«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 19o
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η Ομογένεια ρίχνει ρίζες
Οι περισσότεροι Ελληνες που ήλθαν στην Αμερική κατά τις πρώτες δεκαετίες, ιδίως στην περίοδο του μεγάλου ρεύματος 1890–1920, εθεωρούσαν την αποδημία τους προσωρινή. Σκοπός τους ήταν να αποκτήσουν χρήματα και να γυρίσουν στον τόπο της καταγωγής τους για να ζήσουν και να φτιάξουν εκεί το σπιτικό τους. Μια πρώτη ένδειξι της αλλαγής που είχε ανεπαίσθητα επιφέρει στην νοοτροπία τους η παραμονή τους στην Αμερική, δόθηκε με την επιστροφή εκείνων που είχαν εθελοντικά κατέβει στην Ελλάδα για να πολεμήσουν για την απελευθέρωσι της Ηπείρου και της Μακεδονίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ελάχιστοι έμειναν τότε μόνιμα στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι έσπευσαν να επιστρέψουν στην Αμερική, όπου –όσο παράδοξο κι’ αν φαίνεται– ένοιωθαν περισσότερο άνετα. Ήδη είχαν απομακρυνθή από την ανατολίτικη νοοτροπία που εξακολουθούσε να χαρακτηρίζη τους Έλληνες στην Ελλάδα και ιδίως την ελληνική διοίκησι και γραφειοκρατία, που άφησε σε πολλούς δυσάρεστες αναμνήσεις. Αλλά η πραγματική και πλατύτερη σέ έκτασι μεταστροφή, επέρχεται μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως με την αλλαγή της μεταναστευτικής νομοθεσίας.
Χιλιάδες αποκτούν την αμερικανική ιθαγένεια
Τα πρώτα χρόνια, οι έλληνες μετανάστες απέφευγαν να αποκτήσουν την αμερικανική υπηκοότητα, γιατί πίστευαν ότι θα ήταν ματαιοπονία μιας και θα γύριζαν, αργά ή γρήγορα, στην Ελλάδα. Στην απογραφή του 1910, αναφέρεται οτι μόνο 4.951 Ελληνοαμερικανοί είχαν αποκτήσει την υπηκοότητα. Στην επόμενη απογραφή του 1920, ο αριθμός αυξάνει σε 29.479, αλλά οί περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα κατά τον Πόλεμο, όταν υπηρετούσαν στον αμερικανικό στρατό. Στην δεκαετία 1921 – 1930 ο αριθμός των αμερικανών υπηκόων αυξάνει δραματικά. Εβδομήντα πέντε χιλιάδες τετρακόσιους εβδομήντα τέσσερεις ελληνικής καταγωγής αμερικανούς πολίτες αναφέρει η απογραφή του 1930, και από αυτούς, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι 46.064 είχαν αποκτήσει την αμερικανική ιθαγένεια μέσα στήν δεκαετία 1921 – 1930.
Στην εξέλιξι αυτή συνετέλεσαν, χωρίς αμφιβολία, οι μεταναστευτικοί νόμοι του 1921 και ιδίως του 1924, που περιώριζαν δραστικά την μετανάστευσι από την Ελλάδα, αλλά παρείχαν το δικαίωμα σε εκείνους που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα να φέρνουν με “πρόσκλησι” εκτός αναλογίας την σύζυγο και τα τέκνα τους.
Επί πλέον, οι Ελληνοαμερικανοί που εσκόπευαν να πάνε για μια επίσκεψι στην Ελλάδα, αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της επιστροφής αν δεν είχαν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα ή αν δεν είχαν τουλάχιστον αρχίσει την διαδικασία για την απόκτησί της. Ένας μεγάλος αριθμός, που μετά την Μικρασιατική Καταστροφή άρχισε να εγκαταλείπη τα σχέδια για την επιστροφή και την εγκατάστασι στήν Ελλάδα, έστρεψε την προσοχή του προς την μόνιμη πλέον παραμονή στην Αμερική. Αυτό εσήμαινε ότι θα έπρεπε να σκεφθούν και την δημιουργία οικογενείας στην Αμερική. Ένας μικρός σχετικά αριθμός επήρε σύζυγο Αμερικανίδα. Αλλά οι περισσότεροι ήθελαν σύζυγο Ελληνίδα, μεγαλωμένη μέσα στις ελληνικές παραδόσεις και την ελληνική κουλτούρα. Καίτοι κάποτε ή επιλογή συζύγου γινόταν “δι’ αλληλογραφίας”, οι περισσότεροι προτιμούσαν να πάνε στην Ελλάδα και να κάνουν οι ίδιοι την επιλογή τους. Έτσι, όσοι εσκόπευαν είτε να προσκαλέσουν την μέλλουσα σύζυγο τους είτε να πάνε στην Ελλάδα για να την φέρουν πίσω μαζί τους, έσπευσαν κατά την εξαετία 1924–1930 να αποκτήσουν την αμερικανική υπηκοότητα, γιατί αλλιώς κινδύνευαν πηγαίνοντας στην Ελλάδα όχι μόνο την σύζυγο τους να μην μπορέσουν να φέρουν, αλλά ούτε οι ίδιοι να γυρίσουν.
