμένης έρευνας σε ομογενειακό επίπεδο και με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για την μορφή που θα είναι επιθυμητή και χρήσιμη στην ομογένεια (και τη γενέτειρα) να λάβει η όποια οργάνωση-ομπρέλα.

Η οποία, θα πρέπει να έχει ΚΑΙ μία έμμεση μορφή χρηματοδότησης από την γενέτειρα, παράλληλα με την αυτοχρηματοδότηση του πολύ μεγαλύτερου μέρους των λειτουργικών της δαπανών.

Τίποτε δεν μπορεί να γίνει ερήμην της ομογένειας με σοβαρή προοπτική επιτυχίας. Και όταν λέμε ομογένειας, δεν εννοούμε, φυσικά τους λίγους “ηγέτες” π0υ κουβαλούν -άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, κάποιοι καθόλου- μέρος της ευθύνης για την παρούσα ομογενειακή κατάσταση της αδράνειας, της αδιαφορίας και της απόστασης που χαρακτηρίζει τους άλλοτε ισχυρούς, στενούς και για εκατονταετίες  άρρηκτους δεσμούς Ομογένειας – μητροπολιτικού κέντρου. Αναφερόμαστε στο σύνολο των Ομογενών μας.

Και κυρίως, δεν μπορεί η εκπροσώπηση της ομογένειας να γίνει “σπορ” των πλουσίων, μόνον, ομογενών ή των ομογενών με τις κομματικές καταβολάδες στην Αθήνα!