Η οικονομική κρίση και η γενέτειρα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Πολλοί μιλούν (και γράφουν) για δήθεν «αποστάσεις» που παίρνουν, με αφορμή την οικονομική κρίση,  οι ομογενείς από τη γενέτειρα. Κάποιοι κάνουν λόγο για «θυμό» επειδή, κατά την άποψή τους, «οι πράξεις των πολιτικών μας ντροπιάζουν». Υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι καταφέρονται συλλήβδην κατά των «τεμπέληδων» Ελλήνων.

Γιατί ακριβώς πρόκειται; Γιατί πολλοί ομογενείς είναι απογοητευμένοι με τη γενέτειρα; Τους ενοχλούν οι συχνές απεργίες; Τους θυμώνει η έφεση του Έλληνα να μην αποδέχεται ως ομότιμο συνέταιρο του την Εφορία; Τους φαίνεται αδιανόητο το να ζητάνε όλοι να βολευτούν στο δημόσιο;

Ποικίλες είναι οι απαντήσεις που μπορεί να δώσει κανείς στα ερωτήματα αυτά. Εμείς πιστεύουμε ότι η απογοήτευση πολλών ομογενών είναι καρπός μιας ανιδιοτελούς και πηγαίας αγάπης προς τη γενέτειρα και των ανησυχιών τους για το μέλλον της χώρας. Και με την έννοια αυτή, είναι και ευπρόσδεκτη και εποικοδομητική.

Δεν μοιάζουν για ορισμένους ως απολύτως δικαιολογημένες οι συχνές απεργίες. Καταλογίζουν στους συνδικαλιστές υπερβάλλοντα ζήλο και πολιτική σκοπιμότητα. Η γενική απεργία της 29ης Μαρτίου στην Ισπανία, θα μπορούσε να είναι μία απάντηση. Όταν τα συμφέροντά σου υφίστανται καθολική επίθεση, ο δρόμος είναι ένας και είναι κοινότυπος.

Βεβαίως εμείς απεργούμε συχνότερα και μαζικότερα. Η λέξη «προσωπικό ασφαλείας» είναι μάλλον άγνωστη στους Έλληνες συνδικαλιστές. Προτιμούν να «κατεβάζουν ρολά» παρά να απεργούν οι μισοί εργαζόμενοι μιας επιχείρησης, είτε ιδιωτικής είτε δημόσιας, και οι υπόλοιποι μισοί να συνεχίζουν κανονικά τη δουλειά τους ώστε να μην υποφέρει το κοινωνικό σύνολο από την αγωνιστική τους κινητοποίηση.

Εμείς ζούμε μια εντελώς ιδιόρρυθμη σχέση πολίτη-εφορίας όπου η δεύτερη θεωρεί εκ προοιμίου τον πρώτο ως φοροφυγάδα και ο πρώτος τη δεύτερη ως ληστή. Η αέναη πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Όπου οι ρόλοι συγχέονται και κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να οριοθετήσει το ένα και το άλλο.

Ήδη άνθρωποι υπεράνω υποψίας, ή τουλάχιστον άνθρωποι για τους οποίους η Κοινή Γνώμη δεν ήταν έτοιμη να τους δεχθεί ως «διεφθαρμένους», π.χ. Ακης Τσοχατζόπουλος, συλλαμβάνονται και σύρονται στον εισαγγελέα με κατηγορίες όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, η δωροληψία κλπ. Κάποιοι θα μιλήσουν για ελληνικό φαινόμενο. Ωστόσο τα αποκαλυπτόμενα στη γειτονική Ιταλία, όπου «τα χρήματα του ιταλικού κράτους και φυσικά τα χρήματα του ιταλικού λαού έρρεαν μέσα στα κομματικά ταμεία της Λέγκας του Βορρά και από εκεί έμπαιναν στις τσέπες του κυρίου Μπόσι, της οικογένειας του και ενός στενού κομματικού κύκλου» δείχνουν ότι το άσπρο δεν είναι πάντα άσπρο ούτε το μαύρο πάντα μαύρο. (http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7338:seismos-italia-primikiris&catid=37:di-evropi&Itemid=172).

