«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 20ο
AHEPA και GAPA
Δεν ήταν εύκολη η μεταστροφή αυτή. Και για πολλούς, αντιμαχόμενα αισθήματα προς τις δύο πατρίδες θα παρέμεναν ενα βασανιστικό ψυχολογικό πρόβλημα για πολλά χρόνια. Αλλά η πραγματικότητα είχε τις δικές της απαιτήσεις και την δική της δύναμι. Εφ’ όσον δεν ήταν πια πρακτική προσδοκία η επιστροφή στην Ελλάδα, η σωστή γραμμή θα ήταν να αποκτήσουν οι μετανάστες τα εφόδια εκείνα που θα τους επέτρεπαν να προοδεύσουν στην νέα πατρίδα τους. Η γλώσσα ήταν ενα από τα εφόδια που έπρεπε να απόκτηση ο μετανάστης αν ήθελε να επιτύχη.
Ως τότε, ένας μεγάλος αριθμός ελληνοαμερικανικών οικογενειών, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, έμεναν σε “ελληνικές γειτονιές” όπου η ελληνική εξακολουθούσε να είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας. Μόνο στην δουλειά τους, οι μετανάστες ήσαν αναγκασμένοι να μιλούν αγγλικά, αλλά κι’ αυτά σε περιωρισμένη κλίμακα, και βασικά γύρω από τα τεχνικά θέματα της δουλειάς τους. Το κατ’ ανάγκην περιωρισμένο λεξιλόγιο δεν επέτρεπε στον μετανάστη να αναπτυχθή και να προοδεύση, ιδίως στον οικονομικό τομέα. Και δεν ήταν μόνο η γλώσσα. Ο εξαμερικανισμός προϋπέθετε και την προσαρμογή στην νοοτροπία, τα επιχειρηματικά ήθη, τον τρόπο ζωής του αμερικανικού λαού.
Με τις σκέψεις αυτές, και υστέρα από πολλές προκαταρκτικές συζητήσεις, μια μικρή ομάδα Ελληνοαμερικανών στην Ατλάντα της Πολιτείας Γεωργίας[1] συνήλθε στις 26 Ιουλίου 1922 στην ελληνική εκκλησία και απεφάσισε την ίδρυση μίας οργανώσεως που θα απέβλεπε ακριβώς στην προώθησι του εξαμερικανισμού των ελλήνων μεταναστών. Δεν ήταν εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι η συνάντησις έγινε στην Ατλάντα. Την εποχή εκείνη, η περιβόητη ρατσιστική οργάνωσις Κου-Κλουξ-Κλαν ασκούσε εκτεταμένη επιρροή στις Πολιτείες του Νότου.[2] Η τρομοκρατική της δράσις δεν περιωρίζετο μόνο σε αγριότητες εναντίον των Νέγρων. Επεξετείνετο συχνά και σε λευκούς μετανάστες που δεν είχαν προσαρμοσθή και εξακολουθούσαν να αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ενα “ξένο” σώμα.
Η Κου-Κλουξ-Κλαν περιελάμβανε, ιδίως στα κατώτερα επίπεδα, αμερικανούς εργάτες και αγρότες με περιωρισμένα επαγγελματικά και πολιτιστικά φόντα, που θεωρούσαν τους νέους μετανάστες ως εχθρικά στοιχεία, τα οποία τους έπαιρναν τις δουλειές στις φάμπρικες, στους σιδηροδρόμους, και σε άλλα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μιας και οι μετανάστες ήσαν πρόθυμοι να δουλέψουν και για ενα κομμάτι ψωμί. Οι Έλληνες συχνά αντιμετώπιζαν πιέσεις και εχθρικές ενέργειες της μορφής αυτής. [3]
Δύο ελληνοαμερικανοί κάτοικοι της Ατλάντας, ο Γεώργιος Νικολόπουλος από το Καρπενήσι και ο Γιάννης Αγγελόπουλος από την Δίβρη[4] είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν πόσο σοβαρό ήταν το πρόβλημα, καθώς ταξίδευαν για τις εμπορικές τους δουλειές στις Νότιες Πολιτείες. Το καλοκαίρι του 1922, έτυχε να συναντηθούν στην Πολιτεία Τεννεσσή (Tennessee) και να συζητήσουν πάνω στην κακομεταχείρισι που αντιμετώπιζαν εκείνοι ιδίως οι Έλληνες που εξακολουθούσαν να μένουν βασικά ξένοι προς την αμερικανική κουλτούρα. Οι ειδήσεις από την Ελλάδα ήταν μάλλον απογοητευτικές, καίτοι δεν είχε ακόμα καταρρεύσει τό μέτωπο.