Και δεν ήταν μόνο η αμερικανική μεταναστευτική νομοθεσία. Ήσαν και οι ελληνικοί στρατολογικοί νόμοι. Το θέμα των στρατολογικών υποχρεώσεων απησχόλησε πάρα πολύ και το Στέητ Ντιπάρτμεντ και τις ελληνικές αρχές, ιδίως κατά την περίοδο 1917–1922, ώσπου να τακτοποιηθή κάπως με ειδικό διάταγμα το 1923. Ιδίως μετά την επάνοδο του βασιλέως Κωνσταντίνου στον θρόνο,[1] οι πιθανότητες να υποχρεωθή ένας ελληνοαμερικανός επισκέπτης στην Ελλάδα να καταταγή στον ελληνικό στρατό αυξήθηκαν.
Με την έντονη ψυχρότητα που εχαρακτήριζε τις σχέσεις Αθηνών – Ουάσιγκτων μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, ούτε η αμερικανική υπηκοότητα δεν αποτελούσε προστατευτική ασπίδα. Παρ’ όλο που η ελληνική κυβέρνησις έδιδε διαβεβαιώσεις, ότι όσοι ήσαν αμερικανοί πολίτες και είχαν υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα υπέκειντο σε στρατολογία, η υπόσχεσις δεν εφαρμόσθηκε πάντοτε με συνέπεια. Οταν δε οι ανάγκες της Μικρασιατικής εκστρατείας επέβαλαν την στρατολογία όλων σχεδόν εκείνων που μπορούσαν να φέρουν όπλα, πολλοί Ελληνοαμερικανοι – αμερικανοί πολίτες –που κατά το ελληνικό Δίκαιο εξακολουθούσαν να έχουν και την ελληνική υπηκοότητα, αντιμετώπισαν μεγάλες ταλαιπωρίες.
Το πρόβλημα αυτό, όπως προανεφέραμε, ετακτοποιήθηκε το 1923 με την έκδοσι του διατάγματος που προέβλεπε ότι ενα άτομο ελληνικής καταγωγής που κανονικά θα υπείχε στρατιωτικές υποχρεώσεις, θα απηλλάσσετο από κάθε κύρωσι με την καταβολή “αντισηκώματος” διακοσίων δολλαρίων εφ’ όσον θα υπέβαλλε αποδεικτικά στοιχεία ότι διέμενε μονίμως εις το εξωτερικό.
Ο αριθμός εκείνων που απέκτησαν την αμερικανική υπηκοότητα κατά την εξαετία 1923–1930, εσημείωσε κατακόρυφη σχεδόν άνοδο μέχρι το 1927–1928. Δεν ήταν άσχετο αυτό και με την πορεία των ελληνικών πραγμάτων ούτε και με την οικονομική άνθισι που εγνώρισε την περίοδο εκείνη η Αμερική. Η συσσώρευσις ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων εντός των ορίων του ελληνικού κράτους, τα αλλεπάλληλα κινήματα, η οικονομική αστάθεια, ήσαν στοιχεία που αναπόφευκτα ενίσχυαν τις σκέψεις για μόνιμη εγκατάστασι στην Αμερική. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ευρωστία που παρουσίαζε τότε η Αμερική, είχε τις ευεργετικές επιπτώσεις της πάνω στους ομογενείς, πού έβλεπαν τις επιχειρήσεις τους –μικρές βέ6αια με τα αμερικανικά μέτρα, αλλά αρκετά προσοδοφόρες για τους ελληνοαμερικανούς μπίζνεσμεν– να προοδεύουν και τα δολλάρια να συσσωρεύονται. Μετά το οικονομικό κραχ του 1929,[2] το ενδιαφέρον για την απόκτησι της αμερικανικής υπηκοότητος παρουσιάζει κατακόρυφη πτώσι. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ενώ το 1928 9.005 Ελληνοαμερικανοί απέκτησαν την υπηκοότητα, 1.704 έγιναν υπήκοοι το 1933.
