«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 53ο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

“Ο Μαρκέτος που γνώρισα”

Στην Ελλάδα η πολιτική ζωή ξανάβρισκε τον δημοκρατικό της δρόμο και ο Ε.Κ. συνέχιζε τους δικούς του αγώνες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Η εφημερίδα σήμερα έχει συμπληρώσει ήδη 90 χρόνια συνεχούς παρουσίας στον ομογενειακό χώρο. Χρόνια που, εκτός των άλλων, της έχουν κατασφαλίσει και τον τίτλο της αρχαιότερης ελληνόφωνης εφημερίδας στον κόσμο, μετά την Εστία και τη Μακεδονία. Πρόκειται πράγματι για ένα γεγονός ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητος. Διότι, από τη μία μεριά προβάλλει ανάγλυφα την δυναμικότητα και την απαρασάλευτη ελληνικότητα της Ομογένειας. Και, από την άλλη, πιστοποιεί τις βαθιές ρίζες που στηρίζουν τον Ε.Κ. σε παναμερικανική κλίμακα.

Ας μην λησμονούμε ότι άλλες, πολυπληθέστερες της ελληνικής, μειονότητες και εθνικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (που μέχρι και την δεκαετία του ‘70 διέθεταν ως και τέσσερις ημερήσιες εφημερίδες η κάθε μία) σήμερα έχουν μείνει δίχως έντυπη εκπροσώπηση. ‘Η στην καλύτερη των περιπτώσεων, με περιοδικές μόνον εκδόσεις. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αποτελεί η ισπανόφωνη μειονότητα λόγω των συνόρων με το Μεξικό την ανατροφοδοτούν συνεχώς. Εμπεριέχει, επομένως, πολυσήμαντο μήνυμα η αλήθεια αυτή. Για την ίδια την Ομογένεια, φυσικά. Την ελληνική πατρίδα. Και την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Βέβαια, απώλεσε και η δική μας παροικία ήδη από το 1973, την Ατλαντίδα. Ενα γεγονός, το εντυπωσιακότερο ίσως, στον χώρο της πορείας και της εξέλιξης των ελληνοαμερικανικών πραγμάτων, που δημιούργησε νέες πρόσθετες ευθύνες στον Ε.Κ. Ο ίδιος ο Μαρκέτος θεωρούσε οτι είχε φθάσει η ώρα που, κάτω από την επιταγή των διαφοροποιήσεων που ήταν μοιραίες και αναπόφευκτες, μία από τις δύο εφημερίδες έπρεπε να υποκύψει.

Φυσιολογικά, πρόσθεσε, θα μπορούσε να είχε υποκύψει πρώτος ο Ε.Κ. που από της εκδόσεώς του ήταν περισσότερο ιδεολογική εφημερίδα, με αγώνες σκληρούς και συχνά αντιδημοτικούς, που τον είχαν οδηγήσει σε περιπέτειες επιβιώσεως, πράγμα που εξηγεί και τις συχνές αλλαγές των διευθύνσεων της ιδιοκτησίας του.

Ηδη αυτό που είχε επιτευχθεί ήταν πολύ. Να διατηρήσει, δηλαδή, η ελληνική παροικία μέχρι το 1973 δύο ημερήσια φύλλα όταν οι πρώτοι μετανάστες είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, όταν οι νεώτεροι ήταν σε θέση να εξοικειωθούν με την αγγλική γλώσσα, όταν άρχισαν να ενημερώνονται προοδευτικά και περισσότερο από τα αθηναϊκά φύλλα που έφθαναν πλέον αυθημερόν στη Νέα Υόρκη και τις αμέτρητες ραδιοφωνικές ώρες και τα τοπικά τηλεοπτικά προγράμματα.

Όμως η Ομογένεια,  παρά την “εισβολή” των ελλαδικών τηλεοπτικών προγραμμάτων – ποτέ δεν αγκάλιασε με ιδιαίτερη θέρμη τα “ξενόφερτα” προγράμματα. Δεν ακούμπησε πάνω τους με την ίδια εμπιστοσύνη και την ίδια αγάπη με την οποία περιβάλλει τον δικό της τοπικό Τύπο.

