Η οδύσσεια των Ελλήνων μεταναστών στην Ολλανδία
Η ελληνική παροικία στην Ολλανδία έλκει τις ρίζες της από τον 16ο αιώνα. Για τους πρώτους Έλληνες εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην Ολλανδία συναντούμε πληροφορίες στα αρχεία της Αμβέρσας για τη μικρή περίοδο του 16ου αιώνα που η πόλη ήταν ενωμένη με τη χώρα αυτή. Στη συνέχεια, κατά το 17ο αιώνα γνωρίζουμε για κάποιον Νικ. Λύσιο από την Κύπρο, ο οποίος μετέφερε υπόμνημα στην κυβέρνηση του ‘Αμστερνταμ σχετικό με τη διοργάνωση μονοπωλιακού εμπορίου μεταξύ της Κύπρου και της Ολλανδίας, μια απόπειρα που δεν είχε συνέχεια. Η συστηματικότερη εγκατάσταση όμως Ελλήνων ορθόδοξων πραματευτάδων άρχισε μέσα στο 18ο αιώνα και η ελληνική εμπορική παροικία μπορούμε να πούμε ότι μορφοποιήθηκε στην έκτη δεκαετία του αιώνα, ανάμεσα στα 1750 και 1760.
Η Pan-Hellenic Post, αντλεί τις πληροφορίες αυτές από ένα αξιόλογο site που πια δεν είναι, δυστυχώς, καθημερινής ενημέρωσης. Πρόκειται για το www.apodimos.com, το οποίο πέρασε στα χέρια του υιού Φαφούτη. Πριν το θάνατο του πατέρα του και ιδρυτή, το site είχε κάνει μια σειρά από πολύ αξιόλογες παρουσιάσεις ομογενειακών παροικιών σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Επρόκειτο για 27 Αρχειακά Αφιερώματα τα οποία δημιούργησε για την ενημέρωση όλων των Ελλήνων, Κυπρίων και Απόδημων Ελλήνων.
Ας δούμε πως περιγράφει την περιπέτεια των Ελλήνων στη χώρα της τουλίπας.
Από τα πρώτα μελήματα των Ελλήνων παροίκων υπήρξε η απόκτηση ορθόδοξου ναού, απαραίτητου πυρήνα κοινωνικής συσπείρωσης και επικοινωνίας στο ξένο περιβάλλον. Για την επιτυχία αυτού του στόχου στράφηκαν εξ αρχής προς τη Ρωσία ελπίζοντας στη βοήθεια της ομόδοξης δύναμης, η οποία διατηρούσε σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Ολλανδία. Έκαναν αλλεπάλληλα διαβήματα για οικονομική ενίσχυση προκειμένου να χτιστεί ο ναός και να μισθοδοτηθεί ένας ιερέας. Η προσπάθειά τους έπεσε στο κενό. Χάρη στο χρονικό της ελληνικής παροικίας που κατάφερε να συναρμολογήσει ένας όχι ιδιαιτέρως μορφωμένος έμπορος του ‘Αμστερνταμ, ο Ιωάννης Πρίγκος, γνωρίζουμε όλη την περιπέτεια των Ελλήνων παροίκων μέχρι να φτάσουν στην πραγματοποίηση της επιθυμίας τους. Μετά την απόρριψη των δύο επιστολών τους, του 1752 και του 1755, από τη Ρωσική Σύνοδο απογοητευμένοι στράφηκαν προς Ρώσους ευγενείς ελπίζοντας να βρουν καλύτερη ανταπόκριση. Αρχικά προς τον πρίγκιπα Galitzin, το στρατηγό Betzkof και το βαρόνο Stroganof, τους οποίους είχαν φιλοξενήσει για ένα διάστημα στο ‘Αμστερνταμ, κατά τη διάρκεια του οποίου αποκόμισαν υποσχέσεις για άμεση και σημαντική βοήθεια εκ μέρους τους. Αποδέκτες παρακλητικών επιστολών έγιναν επίσης παλατιανές κυρίες, η Estrana Collegia δηλαδή η υπηρεσία αλλοδαπών, ο βαρόνος Hlebof, ο Ρώσος