ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Άσε, αύριο, να έχω περισσότερο χρόνο!
Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας
Είναι στο DNA των νεοΕλλήνων. Να σε ξεχνούν μέχρι να σε …χρειαστούν! Τότε, πως ανακαλύπτουν ότι …ζεις, ότι υπάρχεις και ότι κινείσαι κάπου δίπλα τους, πώς ψάχνουν και βρίσκουν το τηλέφωνό σου (με τη μέθοδο των πιστωτών σου!) και πως επικοινωνούν τότε μαζί σου, πως σου εκφράζουν τον …σπαραγμό τους που «χαθήκατε»!..
-Πώς χαθήκαμε αδελφέ μου; Εσύ χάθηκες… ψελλίζεις μέσα απ τα δόντια σου, προσπαθώντας να υπερασπιστείς την δική του θέση: Δεν με παίρνεις, δεν σε παίρνω! Και αδέλφια δεν είμαστε, ούτε θα γίνουμε ποτέ, αφού η δική σου η μάνα ποτέ δεν συναντήθηκε με τον δικό μου πατέρα!
-Ελα αδελφέ μου, ας τα αυτά τώρα. Έτσι γίνεται ανέκαθεν. Οι άνθρωποι πλησιάζονται, φιλιώνουν και μετά χάνονται! Ώσπου να ξανασμίξουν!
Είναι η ευτυχία της …απώλειας! Χάνεσαι για να έχεις την ευχαρίστηση να ξαναβρεθείς μετά από καιρό “σαν να ΄ναι η πρώτη φορά”!
Τώρα, πως συμβαίνει κάθε φορά που «ξανασμίγουν» αυτή η «άλλη φορά» να είναι όταν σε χρειάζονται επειγόντως για την χι ή την ψι αγγαρεία, αυτό μάλλον είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…
Πρόσφατα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από …στενό μου πρόσωπο που μένει πλέον δίπλα μου… μακριά, και όσο τον άκουγα να μου μιλάει για τον πόνο και το σπαραγμό του που δεν τα λέμε συχνά, σκεφτόμουνα μεταξύ σοβαρού και αστείου: Καλά, τόσα χρόνια πως αντέχει να ζει χωρίς να με ακούει; Ε, δεν θα ‘ναι πέντε-εξι χρόνια;
-Ας είναι, χαίρομαι που μου τηλεφώνησες, λες, επιστρατεύοντας όλη σου την καταφρονημένη ευγένεια. Πως περνάς;
-Έχω προβλήματα, πολλά προβλήματα…
-Εγώ να δεις…
Ξέρω, ξέρω…
-Πως ξέρεις; Τι ξέρεις; Από πού ξέρεις που έχουμε να τα πούμε κάτι χρόνια; Ρωτάς όλο περιέργεια…
-Ασε τα λέμε άλλη φορά αυτά, τώρα άκου, θέλω….
Φτάσαμε στην «καρδιά» της επανεμφάνισης. Στο «Θέλω».
Όλοι κάτι θέλουμε σ΄ αυτή την ζωή και ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, δεν ξεφυλλίζουμε, όμως, το βιβλιαράκι με τα τηλέφωνα να μιλήσουμε με ανθρώπους που είναι “ή για μας είναι σαν να είναι πεθαμένοι»!
Ξέρω θα πείτε, άστα γκρινιάρη, μπορεί να μην τα λέτε στο τηλέφωνο, σε σκέφτονται όμως κάθε μέρα…
Ναι, η πρώτη φροντίς το πρωί και η τελευταία το βράδυ θαρρείς ότι είσαι… κάτι σαν την γνωστή οδοντόκρεμα. Μάλλον οι περισσότεροι -και οι πιο μακρινοί- δεν θυμούνται «μήτε καν τα όνομά σου» πριν τους «φρεσκάρει» το μνημονικό τους η ανάγκη!
Και τώρα εσύ τι πρέπει να κάνεις; Να του πεις, αϊ στο καλό άνθρωπέ μου τώρα που με θυμήθηκες επειδή με χρειάστηκες, να επιστρατεύσεις όλη την καλή σου θέληση και να ρωτήσεις τι ακριβώς μπορείς να κάνεις για ‘κείνον και πως εάν μπορείς να του φανείς χρήσιμος «θα είσαι ευτυχής» και τα τοιαύτα αναληθή ή να του κλείσεις το τηλέφωνο;
Τότε είναι που σου έρχεται στο νου ο δικός σου «κολλητός». Από πότε έχεις να τον πάρεις στο τηλέφωνο; Ούτε που θυμάσαι! Ξέρεις μόνον πως την τελευταία φορά που βρεθήκατε τηλεφωνικά κάτι ψέλλισες πως «μπορεί να μην τα λέμε συχνά, φίλε μου, ξέρεις όμως ότι είμαι πάντα εδώ για σένα, ό,τι χρειαστείς»…
Είμαι σίγουρος ότι το εννοούσες. Όπως είμαι βέβαιος και ότι αν δεν σε έπνιγαν τα προβλήματα, τα χρέη και οι σκοτούρες θα βρισκόσασταν πιο συχνά. Τουλάχιστον στο τηλέφωνο, αφού εκείνος ξενιτεύτηκε… Και οι δύο το θέλατε.
Το θέλατε. Το μπορούσατε;
Σίγουρα ναι!
Τότε τι έφταιξε;
Το …αύριο!
Όλο λες, άσε, αύριο να έχω περισσότερο χρόνο…
Σχόλια Facebook