Περίτρανη απόδειξη του ισχυρισμού αυτού αποτελεί η παταγώδης αποτυχία του Εγχειρήματος του 1986 τριών μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων (Απογευματινή, Ελευθεροτυπία, Εθνος) να φθάνουν ηλεκτρονικά στη Νέα Υόρκη, να τυπώνονται εκεί και να κυκλοφορούν στα περίπτερα. Δεν διέσωσε το πείραμα αυτό ούτε το τέχνασμα να συμπεριλάβουν ειδικό τοπικό ένθετο, τον Ταχυδρόμο.

Επιστρέφοντας στην Ατλαντίδα, πρέπει να σημειώσει κανείς ότι όπως είχαν διαμορφωθεί τα καθέκαστα το 1973 πράγματι δεν επέτρεπαν την συνέχιση της εκδόσεως και των δύο φύλλων. Από την πλευρά της, η εφημερίδα του Βλαστού κινήθηκε στα πλαίσια που είχε χαράξει ο εκδότης της και ξεπεράστηκε, ίσως και χωρίς να το αντιληφθεί, από το νέο πνεύμα των ομογενών.

Αξίζει να αναφερθεί ότι δύο περίπου ώρες μετά την υπογραφή των συμβολαίων, με τα οποία ο E.K. περνούσε στα χέρια του ο Μπάμπης Μαρκέτος έκανε το πρώτο του τηλεφώνημα ως εκδότης στο Σόλωνα Βλαστό. Του ζήτησε να συναντηθούν, προκειμένου να συνεννοηθούν να σταματήσει η δημόσια διαμάχη των δύο εφημερίδων. Ο Βλαστός αρνήθηκε: “Σε τι θα ωφελήσει”, του είπε.

Η συνάντηση αυτή φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε. Με πρωτοβουλία του ο πρώην εκδότης αγνόησε έκτοτε τα πειράγματα της Ατλαντίδος, ώσπου αυτά μοιραία εκφυλίστηκαν. Υπήρξαν, ωστόσο άλλες συναντήσεις των δύο ανδρών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στην 30ετία, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί σε κορυφαίο δημιουργικό γεγονός και για τις δύο εφημερίδες και, κατ’ επέκταση, για την Ομογένεια, εάν η προσέγγιση σ’ αυτές από την πλευρά του Βλαστού ήταν απαλλαγμένη από την προκατάληψη και από την αυτάρκεια της ευδαιμονίας του κυρίαρχου του παιχνιδιού, όπως το είχαν διαμορφώσει τη συγκεκριμένη στιγμή οι παλαιότερες περιστάσεις.

Από την άλλη ο E.K. ενισχύθηκε αποτελεσματικά από τις άοκνες, με θάρρος και φαντασία, κινήσεις του Μαρκέτου, ο οποίος, με σκοπό την αναζήτηση καλύτερων και περισσότερο αποδοτικών μεθόδων, τόλμησε, καινοτόμησε, έλαβε δύσκολες αποφάσεις σ’ ολόκληρο το φάσμα της εκδόσεως και της κυκλοφορίας της εφημερίδος μετακινώντας ακόμη και το χρόνο εκτυπώσεως και κυκλοφορίας κατά ένα ολόκληρο δεκάωρο ενωρίτερα.

Για 25 χρόνια κυκλοφορούσε τον E.K. τις απογευματινές ώρες της προηγούμενης ημέρας, δίνοντας τα νέα της επομένης με τις ελληνικές ειδήσεις παρμένες τηλεφωνικώς από τα γραφεία της εφημερίδος στην Αθήνα και τυπωμένες πριν φθάσουν τα αθηναϊκά φύλλα και μοιρασθούν με τις ίδιες ειδήσεις συχνά όχι και τις νεώτερες.