ευγενής K. Sepinin και πολλοί άλλοι ιδιώτες ή παλατιανοί ή μέλη των ρωσικών αρχών. Οι προσπάθειές τους όμως δεν ευοδώθηκαν. Η λύση στο πρόβλημα της οικονομικής ενίσχυσης για την ανέγερση ναού ήρθε αναπάντεχα. Όταν πέθανε ένας φιλιππουπολίτης έμπορος, ο Δ. Παπαθανάσης, στην Παταβία, νησί των ολλανδικών Ινδιών, εμπιστεύτηκε την περιουσία του στον Ολλανδό κυβερνήτη του νησιού να τη μεταφέρει στο Άμστερνταμ. Οι επίτροποι της οικογένειας που ήρθαν να την παραλάβουν άφησαν στους Έλληνες παροίκους, σαν αντάλλαγμα για τις πολύτιμες υπηρεσίες που τους προσέφεραν στα γραφειοκρατικά προβλήματα που συνάντησαν, το ποσό των 5000 φιορινιών. Εκείνοι, ύστερα από έρευνα λίγων μηνών, αγόρασαν το Νοέμβριο του 1763 ένα μικρό σπίτι σε μια ήσυχη συνοικία, το οποίο μετά τις απαραίτητες εργασίες και τον εφοδιασμό του με βιβλία, εικονίσματα και ιερά σκεύη άρχισε να λειτουργεί ως ορθόδοξη εκκλησία από τις 22 Ιουλίου 1764.
Μέχρι τότε οι Έλληνες πάροικοι του Άμστερνταμ, που δεν αντιμετώπισαν ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα από τις ολλανδικές αρχές στην ελεύθερη άσκηση των καθηκόντων τους, εκκλησιάζονταν σε ιδιωτικούς χώρους ή σε μικρές κάμαρες διάφορων δημόσιων κτηρίων τις οποίες νοίκιαζαν (π.χ. στην Όουκερκ Στρατ, στην Κόνες Στρατ κλπ.). Τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν είτε τα είχαν αγοράσει μετά από έρανο είτε τα είχαν δεχτεί σα δωρεά από Ρώσους ευγενείς. Είχαν συστήσει μάλιστα και μια μικρή εκκλησιαστική επιτροπή για την αντιμετώπιση ζητημάτων που τυχόν θα προέκυπταν. Μόνιμη αγωνία αυτής της επιτροπής υπήρξε η μισθοδοσία του ιερέα η οποία φαίνεται ότι ήταν πενιχρότατη μιας και προκαλούσε συχνά την παραίτηση διάφορων εφημέριων που διορίστηκαν στο ‘Αμστερνταμ (π.χ. του Αμβρόσιου Παρτζικάλα το 1761 ή του Νεκτάριου το 1763). Το πρόβλημα της συντήρησης ενός ιερέα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα και πολλών άλλων ελληνικών παροικίων του εξωτερικού όπως θα δούμε.
Αναλυτικά δημογραφικά στοιχεία δε διαθέτουμε για την ελληνική παροικία του Άμστερνταμ. Γνωρίζουμε όμως ότι τα μέλη της ήταν αριθμητικά λίγα, δεν είχαν κατά κανόνα μαζί τους τις οικογένειές τους και γι’ αυτό άλλωστε δεν παρέστη ανάγκη της ίδρυσης ενός σχολείου ή της συντήρησης ενός δασκάλου. Εκτός από τους εμπόρους που αποτελούσαν το βασικό κορμό της παροικίας, στην ολλανδική πρωτεύουσα διέμεναν επίσης κάποιοι Έλληνες μικρομαγαζάτορες, ένα άγνωστου αριθμού βοηθητικό προσωπικό που έφερναν μαζί τους οι έμποροι και δίπλα τους ένας κινητός πληθυσμός (ναυτικοί που έκαναν το ταξίδι τους στο ‘Αμστερνταμ, κληρικοί περαστικοί για ζητείες, Έλληνες φοιτητές των ολλανδικών πανεπιστημίων καθώς και λόγιοι που έρχονται στη χώρα της ελευθερίας του τύπου για να τυπώσουν τα βιβλία τους).