Η νέα μεταναστευτική νομοθεσία της Αμερικής, εξ άλλου, έκανε όχι μόνο την άφιξι νέων μεταναστών δύσκολη, αλλά και την επιστροφή εκείνων που θα πήγαιναν πίσω στην Ελλάδα αμφίβολη. Όλοι οι οιωνοί έδειχναν πως τα όνειρα της επιστροφής θα έμεναν όνειρα για τους περισσότερους. Η μόνη λύσις, ήταν να γίνουν οι έλληνες μετανάστες όσο το δυνατόν περισσότερο “Αμερικανοί”.
Όταν επέστρεψαν στην Ατλάντα, οι δύο εκείνοι Ελληνοαμερικανοί παρουσίασαν τις σκέψεις τους σε καμμιά δεκαριά άλλους στενούς φίλους τους. Τελικά, τέσσερεις έδειξαν θερμή ανταπόκρισι κι’ έτσι επραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συνεδρίασης της 26ης Ιουλίου. Χάριν της Ιστορίας, αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα τους. Τζέιμς Κάμπελλ (James Campbell) από τo Κακοτάρι, ο Νίκολας Τσότας (Nicolas D. Chotas) από τα Λεχαινά, ο James Vlassαπό την Ιθάκη, και o Χάρυ Αγγελόπουλος (Harry Angelopoulos) από την Δίβρη. Λίγες εβδομάδες αργότερα, προσετέθηκαν δυο ακόμα ιδρυτικά μέλη, ο Τζωρτζ Κάμπελλ (George Camphell) και ο Σπύρος Στάμος (Speros J. Stamos). H χρησιμοποίησις των αμερικανοποιημένων ονομάτων δεν ήταν τυχαία. Στην νέα οργάνωσι, η χρησιμοποίησις της αγγλικής στις συνεδριάσεις θα ήταν υποχρεωτική.
Οι σύνεδροι απεφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα οργάνωσι, που όπως διεκήρυττε το Καταστατικό που συνέταξαν, θα απέβλεπε στο να έμπνευση πίστι και αφοσίωσι στην “χώρα στην οποίαν ζούμε”, ενώ παράλληλα θα επεδίωκε να προωθήση παντού, αλλά ιδίως στις Η.Π.Α., “καλύτερη κατανόησι του ελληνικού λαού και Εθνους, και να ξαναζωντανέψη, να καλλιεργήση, να πλουτίση και να συναγείρη εις την υπηρεσία της Ανθρωπότητος τα ευγενέστερα χαρακτηριστικά και ύψιστα ιδεώδη του αληθινού ελληνικού πνεύματος.” Ή οργάνωσις θα είχε διαφωτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, με την ευρύτερη έννοια του ορού. Ο τίτλος της αντανακλούσε τους βασικούς της προσανατολισμούς: American Hellenic Educational Progressive Association (Αμερικανοελληνική Εκπαιδευτική Προοδευτική Ένωσις). Δυο μέρες μετά την πρώτη ιδρυτική συνεδρίασι, η δικηγορική εταιρεία Χάτσινσον & Μόρρις (Hutchenson and Morris) κατέθεσε στο αρμόδιο δικαστήριο της Κομιτείας Φούλτον (Fulton) τήν αίτησι των έξι πρώτων μελών για τήν ίδρυσι της AHEPA. Η νέα οργάνωσις ζητούσε να πάρη την μορφή επισήμως ανεγνωρισμένου Σωματείου, σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας Γεωργίας, με διάρκεια είκοσι ετών, αλλά και με το δικαίωμα να ανανεωθή η έγκρισις κατά την εκπνοή της εικοσαετίας.
Μιμούμενοι τους Τέκτονες και άλλες οργανώσεις που προέβλεπαν οι ιδρυτές της AHEPA εθεσμοθέτησαν ενα μυστικό τελετουργικό, τόσο για την εισδοχή νέων μελών όσο και για τις συνεδριάσεις. Παρασύνθημα, ειδική χειραψία, ειδικός τρόπος χαιρετισμού, μυστικό σήμα αναγνωρίσεως των μελών μεταξύ τους, απετέλεσαν πρωτότυπα και ασυνήθιστα για ελληνοαμερικανική οργάνωσι χαρακτηριστικά.