Η αλλαγή αυτή, η οποία έδωσε την δυνατότητα της πλήρους αξιοποιήσεως της διαφοράς ώρας μεταξύ των δύο ηπείρων, η επιλεγμένη ύλη, η ειδησιογραφία με την απαρασάλευτη προσήλωση στη δημοσιογραφική δεοντολογία και η  αρθρογραφία που καταπιάνονταν με κάθε σοβαρό γεγονός, έδωσαν στον “Κήρυκα” το ζωογόνο οξυγόνο, καθώς προσέλκυσε την καθολική εμπιστοσύνη του ομογενειακού κοινού. Του προσπόρισαν κύρος και εγκυρότητα.\

Άλλαξε, παράλληλα, και το καθεστώς διανομής του φύλλου. Μέχρι το 1965 το έργο της κυκλοφορίας του “Κήρυκα” στα “νιούσταντς” της Νέας Υόρκης (Μανχάταν – Αστόρια – Τζαμάικα – Μπρονξ και Μπρούκλιν) είχε η εταιρεία που μοίραζε και την Daily News. Αυτό δημιουργούσε αυτονόητες καθυστερήσεις και άλλες δυσχέρειες. Ετσι, η διανομή ανατέθηκε στο πρακτορείο Αριστοκρατικό, που διηύθυνε ο κυρ-Κώστας και που διακινούσε αποκλειστικά τον “Κήρυκα”. Αυτό μέχρι και το 1977. Στη συνέχεια τη  διανομή ανέλαβε το πρακτορείο Ερμής του Γεράσιμου Μαλασπίνα μέχρι και το 1982. Όλες αυτές οι καλά μεθοδευμένες κινήσεις, απέδωσαν τους καλούς καρπούς.

Ενα άγνωστο γεγονός, ξεχωριστής ωστόσο σημασίας, αφορά στην ειδική έρευνα που κατόπιν προτροπής του E.K. έκανε το 1973 η Ατλαντική Τράπεζα σχετικά με την κυκλοφορία των δύο εφημερίδων. Πιστοποιήθηκε, τότε, ότι ο “Κήρυκας” είχε τέσσερις φορές μεγαλύτερη κυκλοφορία από την Ατλαντίδα. Ετσι ο τότε διοικητής της ομογενειακής Τράπεζας κ. Ζαρακιώτης δέχθηκε να καταβάλει στον E.K. αυξημένο έναντι της Ατλαντίδος τιμολόγιο για ίδιο αριθμό διαφημιστικών καταχωρήσεων της Τραπέζης.

Στάθηκε, έτσι, όρθια η εφημερίδα. Και ύστερα αδιάβλητη ανδρώθηκε και ξεπέρασε σταθερά στις αρχές του ‘70 την παλαιότερη ανταγωνίστριά της. Την Ατλαντίδα με το ιδιόκτητο μέγαρο και το άλλοτε πλούσιο ταμείο. Φυτοζώησε η εφημερίδα του Βλαστού για δύο χρόνια. Στο χρονικό αυτό διάστημα ο πρώην εκδότης, που πίστευε με πάθος στην ανάγκη υπάρξεως ομογενειακού Τύπου (σ.σ. η μία εφημερίδα, έλεγε, είναι απλώς μία εφημερίδα. Οι δύο εφημερίδες, είναι Τύπος), προσπάθησε να συνεννοηθεί με τον Βλαστό ώστε να καταστεί δυνατή η επιβίωση της Ατλαντίδος. Ακόμη και για την εξασφάλιση διαφημιστικών καταχωρήσεων στην Ατλαντίδα είχε, εν αγνοία του Βλαστού, συνηγορήσει και πετύχει να της δοθούν.

