Όπου ακούς πολλά κεράσια…

 

Περιδιαβαίνοντας με το ηλεκτρονικό “ποντίκι”  στον κυβερνοχώρο, “ψάρεψα” το παρακάτω κείμενο, γραμμένο από το 1997, παρακαλώ! Θα το προσπερνούσα  με σχετική κατανόηση, αν δεν με κέντριζαν δύο πράγματα. Οτι υπήρξα και εγώ για δέκα χρόνια συνεργάτης της εφημερίδος ¨Η Πρωινή” της Νέας Υόρκης. Και ότι ουσιαστικά αποτελούσε το κείμενο αυτό την ¨νεκρολογία” της εφημερίδος.

Διάβασα, ανάμεσα στα άλλα: “το τέλος του τρέχοντος Αυγούστου, 1997, η ομογενειακή εφημερίδα της Νέας Υόρκης “Πρωινή” συμπληρώνει αισίως ένα χρόνο παρουσίας στον κυβερνοχώρο. Με 835.731 “χτυπήματα” στην σελίδα της “Πρωινής” στο Ιντερνετ, η ομογενειακή εφημερίδα έχει πλέον επίσημα καθιερωθεί ως μία από τις μεγαλύτερες ομογενειακές εφημερίδες στο παγκόσμιο χώρο των απόδημων Ελλήνων”.

Μισές αλήθειες, μισά ψέμματα.

Και το άρθρο συνεχίζει: Οπως δηλώνουν οι υπεύθυνοι της “Πρωινής” “οι σχεδόν 1.000.000 “επισκέψεις” στη σελίδα μας αποδεικνύουν κατά τον καλύτερο τρόπο πως η πληροφόρηση δεν έχει ούτε σύνορα μα ούτε και άλλου είδους περιορισμούς”…

Τώρα εγώ ένα πράγμα θέλω μόνο να σχολιάσω. Ότι πάνω στο διαφημιζόμενο “μεσουράνισμα” της η Πρωϊνή υποχρεώθηκε, δυστυχώς, να αναστείλει την έκδοσή της κάτω από το βάρος των οικονομικών υποχρεώσεων που είχε δημιουργήσει όλα τα χρόνια της ύπαρξής της.

Αυτό ήταν κακό για την ομογένεια. Πάντα όταν χάνεται μιά έπαλξη δημοσιογραφική, το κενό που δημιουργείται έχει αρνητικό μόνον αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα ήταν πιό σύνθετα…

Ωστόσο, δεν μπορεί να μην σχολιάσει κανείς το επαναλαμβανόμενο (γιατί άραγε;) ότι κάθε φορά που μιά εφημερίδα έχει οικονομικές δυσκολίες, οι παράγοντες που καθορίζουν την τύχη της λίγο πριν την αυλαία “θριαμβολογούν” για τα επιτεύγματά τους.

Με 1.000.000 “χτυπήματα”, αλήθεια, τι απέγινε η ηλεκτρονική έκδοση της Πρωϊνής; Γιατί η εφημερίδα οδηγήθηκε στο οριστικό κλείσιμο με τέτοιες …επιτυχίες;

Και, μήπως  και άλλες εφημερίδες, και όχι μόνο ομογενειακές, δεν οδηγήθηκαν στον αφανισμό, την ώρα ακριβώς που κομπορρυμονούσαν για τις επιτυχίες τους;

Τελικά ο λαός έχει αλάνθαστο αισθητήριο: Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράταγε μικρά καλάθια…