Η εισδοχή νέου μέλους προαπαιτούσε αίτησι προς τήν τοπική “στοά”. Κάθε αίτησις συνεζητείτο από τα μέλη της στοάς. Βάσει του Καταστατικού, τρεις αρνητικοί ψήφοι αρκούσαν για να απορριφθή η εισδοχή ενός νέου μέλους.
Καίτοι τα αρχικά βήματα ήταν δύσκολα, η νέα οργάνωσις άρχισε να κατακτά έδαφος. Μέσα σ’ ενα χρόνο είχαν ιδρυθή τριάντα δύο τοπικές “στοές” σε δεκαπέντε Πολιτείες: Γεωργία, Νότιος Καρολίνα, Τεννεσσή, Βόρειος Καρολίνα, Οκλαχόμα (Oklahoma), Φλώριδα, Τέξας, Άρκανσω (Arkansas), Νέα Υόρκη Ουάσιγκτων (Washington), Λουϊζίάνα (Louisiana), Πεννσυλβάνια, Μασσαχουσέττη, Μαίρυλαντ, Αλαμπάμα (Alabama),
Η AHEPA αποτελούσε κάτι διαφορετικό από τις άλλες ελληνοαμερικανικές οργανώσεις. Σχεδόν όλες ήταν συνδεδεμένες με τον τόπο καταγωγής των μελών τους. Οι οργανώσεις των Αρκάδων, των Κρητών, των Ηπειρωτών, των Δωδεκανησίων, είχαν παίξει σημαντικό ρόλο, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της εισροής μεταναστών από την Ελλάδα. Ο νέος μετανάστης εύρισκε στους κόλπους των οργανώσεων αυτών ενα καταφύγιο, την σιγουριά της συντροφιάς ανθρώπων, που όχι μόνο μιλούσαν την γλώσσα του, αλλά συχνά ήσαν συγχωριανοί, συντοπίτες ή ακόμη και συγγενείς.
Η μόνη αξιόλογη παναμερικανική και πανελλήνια οργάνωσι κατά την προπολεμική περίοδο, ήταν η Πανελλήνιος Ένωσις, που είχε δημιουργηθή το 1907 με πρωτοβουλία του τότε έλληνος πρεσβευτού Κορομηλά. Αλλά η Πανελλήνιος Ένωσις ήταν πρωτίστως ενα πολιτικό όργανο του ελληνικού κράτους, που απέβλεπε περισσότερο στην εξυπηρέτησι των εθνικών βλέψεων της Ελλάδος με την κινητοποίησι του δυναμικού που ήδη αποτελούσε η Ομογένεια. Η οργάνωσις αυτή, τελικά καταποντίσθηκε στην καταιγίδα του εθνικού διχασμού. Αλλά και αν δεν την είχαν παρασύρει τα δραματικά γεγονότα της περιόδου εκείνης, πάλι θα έχανε έδαφος, γιατί οι σκοποί της, οσοδήποτε πατριωτικοί, δεν συνεβάδιζαν με την νέα πραγματικότητα που διεμορφώνετο για την Ομογένεια με την πάροδο του χρόνου. Η AHEPA, αντιθέτως, ανταποκρινόταν στους νέους προσανατολισμούς και τις καινούργιες ανάγκες που διεμόρφωναν τα πλαίσια μέσα στα όποια θα εκινείτο εφεξής η Ομογένεια.