Σταθερή άνοδος σημειώνεται και πάλι μετά το 1933, περιορισμένη στην αρχή, αλλά με αυξανομένη ταχύτητα μετά το 1936, όταν άρχισαν να διαφαίνονται στον ευρωπαϊκό ορίζοντα τα πρώτα σύννεφα του επερχόμενου πολέμου. Κατά την διάρκεια του πολέμου, οι αριθμοί παρουσιάζουν σταθερή και συνεχή αύξησι. Μέχρι τό 1946, ο συνολικός αριθμός αμερικανών υπηκόων ελληνικής καταγωγής είχε φθάσει, σύμφωνα με τους επίσημους αριθμούς, σε 134.346.
Δεδομένου ότι κατά την δεκαπενταετία 1925–1940 έφθασαν συνολικά στην Αμερική από την Ελλάδα 16.946 άτομα, μεταξύ των οποίων δέκα σχεδόν χιλιάδες ήσαν ανήλικα τέκνα, και οτι κατά την διάρκεια της πολεμικής περιόδου 1941–1945 ελάχιστοι ήρθαν, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα οτι οι 98.185 ελληνικής καταγωγής μετανάστες που απέκτησαν την αμερικανική υπηκοότητα κατά την περίοδο 1925–1945 είχαν έλθει, κατά το μέγιστο ποσοστό τους, στην Αμερική πριν από το 1925, ή ακριβέστερα πριν από τό 1921 και την εισαγωγή του περιοριστικού νόμου των “αναλογιών”.
Οι αριθμοί αυτοί δίνουν ανάγλυφη την βαθμιαία μεταστροφή στους προσανατολισμούς των ελλήνων μεταναστών. Στην ολότητα τους σχεδόν, οι μετανάστες αρχίζουν να θεωρούν την Αμερική σαν δεύτερη πατρίδα τους, όχι σαν μια προσωρινή παρένθεσι στην ζωή τους.
[1] Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1920, ακολούθησε 22ημέρες αργότερα δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Το δημοψήφισμα δεν ήταν αναγκαίο εφόσον ο Κωνσταντίνος εγκαταλείποντας τον θρόνο υπέρ του γιου του Αλέξανδρου δεν είχε παραιτηθεί των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Έγινε όμως επειδή οι βασιλόφρονες ήθελαν να καλύψουν την επάνοδό του με μία ευρεία λαϊκή συναίνεση. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίζει τη διαδικασία: Εψήφισαν υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου 999.960 (99%) και κατά 10.383 (1%). Δηλαδή με βάση το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου η εκλογική δύναμη των Βενιζελικών έπεσε σε 21 ημέρες από το 50% στο 1%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιστροφή του Κωνσταντίνου έγινε παρά τις απειλές των Συμμάχων ότι θα κοβόταν κάθε οικονομική ενίσχυση προς την Ελλάδα.
[2] ”The Great Crash”: κολοσσιαία αμερικανική οικονομική καταστροφή που επιτάχυνε τη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση (Great Depression), φέρνοντας μία περίπου δεκαετή οικονομική δυσπραγία που επηρέασε όλες τις δυτικές βιομηχανικές χώρες. Οι τιμές στο αμερικανικό Χρηματιστήριο άρχισαν να πέφτουν με ταχύτητα στις 18 Οκτωβρίου. Στις 24 Οκτωβρίου η πτώση των τιμών δημιούργησε τέτοιο πανικό ώστε η ημέρα να περάσει στην ιστορία ως “Η Μαύρη Πέμπτη”. Οι προσπάθειες που έγιναν για να συγκρατηθεί η πτώση υπήρξαν μάταιες. Ο πανικός επανήλθε στις 29 Οκτωβρίου την “Μαύρη Τρίτη” επήλθε η πλήρης κατάρρευση.
ΑΥΡΙΟ, AHEPA και GAPA
Σχόλια Facebook