Παράλληλα με αυτές του τις ενέργειες, ο πρώην εκδότης του E.K. είχε επιδιώξει, σε δεδομένη κρίσιμη στιγμή με διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε για λογαριασμό του ο Ελληνοαμερικανός δικηγόρος Πίτερ Κουρίδης, να αγοράσει την καταρρέουσα Ατλαντίδα. Δεν ευωδόθησαν οι διαπραγματεύσεις αυτές, διότι τα κύτταρα του εσωτερικού κόσμου του Βλαστού αρνούνταν πεισματικά να δουν και να αντιληφθούν την οδυνηρή πραγματικότητα. Και, στη συνέχεια, να ενεργοποιηθούν ώστε να καταστεί εφικτή η σωτηρία της ιστορικής εφημερίδος στην οποία είχαν αναδειχθεί και διαπρέψει επίσης αξιόλογοι γραφιάδες, όπως, για παράδειγμα ο Σωτήριος Λόντος, ο αρθρογράφος Βλαδίμηρος Κωνσταντινίδης, ο Πίτερ Γαζουλέας και τόσοι άλλοι.

Ετσι, το τέλος της Ατλαντίδος επήλθε, θα έλεγε κανείς, φυσιολογικά.

Η εφημερίδα διέκοψε την έκδοσή της πρόσκαιρα το 1972. Μία προσπάθεια που έγινε να επανεκδοθεί δέκα μήνες αργότερα ναυάγησε κι αυτή. Στις 3 Μαΐου 1973 υποχρεώθηκε να διακόψει οριστικά την έκδοσή της η Ατλαντίς, βυθισμένη στα ατελείωτα χρέη που είχαν συσσωρευθεί στο IRS.

Το γεγονός της πτώσεως της Ατλαντίδος δεν πανηγυρίστηκε από τον E.K. Αν και κάτι τέτοιο θα ήταν θεμιτό μια και στην πραγματικότητα επρόκειτο για νίκη της νεώτερης εφημερίδος κατά της παλαιότερης, δεν υπήρξαν θριαμβολογίες από τον νικητή. Με ένα λιτό άρθρό του ο Μαρκέτος κατέγραψε το ιστορικό συμβάν. Και σημείωνε ότι η απώλεια ενός παλαιού ημερήσιου φύλλου, που παρά τις ιδιαιτερότητές του δεν έπαυσε ποτέ να διαδραματίζει το δικό του πατριωτικό οπωσδήποτε ρόλο, συνιστούσε πλήγμα για την Ομογένεια που έμενε πλέον με μία μόνον εφημερίδα.

Παρά ταύτα, με τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει πλέον σήμερα από το συμβάν, μπορεί κανείς με ασφάλεια να το τοποθετήσει και να  το αξιολογήσει κάτω από το νέο δεδομένο που διαμορφώθηκε στον έντυπο χώρο της Ομογένειας, καθώς πέντε χρόνια μετά το κλείσιμο της Ατλαντίδος μία άλλη ημερήσια εφημερίδα, η Πρωινή, ήλθε και παρέμεινε για δεκαεννέα χρόνια στην αγορά. (1974-1993)

Παρά τα οξύτατα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε εξ’ αρχής, το γεγονός ότι για τόσα χρόνια επιβίωσε οφείλει να πιστωθεί εν μέρει ως επιτυχία της ελληνοαμερικανικής κοινότητας και στο υπόλοιπο, και μεγαλύτερο ποσοστό, στο πείσμα και την μεθοδολογία της πρώην εκδότριας κ. Φαννής Πεταλλίδου-Χολιντέι.

Δικαιολογεί ωστόσο το γεγονός αυτό και τον συλλογισμό ότι, αν απουσίαζε από τον Ε.Κ. η 30ετία του Κεφαλλήνος εκδότη, η Ατλαντίς ίσως να μην είχε τελικά υποστείλει τη σημαία της για να κατισχύσει η νεώτερή της εφημερίδα, η οποία, σε μία τέτοια περίπτωση, θα ήταν υποχρεωμένη κάτω από το βάρος των εξωφρενικών τότε εκδοτικών δαπανών να έχει αποχωρήσει εκείνη από το προσκήνιο…

Ετσι κι αλλιώς, το κλείσιμο της Ατλαντίδος αποτέλεσε ένα βαρυσήμαντο ιστορικό γεγονός για την Ομογένεια, η οποία είχε κάνει την επιλογή της διατηρώντας στην ζωή τον δημοκρατικό <Κήρυκα> σε βάρος της φύσει και θέσει συντηρητικής εφημερίδος του Βλαστού. Το δεδομένο, μάλιστα, ότι τούτο συντελέστηκε μεσούσης της χούντας στην Ελλάδα, αποτελεί  ένα ακόμη, επιπρόσθετο στοιχείο, της προτίμησης των Ελληνοαμερικανών.