Σήμερα η ιταλική κυβέρνηση ετοιμάζεται να υποβάλει στο κοινοβούλιο ένα πακέτο μέτρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς, (Bloomberg). Ποιος ξεχνάει, όμως, ότι σχετικά πρόσφατα, η Ιταλία είχε μετατραπεί σε μια απέραντη Τangentopoli (=Δωροδοκιούπολη);  Υπενθυμίζουμε ότι η επιχείρηση «Καθαρά χέρια» άρχισε στις 17 Φεβρουαρίου του 1992, από τον θρυλικό εισαγγελέα του Μιλάνου Αντόνιο ντι Πιέτρο (κατόπιν αρχηγό του κόμματος «Ιταλία των Αξιών»). Κάτι λιγότερο από 20 χρόνια…  www.tovima.gr/world/article/?aid=292907  Τι έγινε λοιπόν;

Θα μπορούσε κανείς να ανατρέξει και σε άλλες παρόμοιες ή παρεμφερείς περιπτώσεις σε χώρες όπως Ιρλανδία, Ισραήλ, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου παρόμοια φαινόμενα απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες. Άλλωστε, η διαφθορά είναι ένα σύνθετο και πολύ-εμπλεκόμενο ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης και η υπεραπλουστευμένη προσέγγιση δεν προσφέρει. http://topa.applied-maths.gr/modules/module_8022/Simiosis.pdf

Επομένως, δεν χρειάζονται ακραίοι συλλογισμοί και ακραίες ενέργειες προκειμένου να εξηγηθεί ένα διεθνές φαινόμενο, ούτε πρέπει να το ετεροπροσδιορίζουμε προκειμένου να δείξουμε δυσαρέσκεια ή αδιαφορία για τα συμβαίνοντα στη γενέτειρα.

Η Ομογένεια δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται άμεσα για την πρώτη πατρίδα. Και δεν μπορεί παρά να θέλει το καλύτερο γι αυτήν, έτσι καθώς εξιδανικευμένη κρατά την εικόνα της, ως πολύτιμο φυλακτό, στα τρίσβαθα της καρδιάς της.

Το βέβαιο είναι ότι θέλει να βοηθήσει. Αναζητά τον προσφορότερο τρόπο. Μάλλον, όμως, εκτός από τον τρόπο θα έπρεπε να αναζητήσει και την ενότητα και μεταξύ των διαφόρων οργανώσεών της, αλλά, κυρίως, μέσα στις ίδιες τις οργανώσεις της. Διότι κοινό μυστικό είναι ότι στις περισσότερες (ακόμη και τις παλιές) οργανώσεις η φαγωμάρα, οι διχογνωμίες και οι αποκλίνοντες στόχοι αποτελούν καθημερινό φαινόμενο και, φυσικά, ανασταλτικούς παράγοντες στην επιτέλεση του έργου τους.

Η ενέργεια του Αρχιεπισκόπου κ. Δημητρίου να «συντονίσει» τις διάφορες ομογενειακές οργανώσεις και συλλόγους ώστε να υπάρξει ενιαία προσπάθεια παροχής βοήθειας στην Ελλάδα, είναι επαινετή, αν και θα ήτανε μη χρειαζούμενη, εάν οι ομογενειακές οργανώσεις, ως όφειλαν, ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να εκπληρώσουν τον πατριωτικό τους ρόλο. Που σημαίνει ότι όφειλαν να έχουν προχωρήσει αυτοβούλως και αυτομάτως στη συγκρότηση «εθνικής ηγεσίας» για την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, αντί κάθε ένας παράγοντας να θέλει να συστήσει τη δική του μικρή ή μεγάλη «ομάδα».

Έτσι κι αλλιώς, η παρακολούθηση της αποστολής οικονομικής βοήθειας προς τη γενέτειρα, είναι μια μελαγχολική ιστορία, από μόνη της δυσκολοπαρακολούθητη και δαιδαλώδης. Πόσο μάλλον όταν η βοήθεια αυτή είναι πολυκερματισμένη και με μεγάλη διασπορά.

Δεν είναι, επομένως, θέμα «αποστάσεων» των ομογενών από τη γενέτειρα. Είναι μάλλον, ζήτημα επαναπροσδιορισμού, στόχων και μεθοδολογίας της ομογενειακής σημερινής πραγματικότητας.