Η βασική λειτουργία της ελληνικής παροικίας του Άμστερνταμ ήταν αυτή της μεταπρατικής μονάδας στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος που είχε επιβληθεί από τις εξελιγμένες χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης στο βαλκανικό και στο μεσογειακό χώρο. Ήδη από το 17ο αλλά κυρίως το 18ο αιώνα Άγγλοι, Γάλλοι και Ολλανδοί έμποροι είχαν σχεδόν μονοπωλήσει τη διεξαγωγή του εμπορίου στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σταδιακά όμως οι Έλληνες έμποροι που είτε μαθήτευσαν κοντά τους είτε μιμήθηκαν το πρότυπό τους και, κυρίως, εκμεταλλεύτηκαν επιτυχώς τους ανταγωνισμούς τους, βρέθηκαν σε ανταγωνιστική θέση και συχνά τους υποκατέστησαν. Η παροικία του Άμστερνταμ, όπως και οι περισσότερες ελληνικές παροικίες που συγκροτήθηκαν το 18ο αιώνα, εξέφραζε μια πιο προηγμένη φάση αυτού του ανταγωνισμού. Στο μέτρο που εκτόπιζαν από τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τους δυτικούς εμπόρους, οι Έλληνες έμποροι ένιωθαν αρκετά ισχυροί για να προωθήσουν τις θέσεις τους μέσα στις ίδιες τις χώρες των ανταγωνιστών τους. Η Ολλανδία άλλωστε, «το μαγαζί του κόσμου», ήταν μια χώρα ελεύθερης διεξαγωγής του εμπορίου, δεν επέβαλε περιορισμούς στους ξένους πραματευτές, επέτρεπε εύκολα την εγκατάσταση μεταναστών στο έδαφός της και τη γρήγορη απόκτηση ολλανδικής υπηκοότητας.
Οι τόποι καταγωγής των Ελλήνων εμπόρων ήταν ενδεικτικοί των περιοχών απ’ όπου είχαν αρχίσει να εκτοπίζουν τους Ολλανδούς ανταγωνιστές τους. Η συντριπτική πλειοψηφία προέρχονταν από τη Σμύρνη και τη Χίο ενώ κάποιοι από τη Θεσσαλονίκη και τη Ζαγορά. Μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα είναι του Α. Τζιγκριλάρου, του Μ. Αυγερινού, του Α. Ζαφείρη, του Δ. Κουρμούλη, του Ι. Πρίγκου, του Α. Κοραή κ.α. Ο δρόμος που προτιμούσαν τις περισσότερες φορές οι Έλληνες έμποροι ήταν ο θαλάσσιος μιας και ήταν λιγότερο δαπανηρός, ενώ δια ξηράς μεταφέρονταν σπάνια μόνο μικρά και ελαφρά ή πολύτιμα είδη.
Το σημαντικότερο μέσο μεταφοράς ήταν τα ολλανδικά καράβια που ένωναν το λιμάνι της Σμύρνης με αυτό του Άμστερνταμ με συνηθέστερο σταθμό τις πιο πολλές φορές το λιμάνι του Λιβόρνου. Τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν ήταν τα τυπικά του εξαρτημένου δικτύου εμπορικών ανταλλαγών που κυριαρχούσε στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή: πρώτες ύλες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την ολλανδική πρωτεύουσα (βαμβάκι, νήματα, μαλλί), μεταποιημένα και αποικιακά προϊόντα προς την αντίθετη κατεύθυνση (τσόχες, υφάσματα, βελούδο, φάρμακα, μπαχαρικά και πανικά Ινδίας).
Ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης των επιχειρήσεων των Eλλήνων ήταν σε «συντροφίες». Πρόκειται για εμπορικές εταιρείες που επιδίδονταν σε εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Είχαν την έδρα τους σ’ ένα μεγάλο κέντρο της τουρκοκρατούμενης Ανατολής και οι συνέταιροι διασκορπίζονταν στα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης για να διευθύνουν επί τόπου την πορεία των επιχειρήσεων. Γνωστό είναι το παράδειγμα της εταιρείας του Ι. Αυγερινού που είχε συγκροτηθεί από επτά συνεταίρους, όλους Χιώτες, εγκατεστημένους στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βενετία, στο ‘Αμστερνταμ (ο Δ. Κουρμούλης) και αλλού.
Η μέθοδος του «τρόκου» που χρησιμοποιούνταν παλιότερα, δηλαδή η προσφορά των ευρωπαϊκών προϊόντων στους οθωμανούς ντόπιους εμπόρους με πίστωση ή με ανταλλαγή με ανατολικά προϊόντα, αποδείχτηκε πολλές φορές ολέθρια. Σταδιακά εγκαταλείφτηκε από το 1770 και μετά μιας και συχνά δεν απέφερε καθόλου κέρδη στο μεταπράτη έμπορο που δεν εύρισκε πάντα πρόθυμους ευρωπαίους αγοραστές. Όλες οι πληρωμές γίνονταν στο εξής με συναλλαγματικές.
Γνωρίζουμε επίσης ότι οι Έλληνες έμποροι του Άμστερνταμ επιδόθηκαν και σε ασφαλιστικές δραστηριότητες (οι πρώτες επίσημες ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες συγκροτήθηκαν προς το τέλος του 18ου αιώνα), ενώ τους συναντούμε και στο χρηματιστήριο να κερδοσκοπούν στη διεθνή αγορά αξιών και ήδη από τη δεκαετία του 1760 να είναι πολύ καλά εξοικειωμένοι με τα «μυστικά του παιχνιδιού». Απανωτές πτωχεύσεις αντιμετώπισαν τα μέλη της ελληνικής παροικίας από το 1774 και μετά όταν σημειώθηκε στο Αμστερνταμ σοβαρή τραπεζική κρίση. Οι Έλληνες έμποροι δέχτηκαν επίσης τις συνέπειες της στενότητας χρημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την ίδια εποχή η οποία επέφερε τεράστια άνοδο των επιτοκίων στα δάνεια που αναγκάζονταν να ζητήσουν, λόγω έλλειψης αρχικού κεφαλαίου, από πλούσιους Τούρκους και Έλληνες ντόπιους έμπορους ή πολύ συχνά από μέλη της συντεχνίας των σαράφηδων.
Πέρα όμως από τις οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων πραγματευτάδων θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς και τις νοοτροπιακές μεταβολές που αυτοί υφίστανται ή όχι ζώντας στο περιβάλλον της ολλανδικής πρωτεύουσας. Είναι γεγονός ότι αρκετά μέλη των ελληνικών εμπορικών παροικιών του εξωτερικού απέφευγαν, τουλάχιστον αρχικά, να αναμιχθούν με τον ντόπιο πληθυσμό. Μετέφεραν και αναπαρήγαν τις δομές της κοινωνικής οργάνωσης που γνώρισαν και στον τόπο τους. Ο αλλόθρησκος και αλλόγλωσσος τόπος τους φόβιζε, η φορεσιά τους τους διαφοροποιούσε ενώ οι επιβιώσεις του συντεχνιακού πνεύματος ήταν ισχυρές ώστε να φοβούνται τα ανοίγματα προς το καπιταλιστικό περιβάλλον.