Όπως αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, μετά το κλείσιμο της ανταγωνίστριας, ο πρώην εκδότης φρόντισε για ιστορικούς λόγους να  διασώσει τους τόμους της τους οποίους έστειλε και αυτούς στο προαναφερθέν Ινστιτούτο της Φιλαδέλφειας. Στην κατοχή του “Κήρυκα”, εξάλλου, περιήλθαν τα πιεστήρια και τα λοιπά κινητά στοιχεία της εφημερίδος, τα οποία βγήκαν σε πλειστηριασμό.

Χαρακτηριστικό, όσο και ενδιαφέρον, είναι το ακόλουθο περιστατικό.

Την ημέρα της δημοπρασίας, ο Μαρκέτος έστειλε τον τότε βοηθό του Παν. Μακριά να παρακολουθήσει τη σχετική διαδικασία. Για δικούς του λόγους δεν είχε κάνει γνωστό ότι επροτίθετο να συμμετάσχει και ο “Κήρυκας” στην όλη διαδικασία. Επιφόρτισε, έτσι, τον βοηθό του να τον πληροφορήσει ποιος θα αγόραζε το πιεστήριο και τα λοιπά τυπογραφικά στοιχεία. Λίγο μετά το μεσημέρι ο κ. Μακριάς επέστρεψε στην εφημερίδα και ανήγγειλε περιχαρής στον εκδότη ότι το πιεστήριο το είχε αγοράσει κάποιος Εβραίος και, επομένως, δεν υπήρχε ενδεχόμενο να εκδοθεί νέα ελληνόφωνη εφημερίδα.

Μόνον τρεις μέρες αργότερα, όταν δηλαδή, χρειάστηκε από κοινού να μεταβούν στις εγκαταστάσεις της Ατλαντίδος προκειμένου να παραλάβουν το πιεστήριο και τα άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία του Βλαστού, έμαθε ο Μακριάς ότι ο Εβραίος είχε ενεργήσει για λογαριασμό και εξ ονόματος του Μπ. Μαρκέτου.

Η πολυσχιδής δραστηριότητα του Μπάμπη Μαρκέτου κάλυψε κάθε τομέα που αφορούσε στις σχέσεις της Ομογένειας με την γενέτειρα. Με γνώμονα πάντα το καλώς εννοούμενο αμοιβαίο όφελος. Ηδη από τη δεκαετία του ‘50 είχαν υποβληθεί από τον Μπ. Μαρκέτο σοβαρές προτάσεις προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, για την αξιοποίηση του οικονομικού δυναμικού που αντιπροσώπευε από τότε η Ομογένεια.

Πιο συγκεκριμένα, ήδη από το 1958 είχε στα χέρια του ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, τεκμηριωμένο υπόμνημα από τον E.K. για την έκδοση από το ελληνικό κράτος ενός ομολογιακού δανείου, το οποίο θα καλυπτόταν στο εκατό τοις εκατό από τους ομογενείς. Με την ιδέα αυτή απασχολήθηκαν τόσο οι πρώτες κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όσο και οι κυβερνήσεις Σοφούλη και Γεωργίου Παπανδρέου, χωρίς, ωστόσο, και να ευοδωθούν οι σχετικές προσπάθειες. Κι αυτό γιατί απουσίαζε από την μητρόπολη του ελληνισμού το πνεύμα που θα διευκόλυνε την προώθηση της ιδέας, η οποία θα είχε ευεργετικές διαχρονικές και όχι μόνο οικονομικές επιπτώσεις και στα δύο μέρη.

ΑΥΡΙΟ: Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