Από την αρχή η AHEPA προσείλκυσε τους περισσότερο επιτυχημένους Ελληνοαμερικανούς, ιδίως εκείνους που είχαν σημειώσει επιτυχία στον επιχειρηματικό τομέα. Οι Ελληνοαμερικανοι αυτοί, είχαν επαγγελματικές σχέσεις κυρίως με Αμερικανούς. Ήθελαν να υποτονίσουν κατά το δυνατόν την ιδιότητα του “ξένου” και να προσαρμοσθούν όσο το δυνατόν περισσότερο στο αμερικανικό περιβάλλον. Κατά τα πρώτα ιδίως χρόνια, η AHEPA σε κάθε της εκδήλωσι ετόνιζε “την πίστι και αφοσίωσι προς την αμερικανική πατρίδα.” Μολονότι δε υπήρξαν και εκείνοι που θέλησαν να μετατρέψουν την AHEPA σε παρακλάδι της Αρχιεπισκοπής, κατά το πρότυπο της καθολικής οργανώσεως Ιππότες του Κολόμβου,[5] η ηγεσία, αλλά και τα περισσότερα μέλη, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την βασική αρχή της οργανώσεως για τον εξω-θρησκευτικό χαρακτήρα της. Επί πλέον, η AHEPA, καίτοι κατά κύριο λόγο οργάνωσις Ελληνοαμερικανών, είχε ανοικτές τις πύλες και σε μη έλληνες Αμερικανούς, ιδίως προσωπικότητες κύρους, που με την συμμετοχή τους θα προσέδιδαν μεγαλύτερο κύρος στην οργάνωσι.[6]
Ο βασικός αντικειμενικός σκοπός της AHEPA “να εμφύσηση στα μέλη της την βαθύτερη δυνατή πίστι και αφοσίωσι προς την Αμερική, τις αρχές και τους θεσμούς της… και να προώθηση την αμερικανική μόρφωσι μεταξύ των Ελλήνων” και η έντονη έμφασις που έδωσε στον εξαμερικανισμό των ελλήνων μεταναστών, προεκάλεσε την αντίδρασι πολλών, που είδαν αυτό τον “εξαμερικανισμό” σαν απειλή κατά της ελληνικής υφής της Ομογενείας. Ένα χρόνο μετά την ίδρυσι της AHEPA, στις 17 Δεκεμβρίου 1923, μια άλλη ομάδα Ελληνοαμερικανών στο Πίττσμπουργκ[7] ίδρυσε την GAPA (Greek American Progressive Association), τον “Ελληνοαμερικανικό Προοδευτικό Σύνδεσμο”).
Οι Ιδρυτές της GAPA ήθελαν να προασπίσουν και να διατηρήσουν την ελληνικότητα της Ομογενείας μέσα στα αμερικανικά πλαίσια. Αυτό βέβαια δεν εσήμαινε ότι η ηγεσία της GAPA εθεωρούσε την παραμονή στην Αμερική προσωρινή. Κάθε άλλο. Πάνω σ’ αυτό το σημείο τουλάχιστον, οι δυο οργανώσεις είχαν κοινή γραμμή. Αλλά η GAPA υπεστήριζε ότι η μόνιμη παραμονή δεν επέβαλλε την απεμπόλησι της ελληνικής κληρονομιάς. Η διατήρησις των ψυχικών και πατριωτικών δεσμών με την γενέτειρα δεν αποτελούσαν εμπόδιο στην πρόοδο του Ομογενούς, αλλά αντιθέτως εφόδιο και μια ασπίδα. Η GAPA, για να τονίση ακόμη πιο έντονα τον ελληνοπρεπή της χαρακτήρα, έθετε ως απαράβατο όρο την χρησιμοποίησι της ελληνικής σε όλες τις συνεδριάσεις και εκδηλώσεις της –σε κτυπητή και εσκεμμένη αντίθεσι προς την AHEPA, που εχρησιμοποιούσε απαρεγκλίτως την αγγλική.
Επί πλέον η GAPA αντί να θεσμοθέτηση όπως η AHEPA τον εξω-θρησκευτικό της χαρακτήρα, ανέπτυξε στενούς δεσμούς με την Εκκλησία και τις κοινότητες. Η γλώσσα και η θρησκεία ήταν για τους μετανάστες τα δυο κυριώτερα στοιχεία της ελληνικότητας των. Η AHEPA είχε πάρει σαφή θέσι υπέρ της αγγλικής, ενώ στο θέμα της Εκκλησίας ετηρούσε στάσι βασικά ανεξάρτητη. Η GAPA, συνεπώς, ήταν φυσικό να αναλάβη την προάσπισι και τών δύο. Για τους “Γκάπανς” η Ορθοδοξία ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικότητος και κάθε απόπειρα να κοπούν οι δεσμοί με την Εκκλησία αποτελούσε προδοσία προς τα “ιερά και τα όσια” του γένους.
Το κήρυγμα αυτό τής GAPA, βρήκε απήχησι ιδίως ανάμεσα σ’ εκείνους τους μετανάστες που δεν αισθάνοντο εντελώς άνετα μέσα στο αμερικανικό περιβάλλον. Μέσα σε πέντε χρόνια, η GAPA είχε απλωθή αρκετά, με πενήντα περίπου στοές σε διάφορα μέρη τής Αμερικής. Αλλά τα μέλη της GAPA, παρ’ όλη την έντιμη και ανιδιοτελή προσπάθεια τους, δεν κατώρθωσαν ποτέ να αποκτήσουν ανάλογη επιρροή με εκείνη που απέκτησε η AHEPA. Η φιλοσοφική και ιδεολογική τοποθέτησις της GAPA εκινείτο εναντίον του ρεύματος και ως εκ τούτου κατεδίκαζε την οργάνωσι εκ προοιμίου σε βαθμιαίο μαρασμό.