Τυπικός εκπρόσωπος μιας τέτοιας πατροπαράδοτης και συντηρητικής νοοτροπίας ήταν ο Σταμάτης Πέτρου, παραγιός του Α. Κοραή, ο οποίος σε μια σειρά επιστολών προς το αφεντικό του στη Σμύρνη περιέγραφε έντρομος τις συγκλονιστικές μεταβολές που παρατηρούσε στη συμπεριφορά του «σιορ Διαμαντή». Δύσπιστος απέναντι σε ότι ξέφευγε από τις κανονικότητες και τους επαναλαμβανόμενους ρυθμούς μιας παραδοσιακής κοινωνίας, καταδίκαζε απερίφραστα τη σταδιακή αποδέσμευση του Κοραή από τη ζωή που επέβαλε η εκκλησία, τη συμμετοχή του στην κοσμική ζωή του Άμστερνταμ, τα γλέντια, τα ξενύχτια, τις ερωμένες και φυσικά την ενασχόλησή του με τα «διαβολεμένα τα βιβλία τα φραντζέζικα» που διαβάζοντάς τα «έγινε ωσάν άσωτος υιός». Και πράγματι ο κατοπινός ηγέτης του κινήματος του νεοελληνικού διαφωτισμού γνώρισε στο Αμστερνταμ τη μεταμόρφωση του. Η φωτισμένη Ευρώπη μάγεψε και κέρδισε τον αρχικά βαθύτατα συντηρητικό Σμυρνιό πραγματευτή. Ο δάσκαλός του, A.Buurt, τον δίδαξε Γεωμετρία και Λογική ενώ τον έφερε σε επαφή και με τους επιστημονικούς κύκλους του Αμστερνταμ (τον B.Keun, τον P.Burmennus, την Caroline von Leyden κ.λ.π.) μιας πόλης όπου επικρατούσε ελευθερία λόγου, τύπου και ανεξίθρησκο πνεύμα. Η φιλομάθεια και η περιέργεια του, η διευρυμένη αντίληψη και η δημιουργική επαφή του με το νέο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά του, διαμόρφωσαν ένα νέο ανθρώπινο τύπο τον οποίο ο Α.Κοραής ενσάρκωνε μέχρι τα βαθειά του γηρατειά. Πρόκειται για το φιλελεύθερο αστό επαναστάτη του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου γεμάτο αυτοπεποίθηση, έπαρση και επιθετικότητα. Αυτός και οι όμοιοί του συγκρότησαν μια κοινωνική ομάδα που ήρθε σε σύγκρουση με τις δομές της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας και αναζήτησε νέες μορφές κοινωνικού βίου.
Δυο λόγια θα άξιζε να πει κανείς και για έναν άλλο Έλληνα έμπορο του Άμστερνταμ, τον Ι. Πρίγκο, έναν ολιγιγράμματο έμπορο που όμως συνειδητοποίησε τη σημασία της παιδείας για το μέλλον των συμπατριωτών του και γι’αυτό δεν παρέλειπε, όποτε μπορούσε, να συλλέγει βιβλία και να τα στέλνει στην πατρίδα του τη Ζαγορά με την προτροπή να μελετηθούν προσεκτικά, κυρίως από τα παιδιά.
Σε σχέση τώρα με τη στάση των Ελλήνων εμπόρων του Άμστερνταμ απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Εκείνα τα χρόνια πάντως είναι σίγουρο ότι η ελληνική παροικία είχε χαλαρώσει τη θωράκισή της απέναντι στο ξένο περιβάλλον, πολλά μέλη της είχαν παντρευτεί Ολλανδέζες, είχαν αποκτήσει ολλανδική υπηκοότητα και γενικώς προσαρμόζονταν πιο εύκολα με τις νόρμες της ολλανδικής κοινωνίας. Έχουμε πληροφορίες μόνο για δύο ονόματα Ελλήνων εμπόρων, του χίου Ταμασάκη και του πάτμιου Σ. Παλαιολόγου, οι οποίοι έγιναν μέλη του φιλελληνικού Κομιτάτου του Άμστερνταμ και χρηματοδότησαν αποστολή όπλων στην Ελλάδα το 1822.
Πηγές : www.apodimos.com και πληροφορίες από τα www.europa.eu – www.mfa.gr – www.omospondia.nl – www.fhw.gr – www.minpress.gr
Πρώτη φωτογραφία: ELENI RIMANTONAKI
Σχόλια Facebook