Παρά τις βασικές αυτές αδυναμίες, η GAPA τα πρώτα ιδίως χρόνια, πολέμησε με ιερό φανατισμό την AHEPA. Κατά κάποιο τρόπο, ο διχασμός βενιζελικών και βασιλοφρόνων, παρωχημένος ήδη μετά τό 1923, εφαίνετο να παραχωρή την θέσι του στην διαμάχη μεταξύ της AHEPA και της GAPA. Δεν ακολούθησε ο νέος διαχωρισμός τα αχνάρια του προηγουμένου, θα ήταν σφάλμα να υπόθεση κανείς ότι οι πρώην βασιλόφρονες ετάχθησαν με την GAPA και οι βενιζελικοί με την AHEPA. Ο διαφορετικός προσανατολισμός, την φορά αυτή επήγαζε από την διαφορετική αξιολόγησι των αναγκών και της μελλοντικής πορείας της Ομογενείας, και από την έντασι των ψυχικών δεσμών του ομογενούς με την ελληνική κουλτούρα. Έτσι, ο έντονα φιλελεύθερος Εθνικός Κήρυξ, με τον αρχισυντάκτη του Δ. Καλλίμαχο επί κεφαλής, υπήρξε από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της GAPA επί πολλά χρόνια.
Η διαμάχη μεταξύ τών δύο οργανώσεων έφθανε συχνά σε σημείο παροξυσμού. Οι “Αχέπανς” εθεωρούσαν τους οπαδούς της GAPA ως οπισθοδρομικά στοιχεία, που αποτελούσαν τροχοπέδη στην πρόοδο της Ομογενείας. Από την δική τους την σκοπιά, οι “Γκάπανς” έβλεπαν την AHEPA σαν μια σχεδόν προδοτική οργάνωσι αρνησιπάτριδων. Η οξύτης έφθασε στο κατακόρυφο τό 1927, όταν η AHEPA στο ετήσιο της συνέδριο απεφάσισε να αποβάλη από τις τάξεις της κάθε “Αχέπαν” που ήταν ταυτοχρόνως και μέλος της GAPA.
Και όμως, ουσιαστικά και οι δυο αυτές οργανώσεις εξέφραζαν, με τόν δικό της τρόπο η κάθε μιά, διαφορετικές εκφάνσεις από τις σύμπλεκτες και πολύμορφες ανάγκες του Ελληνισμού της Αμερικής. Από την μια πλευρά, δεν ήταν δυνατόν να μένουν επ’ άπειρον ψυχολογικά μεταίωροι οι μετανάστες στην σχέσι τους έναντι της Αμερικής. Από την στιγμή που είχαν με δική τους πρωτοβουλία επιλέξει την Αμερική σαν μόνιμη κατοικία και είχαν μάλιστα αποκτήσει και την αμερικανική υπηκοότητα, ο κύβος είχε ριφθή. Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να απεμπολήσουν την ελληνική καταγωγή τους και την αγάπη τους προς την γενέτειρα. Δεν αρνιέται κανείς την μάννα πού τόν γέννησε όταν παντρευτή και δημιουργήση δική του οικογένεια. Αλλά τα κοινά αυτά σημεία, που θα μπορούσαν να είχαν φέρει πλησιέστερα τις δυο μεγάλες οργανώσεις, δεν ήταν πάντοτε ξεκαθαρισμένα στην σκέψι των ομογενών και έτσι, στις επόμενες δεκαετίες, οι δύο οργανώσεις επολιτεύτηκαν σαν να αντιπροσώπευαν δυο τελείως ασυμβίβαστα και αδιάλλακτα στρατόπεδα.
[1]Atlanta,Georgia: Πόλη, έδρα της κομητείαςFulton, και πρωτεύουσα της Πολιτείας της Γεωργίας (Georgia)
[2] Οι Νότιες Πολιτείες είναι οι 4 του “άνω Νότου” (upper South) Άρκανσω (Arkansas), Βόρειος Καρολίνα North Carolina, Τεννεσσή (Tennessee) και Βιρτζίνια, (Virginia) και οι 7 του “βαθέως Νότου” (Deep South) Αλαμπάμα (Alabama), Φλώριδα (Florida), Τζώρτζια (Georgia), Λουϊζιάνα (Louisiana), (Μισισιπή) Mississippi, Νότιος Καρολίνα (South Carolina), και Τέξας (Texas).
[3] Ku Klux Klan: Με το όνομα αυτό υπάρχουν δύο μυστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Η πρώτη δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Αμερικάνικό Εμφύλιο Πόλεμο και είχε δράση μέχρι τη δεκαετία του 1870, και η δεύτερη ξεκίνησε τη δράση της το 1915 και συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα. Η πρώτη οργάνωση επανδρώθηκε από βετεράνους του στρατού της Συνομοσπονδίας των Νοτίων Πολιτειών και επιδόθηκε σε ενέργειες εκφοβισμού και βίας εναντίον των Νέγρων, υπερασπιζόμενη την “λευκή” ανωτερότητα.
Η δεύτερη οργάνωση ιδρύθηκε το 1915 κοντά στην Ατλάντα από το συνταγματάρχη William J. Simmons, ο οποίος είχε εμπνευστεί το εγχείρημα από το βιβλίο του Thomas Dixon, The Clansman (1905) και το φιλμ του D.W. Griffith, The Birth of a Nation (1915). Η ΚΚΚ πέραν του πατριωτισμού και της ρομαντικής νοσταλγίας για τον παλαιό, χαμένο Νότο, εξέφραζε την αμυντική αντίδραση των λευκών Προτεσταντών των μικρών πόλεων που ένοιωθαν ότι απειλούνταν από την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και από την ευρείας κλίμακας μετανάστευση των προηγούμενων δεκαετιών που είχε αλλάξει τον εθνοτικό χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1920 η ΚΚΚ βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της έχοντας στις τάξεις της περί τα 4.000.000 μέλη. Στην εχθρότητα κατά των Νέγρων της παλαιάς ΚΚΚ, η νέα οργάνωση πρόσθεση την εχθρότητα εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών , των Εβραίων, των “ξένων” και της οργανωμένης εργασίας.
[4] Δίβρη: Χωριό του Νομού Ηλείας.
[5] Knights ofColumbus: Διεθνής θρησκευτική αδελφότητα, αλληλοβοήθειας Ρωμαιοκαθολικών, που ιδρύθηκε από τον αιδεσιμότατο Michael J. McGivney και εγκρίθηκε από την Πολιτεία του Κονέκτικατ το 1882.
[6] Οι επίσημες απόψεις της οργάνωσης, και οι κατά καιρούς θέσεις της απέναντι στον Ελληνισμό των Η.Π.Α. αποτυπώνονται στο επίσημο όργανο της AHEPA το περιοδικό The AHEPA Bulletin, The Official Publication of the American Hellenic Association,. Μέχρι τη δεκαετία του 1940 δημοσίευε άρθρα στα αγγλικά και τα ελληνικά και από τη δεκαετία του 1950 η ύλη του περιοδικού είναι μόνο στα αγγλικά. Περιλαμβάνει νέα για τις δραστηριότητες και τις θέσεις της ηγεσίας του Συνδέσμου, καθώς και αναφορές για τις δραστηριότητες όλων των κλάδων του οργανισμού. Την περίοδο του μεσοπολέμου υποστήριζε την ανάγκη να αποκτήσουν οι έλληνες μετανάστες αμερικανική υπηκοότητα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εποχή ενσωμάτωσης των Ελλήνων στην αμερικανική κοινωνία, πρόβαλλε τις προσπάθειες της ΑΧΕΠΑ για τη διατήρηση των δεσμών των ομογενών με την Ελλάδα. Το περιοδικό υποστηρίζει την βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και τις κινητοποιήσεις της ομογένειας γύρω από τα εθνικά θέματα θεωρώντας τα μέλη της, που είναι κυρίως δεύτερης και τρίτης γενιάς ελληνοαμερικανοί, αμερικανούς πολίτες ελληνικής καταγωγής.
[7]Pittsburgh: Βιομηχανική πόλη της κομητείας Crawford στο νοτιοανατολικό Κάνσας.
ΑΥΡΙΟ: Η Δεύτερη Γενεά: Διαφορετικές εμπειρίες
Σχόλια Facebook